Βιβλιο

Όταν ο Νίτσε έγραψε για τη Φιλολογία

Η πρώτη διεθνώς σταχυολόγηση και μετάφραση των θέσεων του Νίτσε στο βιβλίο «Για τη Φιλολογία. Θέσεις και Αφορισμοί» από τον καθηγητή Βασίλειο Βερτουδάκη

Ιωάννης Χουντής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Για τη Φιλολογία: Θέσεις και αφορισμοί»: Ο καθηγητής Βασίλειος Βερτουδάκης μεταφράζει κείμενα του Νίτσε σχετικά με τη Φιλολογία (εκδόσεις Περισπωμένη)

Όταν ο Φρίντριχ Νίτσε ολοκλήρωνε γύρω στο 1870 τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τις πηγές των έργων του αρχαίου έλληνα ιστορικού Διογένη Λαέρτιου, δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα τον θυμόμασταν και θα τον μελετούσαμε όχι για τις φιλολογικές του εργασίες αλλά για την καθοριστική σε σχέση με τον 20ό αιώνα –και αμφιλεγόμενη− φιλοσοφική του σκέψη.

Στις μέρες μας οι διανοούμενοι φιλόλογοι φαίνεται, πραγματικά, να λιγοστεύουν. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μας αφήνουν κρίσιμα «κληροδοτήματα». Ο πρόσφατα εκλιπών George Steiner, λόγου χάρη, διατύπωσε στο πέρασμα πολλών δεκαετιών μία ενδιαφέρουσα και εν πολλοίς αιρετική θεωρία για τις ανθρωπιστικές επιστήμες (humanities), σύμφωνα με την οποία αυτές οφείλουν να δρουν παράλληλα στην κάθε εποχή, ώστε να προετοιμάζουν ένα πιο ανθρωπιστικό (sic) μέλλον – κάτι που μοιάζει ολοένα και πιο αβέβαιο.

Ένα επίμονο ερώτημα αφορά τη χρησιμότητα της Φιλολογίας στην σύγχρονη εποχή. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που υποστηρίζουν πως στο ολοένα και πιο τεχνικό περιβάλλον τέτοιες θεωρητικές σκευές μάς είναι σε μεγάλο βαθμό αχρείαστες. Από την άλλη, διατυπώνεται η νηφάλια γνώμη πως η ανθρωπιστική παιδεία και οι τεχνικές δεξιότητες πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι. Τελικά, απλουστευτικές ή βεβιασμένες απαντήσεις δεν προσφέρουν ωφέλιμες υπηρεσίες στην ίδια τη Φιλολογία. Γυρνώντας, ίσως αναγκαία, στον 20ό αιώνα, βρίσκουμε πως ο Νίτσε έχει διατυπώσει απόψεις για ζήτημα που ίσως να μπορούν να διανθίσουν και να αναπροσανατολίσουν την σήμερα τελματωμένη συζήτηση.

Η πρόσφατη σταχυολόγηση και μετάφραση σχετικών χωρίων του νιτσεϊκού έργου και η κριτική τους από τον Καθηγητή Φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών Βασίλειο Βερτουδάκη, «Για τη Φιλολογία. Θέσεις και Αφορισμοί» (Αθήνα: Εκδόσεις Περισπωμένη, 2019), έρχεται να θεραπεύσει δύο θεμελιώδη προβλήματα στη σχέση του Νίτσε με την Φιλολογία: το πρώτο αφορά στην παγκόσμια φήμη του ως φιλοσόφου και όχι ως φιλολόγου −πόσοι γνωρίζουν άραγε πως η Νίτσε υπήρξε καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στη Βασιλεία− και η δεύτερη έγκειται στη διακηρυγμένη απέχθεια του Νίτσε για τα ολοκληρωμένα συστήματα σκέψης και τα αναλυτικά θεωρητικά προγράμματα, που δεν επιτρέπει την παρουσίαση μίας ολοκληρωμένης φιλολογικής θεωρίας.

Κατ’ αρχάς, τι είναι η (κλασική) Φιλολογία για τον Νίτσε; Είναι «Επιστήμη (μέθοδος), είναι Ιστορία (κατανόηση) είναι και Αισθητική (καλλιτεχνικό γούστο)» (σ. 94). Πόρρω απέχει, δηλαδή, από μία μονολιθική επιστήμη ή ένα τεχνοκρατικό σύνολο μέσων προς εξυπηρέτηση σκοπών – αποτελεί ένα κράμα. Έχει ιδιαίτερη αξία το τελευταίο συστατικό στοιχείο της, η καλλιτεχνική αισθητική, καθώς μέσω αυτής αποκτά μία παρηγορητική διάσταση, «έρχεται […] σ’ έναν κόσμο γεμάτο από ζοφερά χρώματα, […] γεμάτο από τους πιο βαθείς και ανίατους πόνους, και μιλά στους ανθρώπους παρηγορητικά» (σ. 31).

Σε έναν τόσο γρήγορο κόσμο, ο οποίος συχνά καταπνίγει το άτομο και του προκαλεί μύρια όσα άγχη, η Φιλολογία έρχεται για να προσφέρει μία παύση. Πώς το καταφέρνει αυτό; Μέσω της διδασκαλίας της αργής, μεθοδικής και προσεκτικής ανάγνωσης. Πάνω απ’ όλα για τον Νίτσε, η Φιλολογία ισούται με την ανάγνωση (σ. 71): «να στέκονται [οι άνθρωποι] σε μία απόσταση, να αφήνουν χρόνο στον εαυτό τους, να μένουν σιωπηλοί, να γίνονται αργοί», πόσο σπάνια πολυτέλεια είναι αυτή «εν μέσω μίας εποχής της "εργασίας", δηλαδή, της βιασύνης, της ανάρμοστης και κάθιδρης σπουδής που θέλει όλα "να τελειώνουν» αμέσως, ακόμη κι ένα βιβλίο, παλαιό ή νεότερο"» (σ. 18-19). Αυτή η στάση κάνει τον αναγνώστη παρατηρητικό και άρα κριτικό στα γύρω του τεκταινόμενα, προάγει την κριτική του σκέψη, τον κάνει καλύτερο πολίτη και καχύποπτο στην κάθε μορφή χειραγώγησης.

Και με το παρελθόν, με την Αρχαιότητα; Ποια είναι η σχέση/ θέση της Φιλολογίας έναντι αυτών; Εδώ ο Νίτσε δεν θα διαφωνούσε, μάλλον, με τον Steiner καθώς υποστηρίζει ότι διά της Φιλολογίας ο άνθρωπος κατανοεί «καλύτερα τη δική του εποχή μέσω της Αρχαιότητας» (σ. 21). Η διαδρομή δεν πρέπει να ξεκινά από το παρελθόν και να φθάνει στο παρόν αλλά το αντίστροφο: «να συνειδητοποιείς πρώτα τα κακώς κείμενα του νεότερου κόσμου και κατόπιν να κοιτάς προς τα πίσω» (σ. 45). Τελικά, οι σκέψεις των δύο διανοητών σχεδόν ταυτίζονται στον αφορισμό του Νίτσε πως «η Κλασική Φιλολογία» έχει νόημα στην εποχή μας όταν «επενεργεί παράκαιρα – δηλαδή ενάντια στην εποχή» (σ. 61) για να ασκήσει επίδραση πάνω της και να προετοιμάσει το έδαφος για την επερχόμενη. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας είναι η παρατήρηση του Βερτουδάκη πως απέναντι στον «σχετικοκρατικό ιστορισμό [αναπαράσταση κάθε ιστορικής λεπτομέρειας μονοσήμαντα χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση στο εδώ και τώρα] αντιπαραθέτει κανονιστικά κριτήρια και το αίτημα της αξιολόγησης» (σ. 96).

Παρηγοριά, αισθητική, κριτική σκέψη και διαλεκτική σχέση με το παρελθόν με στόχο το μέλλον. Αυτές θα μπορούσαν να ήταν επιγραμματικά οι προγραμματικές αρχές των αφορισμών του Νίτσε, όπως καταλογραφήθηκαν από τον Καθηγητή Βερτουδάκη. Αυτή είναι μία απάντηση στο αρχικό ερώτημα, που διεκδικεί επίκαιρες δάφνες. Δεν είναι η μοναδική, ούτε απόλυτα εξαντλητική. Αλλά, σίγουρα, είναι καινοφανής. Από κει και πέρα, ο καθένας μπορεί να απαντήσει, γιατί χρειαζόμαστε αυτή την συχνά παρεξηγημένη επιστήμη.