Βιβλιο

Μαίρη Κόντζογλου: Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα

Μια ιστορία για την οικογένεια που έφτιαξε το «καλύτερο ποτό στον κόσμο»

Γιούλη Τσακάλου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μαίρη Κόντζογλου μιλάει στην Athens Voice για το νέο της βιβλίο «Νεγρεπόντε», το πρώτο της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι», εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η Μαίρη Κόντζογλου είναι από τους συγγραφείς που μπορεί με ευκολία να σε στροβιλίζει στον λογοτεχνικό της κόσμο. Της ζητήσαμε να μας παρουσιάσει τη διλογία της «Σκουριά και Χρυσάφι» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Κυρία Κόντζογλου, έστω ότι έρχεστε σε επαφή με έναν νέο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει ακούσει ποτέ κάτι για εσάς, πώς θα του συστηνόσασταν ώστε να κερδίσετε το ενδιαφέρον του και ίσως ο χώρος του βιβλίου έναν ακόμη αναγνώστη; Ποια θα λέγατε ότι είστε;
Ποτέ δεν θα συστηνόμουν για το συγγραφικό μου έργο με δική μου πρωτοβουλία. Αν όμως έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσω σε κάποιoν/α με σκοπό να τον πείσω να αρχίσει να διαβάζει –δύσκολο αν λείπει η σχετικά παιδεία− δεν θα αναφερόμουν σε δικό μου έργο, θα πρότεινα κάποιο από τα έργα συγγραφέων που αγαπώ και θαυμάζω και ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του «υποψήφιου» αναγνώστη.

Κάθε άνθρωπος στην ενήλικη ζωή του φέρει μέσα του κομμάτια και βιώματα της παιδικής του ηλικίας. Υπάρχουν άνθρωποι, τόποι, γεγονότα που κουβαλάτε ακόμη και σήμερα μέσα σας;
Η παιδική ηλικία είναι ρούχο που φοριέται κατάσαρκα σε όλη μας τη ζωή, πράγματι. Ευτύχησα να πάρω πολλή αγάπη από τους γονείς μου και να ζήσω μια φυσιολογική παιδική ηλικία που δε θα τη χαρακτήριζα και ειδυλλιακή, αλλά πάντως χωρίς σημαντικά προβλήματα. Κουβαλάω πολλά πράγματα, την αγάπη για την οικογένεια με την πιο ευρεία έννοια, την αγάπη μου για τον αδελφό μου, τον ιδιαίτερο δεσμό μου με την πατρίδα του πατέρα μου, τη Σαμαρίνα, τα χρόνια της χούντας που διαμόρφωσαν τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, το δέσιμό μου με τη Θεσσαλονίκη. Όλα αυτά, άμεσα ή έμμεσα, τα «άγγιξα» στα βιβλία μου. 

Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για το νέο σας βιβλίο, το «Νεγρεπόντε» που είναι το πρώτο μέρος της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι» και τι ήταν εκείνο που σας ενέπνευσε;
Κάποτε, πριν αρκετά χρόνια, πάνω από δέκα σίγουρα, πίνοντας ένα ποτό, είχα αναρωτηθεί ποια ιστορία να έκρυβε η συγκεκριμένη διάσημη μάρκα από πίσω της, αορίστως γνώριζα πως επρόκειτο για μια οικογένεια.
Η διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» είναι μια ιστορία, μεταξύ αλήθειας και μύθου, για την οικογένεια που έφτιαξε το «καλύτερο ποτό στον κόσμο». Αναφέρεται στην ταραχώδη και πολυκύμαντη ζωή του ψαριανού Αγγελή Βαμβακά ο οποίος, από σκλάβος, επαναστάτης, πρόσφυγας, γεωργός, καταφέρνει να γίνει ένας ευυπόληπτος έμπορος της Χαλκίδας και να δημιουργήσει μια ευτυχισμένη, πολυμελή οικογένεια.
Ο γιος του, Αντώνης, και η κόρη του, Αυγουστίνα, θα αλλάξουν τη μοίρα τους και τη μοίρα όλης της οικογένειας. Η μεν Αυγουστίνα θα υπηρετήσει σαν δεσποινίδα των Τιμών στο πλάι της βασίλισσας Αμαλίας, ο δε Αντώνης, με την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια σε πολλά επίπεδα της αδελφής του, θα προσπαθήσει σκληρά και θα καταφέρει να γίνει βιομήχανος.
Το χρονικό πλαίσιο είναι ο δέκατος ένατος αιώνας, από το 1824 ως το τέλος του, τότε που σημειώνονται κοσμογονικές αλλαγές στην Ελλάδα και μεγάλοι πολιτικοί κλυδωνισμοί. Τα χρήματα του κράτους συγκεντρώνονται σε λίγα χέρια. Αυτή η μετακίνηση πλούτου, η εγκατάσταση Δωδεκανησίων εφοπλιστών στον Πειραιά και τυχαίες ή μεθοδευμένες πολιτικές κινήσεις, όπως οι εύνοιες του βασιλιά και η εκμετάλλευση του μόχθου των άλλων, επέδρασαν στη δημιουργία της αστικής τάξης στην Ελλάδα.

Και γιατί «Σκουριά και Χρυσάφι»;
Θα απαντήσω με τα λόγια του Αντώνη, του κύριου ήρωα της διλογίας: «... καθώς τίποτα δεν υπάρχει ατόφιο, ούτε χρώμα, ούτε χαρά, μα ούτε και λύπη, όλοι σταλάξαμε λίγη σκουριά στη ζωή μας. Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα. Στα δυο βιβλία, το Νεγρεπόντε και το Πόρτο Λεόνε, οι χαρακτήρες των ηρώων, τα ιστορικά πρόσωπα και τα γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή τους έχουν πάντα δυο πλευρές, έντονα συγκρουόμενες μεταξύ τους. Ίσως να οφείλεται στο ότι αφηγούμαι την εποχή των μεγάλων αλλαγών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Επίσης, σαν χρυσάφι με λίγη σκουριά είναι το χρώμα του Ποτού που φτιάχνει η οικογένεια Βαμβακά, ένα ποτό που θα κατακτήσει όλον τον κόσμο».

Απ’ ό,τι καταλαβαίνω η διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» θα είναι ένα βιβλίο-ορόσημο για τη δική σας συγγραφική πορεία.
Τα βιβλία είναι σαν τους έρωτες. Πάντα θεωρείς πως ο τελευταίος είναι ο μεγαλύτερος. Μέχρι να έρθει κάποιος άλλος. Έχετε δίκιο όμως. Δεν ξέρω αν θα το ονόμαζα «ορόσημο», πάντως για μένα είναι ένα «κομβικό» βιβλίο. Είναι η πρώτη φορά που συνδύασα τη συγγραφή με το αντικείμενο των σπουδών μου, την κοινωνιολογία. Είχα να διηγηθώ μια οικογενειακή ιστορία, κατά πολύ μεγάλο ποσοστό αληθινή, μια ιστορία που αφορούσε τη δημιουργία ενός διάσημου ποτού. Με ενδιέφεραν όμως και οι συνθήκες μέσα στις οποίες επωάστηκε, γεννήθηκε και πραγματοποιήθηκε αυτή η ιδέα. Ερευνώντας , μελετώντας και ερμηνεύοντας την πολιτική ιστορία της εποχής, είδα και κατανόησα το πώς δημιουργήθηκε η αστική τάξη στην Ελλάδα.

Γιατί επιλέξατε τελευταία το ιστορικό μυθιστόρημα και επιμείνατε σε αυτό – έστω και με μικρά διαλείμματα; Δεν αποτελεί ένα πολύ δύσκολο είδος δεδομένης και της εξαντλητικής έρευνας που προϋποθέτει;
Δεν ήταν στις προθέσεις μου, το ομολογώ. Μετά τους «Μεσημβρινούς της ζωής» –που είναι μυθιστόρημα εποχής, για να ακριβολογούμε− που το «χρωστούσα» στον πατέρα μου και στη φυλή των Βλάχων, νόμισα πως είχα κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν, αν και από τότε είχα βρει γοητευτική την ενασχόληση με την ιστορία και προκλητική την ανασύσταση εποχής. Πήγα όμως στην Καππαδοκία, ερωτεύθηκα τον τόπο, αποφάσισα να γράψω για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Αργότερα πληροφορήθηκα την αποτρόπαια αλλά και γοητευτική συγχρόνως ιστορία της αρπαγής του μνημείου των Μαγεμένων και αποφάσισα να την καταγράψω. Μου αρέσει η ιστορία και τη μελετώ, ενδιαφέρομαι για τα κάπως άγνωστα ιστορικά γεγονότα, τα μικρότερα, αυτά που παρά λίγο δεν άλλαξαν τον κόσμο. Φυσικά και απαιτείται σοβαρή και εις βάθος έρευνα, αλλά αυτό είναι κάτι που με συναρπάζει, κατά συνέπεια όχι μόνο δεν με εξαντλεί, αντίθετα με γεμίζει χαρά και νέες γνώσεις.

Η συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου

Αναμφίβολα η ανασύσταση μιας εποχής είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και εκεί φαίνεται η μαεστρία του κάθε συγγραφέα που θέλει να αναπλάσει το ιστορικό παρελθόν. Σε σας φαίνεται πως η ιστορική μυθιστορία ρέει ευθύγραμμα. Μιλήστε μας λίγο για τους κινδύνους που ενέχει ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Η ανασύσταση της εποχής δεν αφορά μόνο τα κτίρια, τους δρόμους, ενδυμασίες, μέσα μεταφοράς κ.λπ. Κυριότερο θέμα είναι η κατανόηση της επικρατούσας νοοτροπίας, των ηθών και ιδεοληψιών. Επίσης η γλώσσα, καθομιλούμενη και «επίσημη», αν υπήρχε, και φυσικά το κοινωνικό και ιστορικά πλαίσιο μέσα στο οποίο όλα αυτά διαμορφώνονταν. Για όλα αυτά, ανατρέχεις σε πηγές, εφημερίδες και βιβλία του «τότε –έχω διαβάσει πολλούς επικήδειους−, συγγράμματα, μαρτυρίες, άλλα λογοτεχνικά βιβλία. Για να είναι «πετυχημένο» ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να τηρηθεί η σωστή «δοσολογία» του μείγματος που ανέφερα παραπάνω – γλώσσα, νοοτροπία και ήθη, ιστορικά γεγονότα και μυθιστορία. Διαφορετικά ενέχει πάντα ο κίνδυνος το γραπτό σου να καταλήξει ένα «γραφικό» −ήπια το λέω– μυθιστόρημα. Ή να μοιάζει με διδακτικό βιβλίο. Στην περίπτωση αυτή πάντως, προτιμώ το δεύτερο ...

Η επιτυχία ενός βιβλίου είναι και λίγο θέμα συγκυριών ή τύχης;
Διασαφηνίζω τι θεωρώ «επιτυχία ενός βιβλίου» πριν απαντήσω στην ερώτηση. Οι πωλήσεις είναι ένα «προσωρινό» δείγμα επιτυχίας. Κατά την άποψή μου ένα βιβλίο είναι πετυχημένο αν καταφέρνει την «ώσμωση» με το μυαλό και το συναίσθημα του αναγνώστη. Η τύχη σίγουρα παίζει τον ρόλο της, όπως σε όλα. Όμως αυτό που κρίνει τελικά την επιτυχία είναι ο χρόνος, να αγαπιέται και να διαβάζεται για πολλά χρόνια. Ίσως και για πάντα. 

Διαβάζοντας κάποιος τα βιβλία σας δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την επιμονή σας στις πραγματολογικές λεπτομέρειες, τόσο αναφορικά με τον τόπο όσο και με την εποχή. Θα έλεγε δηλαδή κάποιος ότι πρώτα στήνετε το σκηνικό της ιστορίας σας και έπειτα βάζετε τους ήρωες να κινούνται μέσα σε αυτό κερδίζοντας έτσι σε ρεαλισμό. Κατά πόσο ισχύει αυτή η παρατήρηση;
Ισχύει κατά 50%. Άλλες φορές πρώτα στήνω το «σκηνικό», όπως για παράδειγμα «Χίλιες ζωές απόψε» που εξαρχής είπα «τώρα θα γράψω ένα βιβλίο που θα διαδραματίζεται μια νύχτα μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο» και σκέφθηκα και σχεδίασα την παραμικρή λεπτομέρεια και άλλοτε είχα έναν ήρωα, στον Παραδεισάκη ας πούμε, ή τις Μαγεμένες, και γύρω τους έστησα την ιστορία. Αλλά ναι, έχετε απόλυτο δίκιο, είμαι εμμονική με τις λεπτομέρειες, ασπάζομαι τη ρήση πως κάνουν τη διαφορά, γενικά έχω εμμονές που αφορούν τη συγγραφή και, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, είμαι τελειομανής.

Αν έπρεπε να διαλέξετε εσείς η ίδια ένα βιβλίο σας που θα εκδιδόταν και στο εξωτερικό, θα μπορούσατε να μας πείτε ποιο θα ήταν αυτό ή αυτά τα βιβλία; (πιστεύω το «Περπάτα με τον άγγελό σου»– χαμόγελο)!
Θα σας απογοητεύσω, φοβάμαι κι ας γνωρίζω πόσο αγαπάτε τον Παραδεισάκη. Θεωρώ πως «Οι Μαγεμένες-Las Incantadas» είναι ένα βιβλίο που θα έπρεπε να μεταφραστεί, μιλάει για το κλεμμένο μνημείο –για ένα από τα πολλά− και αφορά την πολιτιστική μας κληρονομιά. Νομίζω πως σε κάποια άλλη χώρα που δεν ανακυκλώνονται τα ίδια πρόσωπα παντού, αυτό θα είχε ήδη γίνει.

Μεταξύ μιας αρνητικής κριτικής από επαγγελματία κριτικό και μιας καλής από καταρτισμένο αναγνώστη ποια θα σας αγγίξει περισσότερο;
Και οι δυο το ίδιο. Ο καθένας το βλέπει από τη δική του «γωνία» και μέσα από το δικό του «εγώ».

Στις κακές κριτικές πώς λειτουργείτε;
Δεν αντιδρώ, ούτε προσπαθώ να υπερασπιστώ το έργο μου. Δεν άρεσε σε κάποιον. Και εδώ τελειώνει το θέμα. 

Yπάρχει αυτό που συμβατικά ονομάζουμε «παραλογοτεχνία». Σας ενοχλεί η δημοφιλία της;
Η αλήθεια είναι πως, αφοσιωμένη στη συγγραφή, δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα την παραγωγή βιβλίων. Ακολουθώ πιστά κάποιους συγγραφείς που αγαπώ, θαυμάζω και διαβάζω ανελλιπώς τα βιβλία τους, δεν έχω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το «τι νέο βγαίνει».

Πώς τοποθετείστε απέναντι στα βιβλία νέων συγγραφέων; Βλέπετε πολλές διαφοροποιήσεις ως προς τις θεματικές που πραγματεύονται αλλά και στον τρόπο που συγγράφουν ευπώλητοι συγγραφείς;
Βλέπω παγκοσμίως μια τάση στο crime literature με την ευρεία έννοια. Δεν έχω άποψη, δεν διάβασα ποτέ ούτε καν αστυνομικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα υποβαθμίζω. Αν όμως κάποιο άτομο του οποίου το αναγνωστικό κριτήριο εκτιμώ, μου προτείνει ένα βιβλίο προωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, θα το διαβάσω. Και πράγματι έχω βρει κάμποσα πολύ καλά. Το να είναι «ευπώλητο» ένα βιβλίο σίγουρα δεν το κατατάσσει, εξ ορισμού, στα μη ποιοτικά, αυτά είναι στρεβλώσεις. Βέβαια και πάλι θα έπρεπε να αποσαφηνιστεί «τι είναι ποιοτικό».

Tι ορισμό δίνετε στις λέξεις Λογοτέχνης-Συγγραφέας και κυρίως εσείς πώς ονομάζετε τη Μαίρη Κόντζογλου;
Δεν συμπαθώ τους ορισμούς, με περιορίζουν. Ούτε θεωρώ λογοτέχνη όποιον συγγράφει. Ιδανικά θα ήθελα ο λογοτέχνης να είναι ένα απόλυτα πνευματικό ον, αλλά δεν είμαστε έτσι, όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας, ας περιοριστούμε στο τι παράγει ο καθένας και όχι στην προσωπικότητά του. Στη Μαίρη Κόντζογλου δίνω τον χαρακτηρισμό «Μαιρούλα», όπως με αποκαλεί η εγγονή μου. Αν θέλετε κάτι πιο σχετικό με την ερώτηση, προτιμώ να δηλώνω αναγνώστρια παρά συγγραφέας.

Ο μεγάλος Αλμπέρ Καμύ σημειώνει κάπου πως «Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα, έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές». Ποια είναι η άποψή σας επ’ αυτού;
Και τα ξεκάθαρα κείμενα επιδέχονται σχολιασμούς. Το «δύστροπο και δυσνόητο»’ έχει χάρη μόνο όταν είναι αυθόρμητο. Σαν άνθρωπος που ασχολείται με τον λόγο αδυνατώ να φανταστώ κάτι που δεν γίνεται να ειπωθεί με πιο απλό τρόπο. Άρα, το δυσνόητο κάποιες φορές ίσως και να είναι «στημένο».