Βιβλιο

Ιάκωβε Ανυφαντάκη, υπήρξαμε ποτέ «Κάποιοι άλλοι»;

«Ναι, μεγάλωσες λίγο σήμερα, αυτός είναι ο στόχος κάθε περιπέτειας, λογοτεχνικής ή πραγματικής»... Η νέα γενιά συγγραφέων βραβεύεται και παίρνει τη σκυτάλη.

Δήμητρα Γκρους
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης με το «Κάποιοι άλλοι» (εκδ. Πατάκη, βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Αναγνώστης») μιλάει για τη γενιά του τα χρόνια της κρίσης.

«"Κάποιοι άλλοι" είναι υποψήφιοι για το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Αναγνώστης. Και κοκκινίζουν λίγο όταν σκέφτονται με ποιους άλλους είναι συνυποψήφιοι» είχε γράψει ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης στο Facebook, όταν ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες για το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού Αναγνώστης. Ο ίδιος ανήκει στη νεότερη γενιά συγγραφέων και βρέθηκε στη λίστα των υποψηφίων με το πρώτο του μυθιστόρημα «Κάποιοι άλλοι» (εκδ. Πατάκη). Το βιβλίο εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2019 κι είναι από αυτά που ξεχώρισαν τη χρονιά που πέρασε, ενώ έχουν προηγηθεί μια νουβέλα του και μια συλλογή διηγημάτων.

Μπορώ να φανταστώ γιατί το έγραψες… 
«Στη λίστα των υποψηφιοτήτων υπήρχαν συγγραφείς με βιβλία που ανήκουν στον κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας, άλλοι που μελέτησα για να φτιάξω τη φωνή του δικού μου βιβλίου, κάποιοι νεότεροι που εκτιμώ, αγαπάω και θαυμάζω. Οπότε ήταν λογικό να νιώσω κάτι ανάμεσα σε συστολή και περηφάνια. Να είσαι συνυποψήφιος με τη Μάρω Δούκα, που είναι η ζωντανή ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, και με τον Μισέλ Φάις, που έχει γράψει ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, όχι ελληνικής λογοτεχνίας – λογοτεχνίας τελεία… Όταν είχα διαβάσει την “Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου” 18-19 χρονών δεν το πίστευα ότι μπορεί να το κάνει αυτόη λογοτεχνία, η “Αυτοβιογραφία” είναι σημείο σταθμός. Έπειτα, ήμουν συνυποψήφιος με τον Ηλία Μαγκλίνη που έχει 15-20 χρόνια με πολύ σημαντικά κείμενα στην “Καθημερινή”, πολιτιστικός συντάκτης ακριβώς όπως ο ήτωας του βιβλίου. Όταν ξεκινούσα να βρω πώς θα μιλούσε και θα έγραφε ο Βαγγέλης, καθόμουν και μελετούσα τον κύριο Γκρι. Ακόμα και ως αστείο, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον να είμαστε στην ίδια λίστα. Αλλά και ο Νίκος ο Μάντης είναι εξαιρετικός συγγραφέας, νεότερος αυτός, όπως και ο Άκης ο Παπαντώνης, υπέροχος. Χαίρεσαι και μόνο που είσαι ανάμεσα σε αυτά τα ονόματα, για την παρέα».

Πριν πούμε για το βιβλίο, τον ρωτάω να μου πει για τους συγγραφείς της δικής του γενιά, όπως… «Όπως η Μαρία Ξυλούρη, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, ο Χρήστος Κυθρεώτης, ο Λευτέρης Καλοσπύρος, η Βασιλική Πέτσα, η Βάσια Τζανακάρη, ο Γιάννης Γορανίτης, είμαστε όλοι γύρω στα 30, 40, και νομίζω πως ένα από τα στοιχεία που μας χαρακτηρίζει είναι ο διάλογος με τη λογοτεχνία, ότι γράφουμε έχοντας πάντα στο μυαλό μας και άλλα κείμενα. Τουλάχιστον με τους συγγραφείς που μιλάω εγώ, συχνά, καθημερινά, και που συζητάμε τη δουλειά μας, ανταλλάσσουμε κείμενα, διαβάζουμε ο ένας το βιβλίο του άλλου πριν βγει, είμαστε μια μίνι κοινότητα που συνομιλεί και μοιράζεται την αγωνία για το τι γράφουμε σε σχέση με το τι γράφουν έξω, πώς μας επηρεάζει όλο αυτό, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε, πώς μπορούμε να το βελτιώσουμε αυτό που κάνουμε…» 

Όταν ανακοινώθηκαν τα βραβεία, ο Ιάκωβος επανήλθε με ποστ στο φμπ, με ένα λογοπαίγνιο που μας έκανε να χαμογελάσουμε. [Όταν ένα βιβλίο για losers κερδίζει, μήπως χάνει και κάτι…;]

«Ναι ήταν ένα λογοπαίγνιο σχετικά με τους losers που κερδίζουν. Ο Βαγγέλης, ο κεντρικός ήρωας, είναι κάποιος που δεν του πάει τίποτα καλά. Όταν άρχισε το βιβλίο να “τραβάει” και να παίρνει ωραίες κριτικές, μετά ήρθε και το βραβείο, άρχισα να σκέφτομαι πόσο ειρωνικό είναι όλο αυτό και πόσο τον προδίδει, η ιστορία του να γίνεται λίγο winner σε σχέση με εκείνον. Το βιβλίο μιλάει για τους ανθρώπους που χάνουν και για τους ανθρώπους που κερδίζουν. Ο Βαγγέλης είναι άνεργος, ψάχνει έναν τρόπο να μάθει να γυρνάει κι αυτός το φύλλο, να επανέλθει στον παλιό καλό εαυτό του».

Χωρίς να το καταλάβουμε έχουμε μπει στην ιστορία του βιβλίου, που είναι μια οικεία ιστορία. Ένα αναγνωρίσιμο, συλλογικό βίωμα που ζήσαμε «κάποιοι» στη μετάβαση από τα χρόνια της ευμάρειας σε εκείνα της οικονομικής κρίσης. Το βιβλίο μιλάει για τους ανθρώπους της γενιάς του συγγραφέα, που βρέθηκαν να ζουν μια ζωή που δεν είχαν ονειρευτεί και που δεν ήταν προετοιμασμένοι να τη ζήσουν. Επειδή μεγάλωσαν και ξεκίνησαν να χτίζουν τη ζωή τους σε μια εποχή γεμάτη υποσχέσεις που έμειναν μετέωρες ή διαψεύστηκαν. Το «Κάποιοι άλλοι» είναι ένα μυθιστόρημα για κάποιους που κάποτε ήταν κάποιοι άλλοι – το να μένει κανείς άνεργος για πολύ καιρό τραβάει μια γραμμή με την προηγούμενη ζωή. Αλλά και για κάτι που δεν μπορούμε να φανταστούμε πως μπορεί να συμβεί σε εμάς, ποτέ κανείς δεν είναι έτοιμος για μια τέτοια ανατροπή. 

Ο ήρωας μεταναστεύει από την Αθήνα στο Γκντανσκ, αλλά στο μεταξύ γνωρίζουμε κι άλλους ήρωες που οι ιστορίες τους διαδραματίζονται σε άλλους τόπους: Μινεσότα, Κροατία, Ρωσία, Κωνσταντινούπολη…
«Η απότομη εισαγωγή άλλων ηρώων έχει να κάνει με την τεχνική της αφήγησης, η οποία βασίστηκε στο ότι ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι δημοσιογράφος. Χρησιμοποίησα σαν πρότυπο τον τρόπο που γράφουν τα long reads στο εξωτερικό, τα πολύ μεγάλα δημοσιογραφικά κείμενα 10.000 - 20.000 λέξεις, όσες στην Ελλάδα ένα βιβλίο, που κάνουν πολύ απότομες μετατοπίσεις στην εστίαση και πάνε από το ένα μέρος στο άλλο, εισάγουν χαρακτήρες, για να μπορέσουν να δώσουν όλες τις διαστάσεις της υπόθεσης και να κρατήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όσον αφορά τα πολύ διαφορετικά πρόσωπα που μπαίνουν στην ιστορία από διαφορετικές χώρες, ήταν επειδή με ενδιέφερε να δω πώς άλλαξε το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας αυτά τα χρόνια, από το 2008 μέχρι το 2015, οπότε χρειαζόμουν ένα μέτρο σύγκρισης, ήθελα τους Βαλκάνιους, νοτιοευρωπαίους γείτονές μας, ήθελα την κεντρική Ευρώπη, την Ανατολική, και φυσικά και την Αμερική. Δεν γινόταν η ιστορία του βιβλίου να μην είναι και λίγο παγκόσμια.

Συζητάμε για το πώς άλλαξε αυτά τα χρόνια ο τρόπος που μας έβλεπαν οι ξένοι, και άρα και εμείς τον εαυτό μας. Ο Ιάκωβος θυμάται μια ιστορία: «Όταν πετούσα από Γκντασκ για Βαρσοβία 6 η ώρα το πρωί, ένας πολωνός δίπλα μου, μεθυσμένος από το προηγούμενο βράδυ, μου ζητούσε να τον βοηθήσω, να του εξηγήσω πού είναι η πύλη από όπου θα έφευγε ή κάτι τέτοιο… Στα λίγα πολωνικά που ήξερα του επαναλάμβανα “δεν καταλαβαίνω” κι εκείνος συνέχιζε, μέχρι που στο τέλος του είπα “I am Greek”. Τότε εκείνος μου απάντησε, “oh I am sorry¨. Λυπόταν που ήμουν Έλληνας. Με όσους φίλους μιλούσα από το εξωτερικό υπήρχε η ίδια αίσθηση, πως ήμασταν losers, πως οτιδήποτε είχαμε πετύχει δεν είχε σημασία γιατί το είχαμε πετύχει στην Ελλάδα, τα ελληνικά πτυχία, οι καριέρες... Πόσοι Έλληνες είχαν πάει στο Λονδίνο, στη Γερμανία και έψαχναν για δουλειά, και πόσοι γύρισαν χωρίς να πετύχουν κάτι, όπως ο Βαγγέλης, που φεύγει έξω και δεν τα καταφέρνει».

[«Συνέχισα να ψάχνω για δουλειά, να γράφω ένα διαφορετικό κάβερ λέτερ σε κάθε εφημερίδα, περιοδικό, σάιτ, τηλεοπτικό σταθμό, φροντιστήριο ξένων γλωσσών (γιατί από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς), κυβερνητική υπηρεσία (γιατί καμία δουλειά δεν είναι ντροπή), μουσείο… είχα βρει έναν ρυθμό 16 με 20 μέιλ το 24ωρο και ήξερα ότι σε μια καλή μέρα, αν ήμουν τυχερός, θα μπορούσε να περιμένω 2 με 4 απορριπτικές απαντήσεις»].

Είναι ο Βαγγέλης ένας τυπικός ήρωας αυτής της γενιάς, της γενιάς σου;
«Είναι, ναι, ένα από τα cases, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε πολλά μοντέλα… Ο Βαγγέλης δεν ζει την κρίση τελικά τόσο άσχημα, είναι περισσότερο μια προσωπική παρά μια οικονομική αποτυχία. Για να το πω αλλιώς, είναι τυπικό δείγμα αυτής της γενιάς επειδή η κρίση τσαλακώνει περισσότερο τον εγωισμό και τα όνειρά του παρά τον αφήνει άστεγο και ανέστιο. Υπήρξαν πολλές, πάρα πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που έχασαν τα σπίτια τους ή δεν είχαν να φάνε από το ’10 και μετά. Αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς, δεν ήταν αυτοί η πλειοψηφία. Ήθελα να μιλήσω για αυτήν την white collar αποτυχία, μακριά από την εύκολη καταγγελία των ακραίων περιπτώσεων. Δεν νιώθω ότι είμαστε στην εποχή που μπορούμε να μιλήσουμε για τη ζωή μας μέσα από τον νεορεαλισμό.

Κι εγώ αναγκάστηκα να κοιμηθώ σε αρκετούς καναπέδες φίλων για δύο χρόνια. Δεν ήταν ευχάριστο, δεν ήταν ένδοξα χρόνια, υπήρχε τρομερή αβεβαιότητα. Αλλά υπήρχε αυτό το δίχτυ προστασίας, οι φίλοι, η οικογένεια, δεν βρισκόσουν ξεκρέμαστος στο πουθενά. Άρα η αποτυχία βάραινε τελικά το πώς ανατράπηκε το πλάνο ζωής μου και όσα δεν πέτυχα σε σχέση με αυτά που περίμενα. Ο Βαγγέλης πάντα θα μπορεί να βρει μια δουλειά, αλλά αυτή η δουλειά δεν θα έχει σχέση με τι θεωρεί ο ίδιος ότι αξίζει, μετά από 8-10 χρόνια που έζησε σαν πριγκιπόπουλο θα πρέπει να βρει κάτι χειρωνακτικό. Όπως συμβαίνει στο τέλος, που ξεχνάει ποιος ήταν, κάνει ένα ζουμ άουτ και προσαρμόζεται στο τώρα, αυτές μάλλον είναι κι οι καλύτερες στιγμές του». 

Ιάκωβος Ανυφαντάκης

Από πού έρχεσαι, Ιάκωβε; Πώς έγινες συγγραφέας;
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη. Ήρθα Αθήνα για σπουδές, όπως κάνουν οι περισσότεροι. Αγάπησα την Αθήνα, έμεινα, έκανα ένα μεταπτυχιακό και ένα διδακτορικό με αντικείμενο τη μνήμη του ελληνικού εμφυλίου στην πεζογραφία για να μπορέσω να ασχοληθώ με ένα πιο συστηματικό τρόπο με τη λογοτεχνία. Ήδη από τα 23-24 είχα αρχίσει να δημοσιεύω διηγήματα σε περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους, να παίρνω βραβεία σε κάποιους διαγωνισμούς. Το ’13 έβγαλα και το πρώτο μου βιβλίο, μια νουβέλα, τις “Αλεπούδες στην πλαγιά”, από τις εκδόσεις Πατάκη. Το ’17 μια συλλογή διηγημάτων, τους “Όμορφους έρωτες” και δυο χρόνια μετά ήρθαν οι “Κάποιοι άλλοι”».

Γιατί διάλεξες να μελετήσεις ιστορία ενώ ήθελες να κάνεις λογοτεχνία; 
«Ήταν ένα θέμα που γενικά με απασχολούσε, πώς άλλαζε ο τρόπος που βλέπουμε το παρελθόν, και ειδικά στο πεδίο του εμφυλίου. Ταυτόχρονα με ενδιέφερε πολύ να εξετάσω τους συγγραφείς που έγραψαν γύρω από αυτό, επειδή είχα την αίσθηση ότι τα σημαντικότερα βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας που γράφτηκαν τα τελευταία 80 χρόνια ξεκινάνε από αυτό το θέμα, είναι τόσο μεγάλο κεφάλαιο στην ελληνική συλλογική ιστορία που κάθε μεγάλο βιβλίο το αγγίζει. Ο Βαλτινός, με την “Ορθοκωστά” και την “Κάθοδο των εννιά”, ο Τσίρκας, ο Ταχτσής, ο Αλεξάνδρου, ο Μπακόλας, ο Χατζής, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ο Κοτζιάς... δύσκολα θα βρούμε μεγάλο συγγραφέα που να μην τον έχει αγγίξει ως θέμα, και το εντυπωσιακό είναι πως τις περισσότερες φορές έχουν γράψει και το καλύτερο έργο τους. Θα με βοηθούσε, λοιπόν, να εμβαθύνω σε συγγραφείς που αγαπούσα, που με είχαν επηρεάσει και ήθελα να μελετήσω τη δουλειά και την τεχνική τους για να αντλήσω πράγματα για το δικό μου γράψιμο – το ενδιαφέρον μου, ήταν δηλαδή και ερευνητικό και λογοτεχνικό». 

Wiecbork - Gdansk - Ηράκλειο - Αθήνα, 22/7/2015 - 1/9/2019, γράφει ως υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου. «Είναι τα μέρη που γράφτηκε. Ένιωσα ότι έπρεπε να τα καταθέσω, ήταν το χρέος μου απέναντι στους τόπους και στους ανθρώπους με τους οποίους έζησα εκεί». 

Τι έκανες στο Γκντασκ; «Είχα τελειώσει το διδακτορικό, είχα τελειώσει τα πρότζεκτ που είχα μέχρι τότε και περιμένοντας να δω τι θα κάνω είχα πάει να βρω τη φίλη μου, που ζούσε εκεί... σαν ένα ενδιάμεσο στάδιο. Προσπαθούσα να βρω δουλειά από απόσταση στην Ελλάδα, ή να πάμε κάπου αλλού».

Και όσο έψαχνες μια δουλειά, έναν δρόμο, με όσα είχες φανταστεί και όσα εμπόδια έβρισκες, έγραφες για τα αδιέξοδα ενός συνομήλικού σου που είχε βρεθεί οικονομικός μετανάστης σε εκείνη την πολωνική πόλη, στην άκρη του πουθενά; «Ακριβώς! Σε μία καταπληκτική πόλη, πανέμορφη, με τεράστια ιστορία, εκεί ξεκίνησε ο Δεύτερος ΠΠ».

→ Γνωρίζουμε τον κεντρικό ήρωα μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση: παρακολουθούμε τις σκέψεις του, όσα βλέπει όταν περπατάει στους δρόμους της Αθήνας ή του παγωμένου Γκντασκ, όσα θυμάται κι φαντάζεται, τα όνειρα και τις αποτυχίες του, τις εμμονές του και το υπαρξιακό του αδιέξοδο. Ήταν δημοσιογράφος πολιτιστικού ρεπορτάζ, όταν απολύθηκε ξενιτεύτηκε στην Πολωνία, τον συντηρεί η γυναίκα του που δουλεύει γιατρός σε ένα νοσοκομείο.

Η αφήγηση ξεκινάει με μια σκηνή από την καθημερινότητα ενός ζευγαριού, στην «άγρια» και «παγωμένη» Πολωνία για να μας μεταφέρει αμέσως 4 χρόνια πίσω και 2.500 χλμ. στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα. Κι έπειτα οργανώνεται μεθοδικά για να στήσει την ιστορία από την αρχή, όταν ο Βαγγέλης και η Μάρω γνωρίζονται μέσω Facebook τη στιγμή που σκάει η οικονομική κρίση. Ο Δεκέμβρης του ‘08 τους βρήκε στην αρχή της σχέσης τους, νέους και φιλόδοξους, τότε που ακόμα ήταν… κάποιοι άλλοι, έχοντας ήδη διαγράψει μια πορεία. Παντρεύτηκαν με γάμο - υπαρπαραγωγή που επικύρωνε τα καταπιεστικά μικροαστικά όνειρα της αγίας ελληνικής οικογένειας, έκαναν προκάτ σχέδια ζωής. Οι ήρωες μιας γενιάς που ανδρώθηκε με την υπόσχεση για ανοιχτούς ορίζοντες, για αποκατάσταση και μέλλον.

«Θυμούνται ακόμη την εποχή που ήταν κάποιοι άλλοι. Ήταν 26 και 28. Είχαν δυνατές σπουδές, δουλειές που δεν ήταν απλές δουλειές, γοητευτικούς φίλους. Περπατούσαν στους δρόμους σαν ήρωες μιας ταινίας που δεν είχε γυριστεί ακόμα. Τώρα έχουν φύγει σε μια γωνιά της Ευρώπης, στέλνουν 15 με 18 βιογραφικά την ημέρα και, όταν λένε ότι είναι Έλληνες, οι άλλοι τους κοιτάζουν σιωπηλά, σαν να θέλουν να τους πουν “λυπάμαι”».
(από το οπισθόφυλλο)

Ο ήρωας βυθίζεται στην «υπέροχη νηφαλιότητα της ήττας». Εγκλωβίστηκε στα ναρκισσιστικά του αδιέξοδα; 
«Ο Βαγγέλης είναι μία περίπτωση ζωής σε εργαστηριακό σωλήνα. Όσο όλα γύρω του πήγαιναν καλά, ακολουθούσε το σενάριο που του είχαν μάθει κι όλα πήγαιναν ρολόι. Εξαιρετική καριέρα, ωραίος τύπος, υπέροχη γυναίκα, ταξίδια, τέχνες. Αλλά μόλις η φούσκα έσκασε δεν είχε τρόπο να προσαρμοστεί. Αλλά δεν έχω καμία διάθεση να τα βάλω μαζί του για αυτό. Αυτό είναι μία κρίση, πολύ περισσότεροι αποτυγχάνουν σε σχέση με την περίοδο της ευημερίας. Έχεις λιγότερες ευκαιρίες. Δεν θα τον κατηγορήσω επειδή δεν κατάφερε να γίνει killer (βλέπε: παλιοτόμαρο, αδίστακτος, απατεώνας), ούτε επειδή δεν είχε μία περιουσία που θα λειτουργούσε ως στρώμα για την προσγείωσή του.

» Ο ίδιος αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του όπως οι άλλοι, αναμασά όσα φαντάζονται οι άλλοι για αυτόν, ότι είναι αποτυχημένος, την κριτική που του κάνει η γυναίκα του. Εκείνος τα είχε κάνει σωστά, σπούδασε, βρήκε αμέσως δουλειά, βασίστηκε στον εαυτό του, η Μάρω είχε μια οικογενειακή περιουσία από πίσω και είχε αποφασίσει από νωρίς πως θα κάνει κάτι πρακτικό και που θα έδινε κοινωνικό κύρος, με τις πλάτες της οικογένειάς της».

Η κρίση λειτούργησε και σαν άλλοθι, αλλά φυσικά κανείς δεν είναι έτοιμος για την ανατροπή, ίσως κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα, κάποιοι άλλοι. Υπάρχει αυτό το ωραίο τραγούδι της La Grande Sophie, «Quelquun dautre»… το ξέρεις; Που λέει πόσο το επιθυμούμε μερικές φορές, να ήμασταν κάποιο άλλοι…
«Eίναι πολύ ωραίο τραγούδι. Αλλά νομίζω πάρα είναι όμορφο για να μιλήσει για τον κόσμο του Βαγγέλη που έχει εκπέσει από την καριέρα στη μεγάλη εφημερίδα και προσπαθεί να τρυπώσει στο περιθώριο ελπίζοντας εκεί να βρει τις απαντήσεις για όσα ψάχνει, κυρίως για τον εαυτό του. Ξέρεις εμένα ποιο τραγούδι μου θυμίζει; Υπάρχει ένας στίχος του ΛΕΞ, “Φοβάμαι μη γλιστρήσω από τον έβδομο σκόπιμα”. Ε, ο Βαγγέλης κάποια στιγμή κάθεται στο σαλόνι του, κοιτάζει το παράθυρο και σκέφτεται ότι αν συνεχίσουν να πηγαίνουν όλα στραβά, μπορεί πάντα να το ανοίξει και να βουτήξει από τον τέταρτο. Εγώ το είχα γράψει αυτό το ’15, ο ΛΕΞ το έβγαλε το ’14 αλλά το άκουσα πρώτη φορά το ’18 και αμέσως ένιωσα ότι κάπου, κάπως επικοινωνεί ο κόσμος του Βαγγέλη με τον κόσμο που χτίζει ο ΛΕΞ, όσες διαφορές κι αν έχουν».

Στα γεγονότα του 2008, ο ήρωας δεν βρίσκει κάποια απόλαυση στη φαντασίωσης της αντίστασης και της καταστροφής. Όπως βρήκαν πολλοί νέοι εκείνα τα χρόνια, όπως και η φίλη του, που είχε, όπως παρατηρεί εκείνος, την πολυτέλεια και την ασφάλεια να το κάνει.
«Νομίζω ότι ο Δεκέμβρης του ’08 περιείχε μέσα του όλα τα γεγονότα που ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία: από την αντισυστημική δράση και την απείθεια για τις κυβερνήσεις, μέχρι την από τα κάτω οργάνωση των κινημάτων που μπορούσαν να εξελιχθούν ανεξέλεγκτα και να προκαλέσουν πολιτικές εξελίξεις. Γι’ αυτό το λόγο ήταν σημαντικό για μένα να αρχίσει εκεί και το βιβλίο. Τώρα όσον αφορά το πώς χωρίστηκαν σε πλευρές οι δύο ήρωες, εγώ θα έλεγα ότι η διαφωνία τους έχει να κάνει λίγο και με το πώς ζουν αυτές τις μέρες. Τη θέση, την κατάστασή τους, την εγγύτητα στα πράγματα. Και στη συνέχεια αυτό το βίωμα το μετατρέπουν σε ερμηνεία και πολιτική θέση».

«Μέχρι που, μια τυχαία νύχτα, ένας άνδρας πέφτει νεκρός από τον ουρανό στην ταράτσα κι ένας άλλος στη λεωφόρο. Ίσως αν βρουν τι συνέβη, να γίνουν ξανά κάποιοι άλλοι ή έστω να μάθουν λίγο καλύτερα τον εαυτό τους…» ​(από το οπισθόφυλλο)

Ενώ ο Βαγγέλης κρατάει το νοικοκυριό, καταθλιμμένος, σε μια ξένη χώρα, έρχεται κάτι ουρανοκατέβατο που τον κάνει να ονειρευτεί ένα comeback. Να ερευνήσει πώς κατέληξαν αυτοί οι άνθρωποι στις ρόδες ενός αεροπλάνου και από εκεί στον άλλο κόσμο, κυρίως ο 71χρονος αμερικανός και όχι ο σύριος μετανάστης, και να γράψει ένα άρθρο.
«Ο Βαγγέλης προβάλλει τον εαυτό του στον Ρέι. Προσπαθεί να μάθει από αυτόν. Αρχίζει να τον αγαπάει. Έναν νεκρό από την άλλη άκρη του κόσμου που δεν γνώρισε ποτέ. Ταυτόχρονα ο Ρέι λειτουργεί σαν δικαιολογία, του επιτρέπει να γεμίσει τον χρόνο του και να μην σκέφτεται τις αποτυχίες του».

Η ένθετη ιστορία δίνει ρυθμό στην αφήγηση, όπως και στον ψυχισμό του ήρωα. Αλλά είναι μια φαντασίωση… όπως όταν είμαστε δυστυχισμένοι και ξαφνικά εμφανίζεται κάτι που πιστεύουμε πως θα μας σώσει (από τον εαυτό μας).
«Η ένθετη ιστορία είναι μια πρόφαση, για να μπορέσει να γεμίσει ο ήρωας τον χρόνο του, αλλιώς θα επινοούσε κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, ξεκίνησα από αυτό. Άρχισα να γράφω για πλάκα μια αστυνομική ιστορία με τα πτώματα που έπεφταν από τις ρόδες του αεροπλάνου και μου προέκυψε το κοινωνικό ψυχολογικό μυθιστόρημα».

«Ήταν σαν να ξεκίνησα ένα πρωί τόσο υπέροχος που ούτε εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω και ως το βράδυ μετά βίας να άντεχα τον εαυτό μου».

Ο ήρωας βουλιάζει από το βάρος της αποτυχίας αλλά η γλώσσα είναι αποστασιοποιημένη, θυμίζει αμερικανούς συγγραφείς, όπως Κάρβερ ή Τσίβερ, κι άλλοτε γίνεται πιο στοχαστική…
«Δεν ξέρω αν ανέφερες τυχαία αυτούς τους δύο συγγραφείς, αλλά και οι δύο περνάνε μέσα από το βιβλίο. Ο Βαγγέλης σκέφτεται κάποια στιγμή ότι νιώθει σαν να ξύπνησε το πρωί νέος, χαρούμενος και υπέροχος και ως το βράδυ να έχασε τα πάντα, όπως γίνεται στον “Κολυμβητή” του Τσίβερ, που σίγουρα θα έχει διαβάσει. Ο Αμερικανός που πέφτει από το αεροπλάνο λέγεται Ρέι, όπως φώναζαν τον Κάρβερ κάποιοι φίλοι του. Είναι ο πιο σημαντικός ήρωας του βιβλίου, ήθελα ο Κάρβερ να έχει παρουσία μέσα στο βιβλίο. Ο Κάρβερ και στα πεζά του και στα ποιητικά του είναι τεράστιος μάστορας και δάσκαλος, τεχνικά μιλώντας. Υπάρχει η επιρροή και υφολογικά αλλά και θεματολογικά, στους κόσμους και τους χαρακτήρες που στήνει, στην αγάπη με την οποία τους περιβάλλει. Όταν σε συγκλονίζει αυτό το οποίο διαβάζεις, αντίστοιχα διαμορφώνεται και το γούστο σου».

Δεν είναι άλλωστε η πλοκή που κάνει ένα βιβλίο να παίρνει ένα βραβείο, αλλά η γλώσσα, το ύφος, τα επίπεδα ανάγνωσης, όλα όσα ο συγγραφέας δεν λέει, αλλά δείχνει.

[«Όλα αυτά με οδήγησαν στο τώρα και αυτό το τώρα, αυτή η μία τελεία στις άπειρες δυνατές εναλλακτικές που είχαν καταλήξει όμως εδώ, σε αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή, ήταν ταυτόχρονα και μια αφετηρία για όλες τις τελείες που με περίμεναν στο μέλλον»]. 

Αυτό που μαθαίνει ο ήρωας, στο τέλος, νομίζω πως συμπυκνώνεται σε αυτό που σκέφτεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι ενός δωματίου κάπου στην Ελούντα. Μια κερδισμένη γνώση, που απαλλάσει από το βάρος του μοιραίου, και μια χαραμάδα ανοιχτή για να μπορεί να συνεχίσει μια ζωή της οποία η ευτυχία, η ευημερία μόνο δεδομένα δεν είναι.
«Noμίζω όλα αυτά που λες μας γυρίζουν στην αρχή, στο μότο του βιβλίου, που είναι μια φράση από τη “Μικρή ιστορία για ένα φόνο” του Κισλόφσκι: “Ναι, μεγάλωσες λίγο σήμερα”. Αυτός είναι ο στόχος κάθε περιπέτειας, λογοτεχνικής ή πραγματικής, όχι να κερδίσεις ή να χάσεις αλλά να ζήσεις και να μάθεις».