- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ποίημα που ενθουσίασε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Ένα ποίημα και τρεις ιστορίες από το βιβλίο «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου»
Στο βιβλίο «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», ο ποιητής μιλάει στην Σωτηρία Σταυρακοπούλου, μεταξύ άλλων, και για ένα ποίημα που τον ενθουσίασε.
«Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου» της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2019 από τον Ιανό, είναι μία «εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία» με τη συγγραφέα που ξεκίνησε το 2004 και έφτασε μέχρι το 2012.
Πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο 923 σελίδων που σε προκαλεί να το πάρεις στα χέρια σου, όχι μόνο γιατί ξέρεις ότι θα είναι γεμάτο ιστορίες και εξομολογήσεις αλλά και σχόλια για κυριολεκτικά το κάθε πρόσωπο που προκύπτει στις κουβέντες του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τη συγγραφέα – φαίνεται άλλωστε και από το σπινθηροβόλο, «προκλητικό» βλέμμα του ποιητή στο εξώφυλλο, που ποζάρει περιστοιχισμένος από τα βιβλία που τόσο λάτρεψε σε όλη του τη ζωή, καθισμένος σε μια γωνιά του καταφυγίου του, του διαμερίσματός του στις Σαράντα Εκκλησίες της Θεσσαλονίκης.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας άνθρωπος με ισοπεδωτική κρίση και τεράστιο έργο, μπορεί να μιλάει με τη γνωστή, τολμηρή του εκφορά και τη διορατικότητα για όλους όσοι πέφτουν στην αντίληψή του, αλλά κυρίως μιλάει με αυτοσαρκασμό, χιούμορ και ναρκισσισμό για τον εαυτό του και τις σχέσεις του με τους άλλους – τον τεράστιο αριθμό ανθρώπων που έχει γνωρίσει στην προσηλωμένη ζωή του, από τον λογοτεχνικό και πανεπιστημιακό κόσμο της Θεσσαλονίκης και όλης της Ελλάδας ή έστω των πόλεων και χωριών που δεχόταν να επισκεφθεί, αρκεί να τον πήγαινε και να τον φέρει πίσω κανείς, με αυτοκίνητο. Σιχαίνεται τα αεροπλάνα και τα καράβια.
Το βιβλίο, όσο «τρομακτικό» είναι με τον όγκο του, άλλο τόσο απολαυστικό είναι στην ανάγνωσή του. Οι πυκνογραμμένες σελίδες του κρύβουν μία προσωπικότητα-σταρ που λατρεύει την ποίηση αλλά και είναι τόσο λεπτομερώς προσεκτικός με τα δικά του έργα, ώστε σχεδόν τα «αποδοκιμάζει» για να καταλήξει μετά ότι, εντάξει, «καλό ήταν».
Δοκιμιογράφος, συγγραφέας, εκ βαθέων γνώστης του ρεμπέτικου και ειδικά του έργου του Βασίλη Τσιτσάνη (έχει κυκλοφορήσει την «Ανθολογία Τραγουδιών Του Βασίλη Τσιτσάνη Με Κριτικό Υπόμνημα» στον Ιανό) αλλά και τραγουδιστής με την «Παρέα του Τσιτσάνη» (δεν του άρεσε η λέξη «κομπανία»), αποφάσισε, αντί βιογραφίας, να ξεκινήσει πολύωρες ή και σύντομες συζητήσεις και τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με την Σωτηρία Σταυρακοπούλου, τις οποίες χαρακτήριζε «μουχαμπέτι». Λίγο κουτσομπολιό, λίγο χαμπέρια, πολλές αναμνήσεις και ιστορίες.
Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου μιλάει για το βιβλίο
«Γνωριστήκαμε το 1982, όταν ένας κοινός γνωστός μας, ο γλύπτης Κυριάκος Καμπαδάκης, με πήγε στο γραφείο του Χριστιανόπουλου, στη "Διαγώνιο", να του χαρίσω την πρώτη συλλογή μου με πεζογραφήματα – φιλοδοξούσα κι εγώ να μπω στο λογοτεχνικό μας σινάφι, να του αρέσουν και να μου ζητήσει συνεργασία για τη Διαγώνιο. Τον θεωρούσα, κατά κάποιον τρόπο, πατριάρχη των μεταπολεμικών γραμμάτων και επιζητούσα, ας πούμε, την ευλογία του. "Μη λες "πατριάρχης"", με διόρθωσε. "Λιγάκι φοβούμαι ότι πέφτεις έξω. Πες "πατριαρχίδας". Και γελάσαμε οι παρευρισκόμενοι στο γραφείο του.
Τον Μάρτιο του 2003, ο Ντίνος παρουσίασε επαινετικά στον Ιανό το βιβλίο μου. Οι δεξιώσεις, μαζί με τον πανεπιστημιακό καθηγητή Γιώργο Κεχαγιόγλου, προκαλώντας τον φθόνο των συναδέλφων μου. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, λίγο πριν κάνει την επέμβαση καρδιάς, οργάνωσε μια παρουσίαση του λογοτεχνικού μου έργου στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, το οποίο υπάγεται στο Πανεπιστήμιο. Είχαν έρθει οι σοβαροί κύριοι της γειτονιάς μας, δημόσιοι υπάλληλοι και μαγαζάτορες, με τις συμβίες τους –Τετάρτη απόγευμα, κλειστά τα εμπορικά καταστήματα– να ακούσουν τον περίφημο ποιητή Χριστιανόπουλο να μιλάει για τη γειτόνισσά τους, καθηγήτρια πανεπιστημίου και πεζογράφο, καθώς και ορισμένοι συνάδελφοί μου και κάποιοι λογοτέχνες της πόλης μας. Κι αυτός, επί δύο ώρες, δεν σταματούσε να ευτελίζει εμένα και το έργο μου, αναιρώντας όλα όσα είχε πει στον Ιανό πριν από λίγους μήνες· ερχόταν, έτσι, στα ίσα του. Θα έπρεπε να το περιμένω· όχι μόνο δεν του άρεσαν οι καλοσύνες και οι αγάπες, αλλά συνήθιζε και να προκαλεί στις δημόσιες εμφανίσεις του, ερεθίζοντας αρνητικά το κοινό. "Εγώ είμαι αντικομφορμιστής" απαντούσε στους διάφορους επικριτές του. "Δεν μιλώ με τα στερεότυπα του καθωσπρέπει κυρίου. Και αυτό κάνει κάποια αίσθηση. Μεγάλη. Σαν μια ηλεκτρική εκκένωση".
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν του κράτησα κακία· γοητευμένη από τα πρωτότυπα γραπτά και τα φιλολογικά του κείμενα, ήθελα να γράψω για το έργο του. Προς το τέλος του 2004, του έκανα την ίδια πρόταση. "Καλά", είπε, "αφού επιμένεις. Αλλά όχι μελέτες και βιογραφίες. Νισάφι. Άρχισα να τα σιχαίνομαι τα φιλολογικά". "Ε, τότε τι;" τον ρώτησα. "Εμείς αγαπιόμαστε. Θα το ρίξουμε στο μουχαμπέτι. Ξέρεις τι είναι το μουχαμπέτι, Σωτηρούλα; Κουβεντούλες, ελεύθερες όμως, χωρίς πρόγραμμα και σκοπιμότητες. Ναι, γιατί στην κοινωνική ζωή μας είμαστε λίγο κουμπωμένοι· δεν τα λέμε όπως τα σκεφτόμαστε. […] Λοιπόν, από αγάπη, θα αρχίσουμε μια κουβεντούλα, όπου όλα θα σου τα λέω ξεβράκωτος. Μη γελάς. Όπως μου έρχονται στο μυαλό. Για τη ζωή μου, για το έργο μου, για τις γάτες μου, για λογοτέχνες, για φίλους, για ρεμπέτες, για γεγονότα […] Αχ, πολλά είπαμε απόψε. Γκουντ μπάι τώρα, πάω στο σπίτι να ταΐσω τα γατιά μου"».
Το ποίημα που αγάπησε
Σε ένα μουχαμπέτι, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μιλάει ενθουσιωδώς για ένα ποίημα:
«...Υπάρχει, λοιπόν, μία μεγάλη Αγγλίδα ποιήτρια η οποία λέγεται Τζούντιθ Ράιτ. Η Ράιτ -που πέθανε πριν λίγα χρόνια και που της έκαναν γραμματόσημο και τιμάται ως εθνική ποιήτρια στην Αυστραλία – είναι εκπληκτική. Έπρεπε να τη γνωρίζαμε και να την τιμούσαμε ως μία ποιήτρια, ας πούμε, του επιπέδου της Έμιλι Ντίκινσον. Σε τέτοιο επίπεδο. Πολύ καλή. (…) Ακόμα με εντυπωσιάζει ένα ποίημά της, και για την πρωτοτυπία του και για το βάθος του και για τη φιλοσοφία του. Ήταν παντρεμένη, λέει, και πέθανε ο άντρας της. Και ο άντρας είχε μια μασέλα. Και, όταν πέθανε, δεν ήξερε η Ράιτ -άκου θέμα για ποίημα!- τι να την κάνει αυτή τη μασέλα. Πήγε και ρώτησε μία γριά – δεν ξέρω τι εθνικότητος, λίγο αλλοπαρμένη και λίγο σαν χαμένη, σαν χαζή – και της είπε η γριά: "Μα, κόρη μου, δεν ξέρεις σ’αυτές τις περιπτώσεις τι κάνουμε; Θα σου πω εγώ να το ξέρεις. Πετούμε τη μασέλα στα κεραμίδια. Να βρεις ένα χαμηλό σπιτάκι στη γειτονιά σου και ένα βράδυ να την πετάξεις τη μασέλα στα κεραμίδια. Πρόσεξε. Στα κεραμίδια, όχι πουθενά αλλού. Αυτή είναι η συνήθεια που έχουμε". Η Τζούντιθ Ράιτ το έκανε. Και, πράγματι, πέταξε τη μασέλα στα κεραμίδια. Η περιγραφή όμως αυτού του περιστατικού πώς έγινε; Υπό ποίες συνθήκες; Περιγραφή λεπτομερώς πώς είναι η χειρονομία. Κάτι απίθανο! Ποίημα! Αυτό είναι. Και όχι μεγάλο. Μικρό ποίημα. Μια σελιδίτσα. Τρομερό πράγμα! Διότι μέσα περιγράφει και κάποιες σκέψεις της, τι αισθήματα είχε όταν έκανε αυτή την ενέργεια"»
Η περιέργεια μάς έκανε να αναζητήσουμε το ποίημα αυτό και, ερασιτεχνικά, να το μεταφράσουμε:
Finale (by Judith Wright)
Το πιο σκληρό πράγμα που έκαναν
ήταν να στείλουν στο σπίτι τα δόντια του από το νοσοκομείο
τι μπορούσε να τα κάνει
έτσι όπως έφτασαν ημέρες μετά την κηδεία;
Τα τύλιξε σε ένα από τα καθαρά μαντήλια του
που τα είχε πλύνει κι είχε κρύψει
το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα κρατάει αγκαλιά στα χέρια της
φαινόταν τόσο παράξενα, μόνα τους...
Απολύτως μόνα τους, χωρίς σαγόνι, σε ένα συνεχές χαμόγελο
καθόλου όμοιο με το δικό τους ... δεν μπορούσε να κλάψει πια
τα μεσάνυχτα έσφιξε την καρδιά της, στόχευσε και τα πέταξε
από την πόρτα της κουζίνας
Εκτοξεύτηκε μακριά αυτό το μισάνοιχτο χαμόγελο
στο χαντάκι; στους θάμνους; στην αυλή του γείτονα;
και επέστρεψε και βυθίστηκε σ’έναν ηλίθιο ύπνο
νοιώθοντάς τον πια νεκρό τουλάχιστον, και από το χέρι της.
Ο Χριστιανόπουλος, συνεχίζει την αφήγησή του και συνδέει την ιδέα του ποιήματος, με μία ακόμα ιστορία:
«Σε βεβαιώνω ότι είναι τόσο συγκλονιστικό το ποίημα αυτό, ώστε θυμήθηκα μία ανάλογη περίπτωση που σου φαίνεται λίγο απίθανη και, όμως, εγώ τη θεωρώ ανάλογη. Όταν πέθανε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Παρίσι από καρκίνο, παντρεμένος με την κόρη του Φαίδωνα Κουκουλέ, της άφησε την τελευταία του επιθυμία, να πάρει τη στάχτη του και να την πετάξει στον κεντρικό υπόνομο του Παρισιού. Επέμενε δε: "Πρόσεξε καλά, να το κάνεις, αυτό που σου ζητώ, στον κεντρικό υπόνομο. Όχι από ‘δω κι από ΄κει. Θα πάρεις τη μικρή υδρία με την τέφρα μου και θα χύσεις την τέφρα στον υπόνομο – ξέρεις, έχει κάτι σίδερα, σχάρες εκεί · θα τη χύσεις και μετ,α την υδρία, αν θέλεις, τη σπάζεις και την πετάς, αν θέλεις, την κρατάς". Αυτή, πράγματι, τήρησε την υπόσχεσή της. Πήγε, ένα μεσημέρι, που όλος ο κόσμος περνούσε από την κεντρική πλατεία εκεί, γονάτισε στη σχάρα του υπονόμου, έβγαλε το καπάκι από την υδρία που την είχε τυλιγμένη, και σιγά σιγά έχυσε όλη τη στάχτη μέσα στον υπόνομο. (…) Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ότι η γυναίκα αυτή εξετέλεσε την τελευταία εντολή του συζύγου της, η οποία, αυτή καθαυτή, είναι κάπως ανατριχιαστική. Το έκανε. Αλλά και τι αισθήματα είχε, καθώς το έκανε! Μου θύμισε πολύ το ποίημα της Τζούντιθ Ράιτ».
Υ.Γ. Το βιβλίο, πάντως, πυροδότησε και μία ενυπόγραφη διαμαρτυρία 36 διανοούμενων, ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών και της ακαδημαϊκής κοινότητας, στην οποία προχώρησαν για «ηθικά επιβεβλημένους» λόγους.