Βιβλιο

Ποιος/α είναι η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ και γιατί κρύβεται;

Η A.V. μίλησε με τον/την συγγραφέα του βιβλίου «Το ακατέργαστόν μου»

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 476
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με την ψευδώνυμη υπογραφή Αλίκη Ντουφεξή – Πόουπ εμφανίστηκε ένα από τα πιο θελκτιιά μυθιστορήματα που έχουν κυκλοφορήσει τελευταία, «Το ακατέργαστόν μου» (εκδόσεις «Εστία»). Και καθώς ο/η συγγραφέας δεν αποκαλύπτεται, πήρα αυτή τη συνέντευξη κατ΄ ανάγκη γραπτή, από το μέιλ που υπάρχει στο βιβλίο. Διαβάστε πώς η ανωνυμία του/της συγγραφέα συμβάλλει στη μυθολογία του πρωτότυπου αυτού βιβλίου.


Ποια είναι η υπόθεση του βιβλίου;

Οι περιλήψεις με δυσκολεύουν, διότι τα σημαντικά είναι όσα λόγω χώρου αναγκαστικά παραλείπονται. Με λίγες λέξεις (όχι περισσότερες, διότι, όπως γράφει και ο αφηγητής του μυθιστορήματος, «υπάρχει ο κίνδυνος, αν αρχίσουμε να περιγράφουμε κάποιο από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της διήγησης, να εμπλακούμε τόσο πολύ, ώστε να καταλήξουμε να παραθέτουμε ολόκληρο το βιβλίο») πρόκειται για την ιστορία ενός γνωστού συγγραφέα, του Άλκη Χατζηκωστή, ο οποίος δημιουργεί ένα γυναικείο alter ego, τη συγγραφέα ροζ μυθιστορημάτων Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το κατ’ αυτόν σημαντικότερο έργο του, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αυτονόμηση του ψευδωνύμου χαρακτήρα του και το συνακόλουθο διχασμό του.

Ποιες είναι οι σημαντικότερες πηγές, επιδράσεις, αναφορές –το γραμματολογικό υπόβαθρο– και ο ρόλος τους στην αφήγηση;

Η απαρίθμηση των επιδράσεων δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική – αφενός διότι δεν έχω συνείδηση όλων, αφετέρου διότι, αν αποκάλυπτα τα πάντα, τι θα ανακάλυπτε ο αναγνώστης; Κατ’ αρχάς, η ιδέα της ιστορίας γεννήθηκε όταν διάβασα ένα ευπώλητο μυθιστόρημα, σαν αυτά που γράφει η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ. Άντεξα να διαβάσω μέχρι μια αραιογραμμένη σελίδα, στην οποία με θαυμαστό τρόπο χώρεσαν 32 θαυμαστικά, ακριβώς τόσα όσα αναφέρει ότι μέτρησε ο Άλκης Χατζηκωστής γράφοντας κριτική για το πρώτο βιβλίο της Αλίκης (το οποίο βεβαίως είχε γράψει ο ίδιος). Αυτό αποτέλεσε τον σπόρο της ιστορίας, σε συνδυασμό με τον διχασμό που πραγματεύεται η ταινία «Ο ενοικιαστής» (Le Locataire) του Πολάνσκι, την οποία έχω βιώσει κατά παράδοξο τρόπο, αλλά και η μίνι σειρά «Sibyl», με τους 13 χαρακτήρες που συμβιώνουν στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας Σάλι Φιλντ. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν διάφορες επιρροές από κείμενα θρησκευτικά, λογοτεχνικά, μπλογκ, όπως ένα αρκετά πετυχημένο χιουμοριστικό μπλογκ που κάποτε διατηρούσα (με ψευδώνυμο, εννοείται), τσιτάτα του Αλεξάντερ Πόουπ που συνοψίζουν σε μια φράση το νόημα των κεφαλαίων που ακολουθούν, προκηρύξεις τρομοκρατικών οργανώσεων, που αποτελούν ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, κείμενα εσωτερισμού και άλλες αναφορές, όχι απαραιτήτως λογοτεχνικές. Όλα αυτά χρησιμοποιούνται ρητά ή σιωπηρά για να προαχθεί η πλοκή, να αναδειχτεί η προσωπικότητα του ήρωα, αλλά και η έλλειψη κατανόησης ανάμεσα στον ίδιο και στον κόσμο που τον περιβάλλει και η συνακόλουθη απομάκρυνσή τους, και συνοψίζονται στο κεφάλαιο που γράφουν μαζί ο Χατζηκωστής και η Ντουφεξή-Πόουπ, ή αλλιώς στη λέξη εγώ, όποιος κι αν είμαι.

Η εντύπωσή μου ως αναγνώστη είναι ότι πρόκειται σχεδόν για δύο βιβλία συγκολλημένα σ’ ένα: ένα πρώτο, απροκάλυπτα σατιρικό για τον κόσμο του βιβλίου, κι ένα δεύτερο, που λειτουργεί σαν κλαυσίγελος, σατυρικό δράμα κ.λπ., με ευρύτερη στόχευση: κλίνει προς το φάνταζι, την ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση, την Ψυχολογία/Ψυχιατρική κλπ. Η ίδια η κ. Ντουφεξή-Πόουπ, απ’ όσο ξέρετε, συμμερίζεται αυτή τη γνώμη;

Πρώτα-πρώτα θα ήθελα να πω ότι θεωρώ περιοριστική τη θεώρηση του έργου ως ασχολούμενου αποκλειστικά ή κυρίως με τον κόσμο του βιβλίου. Είναι ένα σχόλιο για την ευκολία και τον πνευματικό ξεπεσμό με αφορμή μια ιστορία τοποθετημένη σε ένα πλαίσιο που γνωρίζω κάπως καλύτερα – ή, τουλάχιστον, αυτός ήταν ο σκοπός μου. Για να απαντήσω στο ερώτημά σας, θα σας πω ότι ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι πρόκειται για δύο βιβλία σε ένα, εκτός και αν θεωρήσουμε τα δύο βασικά του μέρη ως αυτόνομα, γεγονός που δεν με βρίσκει εντελώς σύμφωνο, για λόγους που δεν έχω περιθώριο να εξηγήσω τώρα (πρώτο μέρος «Άλκης», όπου μέσω σπαραγμάτων προσπαθούμε να κατανοήσουμε το πρόσωπο αυτό, και δεύτερο μέρος «Αλίκη», όπου ανακαλύπτουμε ένα δεύτερο πρόσωπο μέσα στο πρώτο). Θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν ξέγνοιαστο περίπατο που καταλήγει σε σκοτεινές ανακαλύψεις (ακούστε το μουσικό έργο Sidemen του Βιμ Μέρτενς). Και δυαδισμός σίγουρα υπάρχει: φαιδρότητα και τρόμος (αν και δεν υπάρχει «τίποτα πιο γελοίο από τον τρόμο», όπως γράφει ο Χατζηκωστής υπό άλλο ψευδώνυμο), αρσενικό και θηλυκό, επιφάνεια και βάθος, ψέμα και αλήθεια, εντύπωση και ουσία. Θα έλεγα ότι πρόκειται περισσότερο για τις δύο όψεις ενός χαρακτήρα (ίσως του δικού μου, ίσως και άλλων): αφενός ο αγαπητός (κάποτε με τις αστείες παραδοξολογίες του, κάποτε με τις πετυχημένες ατάκες του και κάποτε με τις ανθρώπινες αντιφάσεις του), ο καθημερινός άνθρωπος με το άκαιρο χιούμορ του, άλλοτε κομψός, άλλοτε ατημέλητος, ένας που τελικά ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα και την εντύπωση παρά για το περιεχόμενο, αν και θέλει να πιστεύει το αντίθετο. Αφετέρου ο επαγγελματίας κριτής ή, ακόμα περισσότερο, αυτός που απονέμει στον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει αυστηρά τους άλλους, γιατί έχει κρίνει αυστηρότερα τον εαυτό του, ο αποθησαυριστής γνώσεων, ο ψυχρός στοχαστής, ο εχθρός της καθημερινής ανοησίας, ο σκληρός συντάκτης της «Αισθητικής Προκήρυξης» του βιβλίου, αυτός που θέλοντας να γίνει Υπεράνθρωπος γίνεται απάνθρωπος και αυτοκαταστροφικός.

n

Πώς και ένας/μία ανώνυμος/η συγγραφέας κατασκευάζει έναν ήρωα (Χατζηκωστής) που κατασκευάζει μια ηρωίδα (Ντουφεξή-Πόουπ 1), στο ψευδώνυμο της οποίας (Ντουφεξή-Πόουπ 2) πιστώνεται η έκδοση του βιβλίου από την Εστία; Μπέρδεμα, γοητεία, εύρημα, παλαβομάρα, συγγραφική αμηχανία, αυτοσαρκασμός ή όλα αυτά ή κάποια απ΄αυτά; Πόσο συμβάλλει αυτό το πλαίσιο στην ανοιχτοσύνη των ερμηνειών του βιβλίου;

Διάφοροι λόγοι δεν μου επέτρεπαν εξαρχής να αποκαλύψω το όνομά μου και η συζήτηση που γίνεται τώρα γύρω από το βιβλίο επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής μου, διότι διαφορετικά θα υπήρχε ο κίνδυνος να στραφεί το ενδιαφέρον αλλού και όχι στο έργο. Αλλά αυτός ο περιορισμός έγινε τελικά στοιχείο του βιβλίου που ξεπερνά τα όριά του: αντί για άλλο όνομα, χρησιμοποιώ το ετερώνυμο του ήρωα, ώστε να έχουμε το εξής σχήμα. Η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ δημιουργεί τον Άλκη Χατζηκωστή που δημιουργεί την Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ (σημειωτέον ότι οι δύο Ντουφεξή-Πόουπ έχουν το ίδιο βιογραφικό). Με τον τρόπο αυτό τα στρώματα της αφήγησης γίνονται περισσότερα, η διάσπαση της ταυτότητας του ήρωα μεγεθύνεται, αναδεικνύονται οι μεταφυσικές διαστάσεις της και αυξάνεται η αμηχανία ως προς την κατάταξη και την εν γένει μεταχείριση του μυθιστορήματος αυτού. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρωτοτυπώ: η έκδοση βιβλίου με ψευδώνυμο κάποτε ήταν συχνό φαινόμενο, που, εκτός των άλλων, είχε το πλεονέκτημα της αποσύνδεσης του προσώπου του συγγραφέα από το έργο. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα κείμενο καθαρό, απαλλαγμένο από το βάρος ή την ελαφρότητα ονομάτων. Ωστόσο κατανοώ ότι είναι αναμενόμενο να αναρωτηθεί ο αναγνώστης για την ταυτότητά μου. Άλλωστε διάφορες υποθέσεις έχουν γραφτεί, μέχρι και ότι μπορεί να είμαι συγγραφέας ευπώλητων βιβλίων – η πιο πετυχημένη υπόθεση που έχω διαβάσει, πετυχημένη όχι με την έννοια της ακρίβειας, αλλά με την έννοια ότι προστίθεται ακόμη ένα επίπεδο στο μυθιστόρημα. Αλλά ας μην επιμένουμε πολύ σ’ αυτό: σημασία έχει το κείμενο, όχι ο συγγραφέας του.

Ο τίτλος, πέρα από την αναφορά προέλευσης («Ψαλμοί»), μπορεί να θεωρηθεί και αυτοαναφορικός ως προς το βιβλίο, π.χ. πρωτόλειο ή εμφανιζόμενο ως δήθεν πρωτόλειο;

Τον τίτλο τον επέλεξα για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, έχουμε το στίχο του Ψαλμού 138 («το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου, και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται»). Η λέξη «ακατέργαστον» είναι μετάφραση της εβραϊκής «γκόλεμ», με την οποία κλείνω το κεφάλαιο της μεταμόρφωσης του Άλκη σε Αλίκη. Το γκόλεμ, ως ημιτελές ανθρωπόμορφο δημιούργημα από πηλό, σχετίζεται με την ύβρι, ξεκινά σαν ένα είδος λατρευτικού αντικειμένου που γίνεται ένα καταστροφικό αυτεξούσιο ον (βλ. το Γκόλεμ της Πράγας). Στα πλαίσια του Ψαλμού η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παντογνωσία του Θεού: βλέπει τα πάντα, ακόμη και τον μη σχηματισμένο άνθρωπο, το έμβρυο. Και κατά έναν τρόπο, ο συγγραφέας (ο Άλκης, η Αλίκη ή οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας) γίνεται ο Δημιουργός του στίχου του Ψαλμού: έχει δει το δημιούργημά του όταν αυτό ήταν ακόμη ασχημάτιστο και τα πάντα θα γραφτούν στο βιβλίο του. Τέλος, το μυθιστόρημα το ίδιο νοείται ως ακατέργαστο (εξού και η αγχώδης τραχύτητα της αφήγησης), ως το υλικό που συγκεντρώνει ένας ντέτεκτιβ μετά τη δολοφονία, προκειμένου να σχηματίσει εικόνα για το περιστατικό: αποκόμματα εφημερίδων, μαρτυρίες, απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, διαγραμμένες σημειώσεις.

Η διαδραστικότητα μετά την έκδοση λειτουργεί με τους αναγνώστες; Παίρνετε μέιλ; Θέλετε ν΄ αναφέρετε κανένα αξοσημείωτο; Π.χ. μπερδεύονται οι αναγνώστες στο θέμα των πολλαπλών ταυτοτήτων; Το δυο μπλογκ που αναφέρετε έχουν επισκεψιμότητα;

Αν και το βιβλίο κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα, έχω ήδη λάβει μερικά μέιλ αναγνωστών και φαίνεται ότι η περιέργειά τους τούς φέρνει και στο μπλογκ της Αλίκης (το μέιλ και το μπλογκ αναφέρονται στο «αυτί» του βιβλίου). Τα σχόλια είναι κυρίως έκφραση εντυπώσεων (θετικών – κάτι που είναι λογικό, διότι αν σε κάποιον δεν αρέσει το μυθιστόρημα, δεν θα μπει καν στον κόπο να επικοινωνήσει). Σκοπός του μπλογκ είναι να συνεχίσει το μυθιστόρημα μετά το βιβλίο, περνώντας στον χώρο του διαδικτύου. Εκεί, στο μπλογκ, συνεχίζει να γράφει, ποιος από όλους, ο Άλκης ή η Αλίκη (και ποια Αλίκη;), είναι ένα ερώτημα ακόμα αναπάντητο. Η σύγχυση που παρατηρώ αφορά κυρίως την ταυτότητα του συγγραφέα του βιβλίου: κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι υπάρχει όντως μια Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ που ζει στο Στέλενμπος της Νότιας Αφρικής και έγραψε αυτό το έργο (πιθανόν βέβαια και να υπάρχει, αλλά προσωπικά δεν την γνωρίζω). Όσον αφορά το άλλο μπλογκ που αναφέρετε, αυτό του Λέοντος του Σοφού, πρέπει να πω το εξής: το μπλογκ αυτό υπάρχει και έχει μόνο τη φράση «τίποτα πιο γελοίο από τον τρόμο», που ενώνει τα όρια της ύπαρξης. Το έφτιαξα ειδικά για τη φράση αυτή, χωρίς να κρατήσω τους κωδικούς του, ώστε να μην μπορέσω να το καταργήσω ποτέ.

Η κ. Ντουφεξή - Πόουπ 2 αντιμετωπίζει κινδύνους ψυχονοητικής εκτροπής όπως ο Χατζηκωστής;

Με άλλα λόγια με ρωτάτε αν είμαι τρελός. Και, όπως κάθε τρελός, θα απαντήσω ότι δεν είμαι. Πέραν αυτού, λόγω της ιδιοσυγκρασίας μου είμαι –οφείλω να είμαι– άνθρωπος ελάχιστης φαντασίας και σιδερένιας λογικής, όταν βέβαια δεν γράφω κείμενα σχιζοφρενικά, όπως π.χ. το κείμενο που γράφουν μαζί ο Άλκης και η Αλίκη.

Πώς αντιμετώπισε μέχρι τώρα το βιβλίο η κριτική;

Από τις κριτικές έχει τύχει να διαβάσω μέχρι στιγμής, διαπιστώνω ότι η κριτική το αντιμετωπίζει θετικά, πράγμα που με ικανοποιεί. Υπάρχουν βέβαια αναλύσεις με τις οποίες δεν συμφωνώ, έστω και αν γράφονται υπέρ του έργου (κυρίως όταν περιορίζεται η θεώρηση στον κόσμο του βιβλίου), γνωρίζω πτυχές του που δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί και άλλες που ούτε εγώ είχα αντιληφθεί. Αλλά τα έχω αποδεχτεί όλα αυτά: δεν είναι άλλωστε άγνωστο στη λογοτεχνία το αστόχημα βολής, που είναι ανεξάρτητο από την αξία και την επιτυχία ενός έργου.

Μια και η ταυτότητα του/της συγγραφέα είναι μυστική, έχει τύχει ν’ ακούσει κρίσεις για το βιβλίο ως λαθρακροατής/-άτρια; Τι είδους; Πώς αντιδράτε;

Έχει συμβεί και αυτό. Δεν συνηθίζω να μιλώ για λογοτεχνία στην εξωτερική μου ζωή, προτιμώ να ακούω να μιλάνε γι’ αυτήν. Αυτό που έχει τύχει να ακούσω είναι βεβαιότητες για το νόημα του έργου ή για την ταυτότητα του συγγραφέα του (λες και αυτό είναι το σημαντικό), αλλά και σχόλια, όπως ότι το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο, ενδιαφέρον και ότι κρατά τον αναγνώστη μέχρι το τέλος. Σκέφτομαι κάποια ανοησία του τύπου «μετά την Ποπ δεν έχει στοπ», αλλά δεν την εκφράζω δημόσια διότι η συζήτηση θα σταματούσε εκεί.

Τι θα θέλατε να μείνει στον αναγνώστη από το μυθιστόρημα αυτό;

Βασικό κριτήριο της σημασίας των έργων που διαβάζω είναι το πόσο έντονα παραμένουν στη σκέψη, η αντοχή τους στον προσωπικό μου χρόνο. Έτσι θέλω να κριθεί και το δικό μου: είναι σίγουρα κολακευτικά τα θετικά σχόλια, προβληματίζουν τα αρνητικά, αλλά όλα γίνονται βιαστικά, λίγο μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Ας καθίσει ο κουρνιαχτός και ας τα ξαναπούμε ύστερα από ένα-δυο χρόνια: να δούμε τότε, τι θα ’χει μείνει; Κάποιες φράσεις; Κάποιες σκηνές; Μια αίσθηση μεταφυσικού παιχνιδιού; Αλληγορίας; Ναι, κι αυτά είναι καλά, αλλά, πάνω από όλα, αυτό που θα ’θελα να μείνει είναι κάτι που μπορούμε εύκολα να δούμε, αν ξύσουμε λίγο το προφανές: ο προβληματισμός για τις μορφές που παίρνει σήμερα η «αποσύνθεση των αξιών» και η σημασία όχι τόσο των χαρακτήρων αλλά των καταστάσεων και της ηθικής στάσης καθενός απέναντί τους.

d.fyssas@gmail.com