Βιβλιο

Γιώργο Γιώτσα, μπορείς να παρουσιάσεις σε 4' το νέο σου βιβλίο;

Δείτε το βίντεο που έφτιαξε ο συγγραφέας για «Το Κουτί» (εκδόσεις Bell)

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βίντεο: Ο συγγραφέας Γιώργος Γιώτσας μιλάει on camera για το νέο του βιβλίο «Το κουτί», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

Το νέο βιβλίο του Γιώργου Γιώτσα «Το κουτί» κυκλοφορεί σήμερα 8 Μαΐου από τις εκδόσεις Bell. Το «Κουτί» είναι ένα βιβλίο για τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων… Ένα σκληρό και ταυτόχρονα ευαίσθητο μυθιστόρημα για το θυμό, τα όνειρα, τη φιλία και την αγάπη. Μια συγκλονιστική ιστορία για το πώς η ελπίδα ενός νέου ανθρώπου αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα σε μια πραγματικότητα που του ζητάει να θυσιάσει ό,τι πιο πολύτιμο έχει.

Περίληψη του βιβλίου

Εσύ το φτιάχνεις, εσύ το καταστρέφεις…
Η Ζένια, μαθήτρια της δευτέρας λυκείου, βιώνει μια δυσβάσταχτη καθημερινότητα όπου έρχεται αντιμέτωπη με το ρατσισμό και το μπούλινγκ στη γειτονιά της και στο σχολείο. Μέλος μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, με δυο γονείς που δείχνουν αδιάφοροι και επικίνδυνοι, η Ζένια δίνει όλη της τη φροντίδα και τη στοργή στον μικρό της αδερφό Νικόλα, που την έχει ανάγκη.
Το πάθος της για τη μουσική και η ανακάλυψη των αισθημάτων ενός συμμαθητή της για κείνη, θα δώσουν στην κοπέλα την ελπίδα και το κίνητρο που χρειάζεται για να προχωρήσει μπροστά. Μέχρι τη στιγμή που ένας καθηγητής της θα εισβάλει στη ζωή της, την ίδια περίοδο που ο αδερφός της αρρωσταίνει πολύ σοβαρά. Τότε εκείνη θα αρχίσει να γλιστράει στα σκοτάδια του μυαλού… και ο εφηβικός της θυμός θα εξαπλωθεί μέσα της όπως το μελάνι εξαπλώνεται στο καθαρό νερό.
 

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου «Το Κουτί» του Γιώργου Γιώτσα

Όλα ήταν αλλιώς πριν γίνουν όλα. 
Εκεί δεν υπήρχε ούτε η περίεργη Ευαγγελία ούτε ο Βίκτωρας και το γαμάτο σκουλαρίκι με την ασημένια κιθάρα που μας μοστράρει στο δεξί του αυτί και που μου σπάει πάντα τα νεύρα. Ούτε ο σιωπηλός φίλος του ο Γιάννης, ούτε το σχολείο, ούτε οι καθηγητές, ούτε κανείς... 
Εκεί ήμασταν οι δυο μας.
Ο Νικόλας κι εγώ. Περπατούσαμε χέρι χέρι κάτω από έναν υπέροχο σεπτεμβριάτικο ουρανό, γαλάζιο και γεμάτο φως. Ο ήλιος ζέσταινε την αμμουδιά στην παραλία της Ραφήνας. 
Δυο παιδιά, χέρι χέρι, προχωρούσαμε δίπλα στη θάλασσα και τραγουδούσαμε με κέφι ένα αγαπημένο μας τραγούδι από τότε που ήμασταν μικρούλια. 
«Οι πατάτες, οι μελιτζάνες, τα κολοκύθια τα μικράαααα!».
Οι περαστικοί κοιτούσαν με περιέργεια, αλλά δε με ένοιαζε! Κυριακή πρωί, 21 Σεπτεμβρίου. Τα γενέθλια του Νικόλα!
Ο μικρός μου αδερφός!

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ο Νικόλας έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Από τη στιγμή που δεν υπήρχαν γονείς, στην ουσία, ήμουν δεμένη μόνο με το αδερφάκι μου. Αυτός ήταν η πιο στενή μου οικογένεια. Αυτός ήταν η μόνη μου οικογένεια! Ένα αγόρι-αγγελούδι, ο καλύτερός μου φίλος, ο άνθρωπος που θα του μιλούσα μέσα από την καρδιά μου για ό,τι με απασχολούσε, κι ας ήταν μικρότερος. Έχει μεγάλη καρδιά, με καταλάβαινε και μου μιλούσε κι εκείνος πάντα για ό,τι τον βασάνιζε, μ’ αυτή τη γλυκιά, παιδική του αφέλεια. Ένα εννιάχρονο αγόρι που όμως έμοιαζε σαν να ήταν διακοσίων χρονών: υπομονετικός όταν είχα τα νεύρα μου, στοργικός όταν ήμουν στεναχωρημένη, γεμάτος αγάπη όταν ήμουν ανάποδη ή εγωίστρια, με γέλιο και φωνές όταν βλέπαμε μαζί στο YouTube τον αγαπημένο του Μπάτμαν· ή με το γλυκό εκείνο χαμόγελο όταν διαβάζαμε παρέα, εγώ κάποιο βιβλίο φαντασίας, εκείνος τα λατρεμένα του κόμικς. 

Ο Νικόλας. 

Ο φύλακας άγγελός μου. 

Σε άλλες οικογένειες –και στης Ευαγγελίας– ήξερα και ξέρω πολλά αδέρφια που ζήλευαν το αντιπαθητικό μωρό που στη συνέχεια έγινε ο αντιπαθητικός αδερφός ή η αντιπαθητική αδερφή –και έπρεπε να μοιράζονται τα πράγματα μαζί τους, με το απρόσκλητο μικρό αδερφάκι που ανέτρεψε τα πάντα με την έλευσή του. Εγώ δεν είμαι έτσι! Λατρεύω το Νικόλα. Κυριολεκτικά τον λατρεύω! Τον έχω υπό την προστασία μου, νιώθω σαν δεύτερη μητέρα γι’ αυτόν και σίγουρα είμαι η καλύτερή του φίλη. Είμαστε αχώριστοι, είτε πρόκειται για τις δύσκολες μέρες με τους καβγάδες των γονιών μας στο σπίτι είτε για εκείνες τις πρώτες στο νέο σχολείο που μας είχαν απομονώσει οι συμμαθητές μας, ή φυσικά για ευχάριστες στιγμές όπως αυτές εδώ στην παραλία, με το νερό να μουρμουρίζει δίπλα μας και τ’ αυτοκίνητα να κορνάρουν πιο πέρα στο δρόμο, θαρρείς και ήμασταν σ’ έναν άλλο γαλαξία! Σε άλλες οικογένειες έχω δει το μεγάλο παιδί να τσιμπάει το μικρότερο αδερφάκι του ή να του ρίχνει καμιά μπουνιά. Εγώ κάθε βράδυ χαϊδεύω και δίνω ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο του Νικόλα. Δεν το κάνει ποτέ η μητέρα μας αυτό, και για τον πατέρα μας είναι σαν να μην υπάρχει. Όμως το κάνω εγώ. Τον αγαπάω με όλη μου την καρδιά. 

Θα μου άρεσε να είχα ένα αδερφάκι ακόμα. Σ’ αυτό το σπίτι μόνο εμείς τα παιδιά έχουμε αγάπη, οι γονείς μας είναι σαν χάρτινες φιγούρες. Ναι, θα μου άρεσε ειλικρινά... Αλλά η μητέρα μου είχε εκείνη την αποβολή... Όλα ξαφνικά γαμήθηκαν... Κι εκείνο το κουτί που εμφανίστηκε... 

Ευτυχώς υπάρχει ο Νικόλας, ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο ενδιαφέρομαι αληθινά. Αγνό γέλιο, καθαρή καρδιά. 

Τον έβλεπα δίπλα μου να χοροπηδάει σχεδόν πάνω στην αμμουδιά, με τα φθαρμένα του αθλητικά, να τρέχει λίγο πιο μπροστά από μένα, να κοιτάει τη θάλασσα, το δρόμο, την παραλία, να τσιρίζει με χαρά και να πολεμάει αόρατους εχθρούς. Είχε φορέσει το αγαπημένο του γαλάζιο τίσερτ μ’ έναν χαμογελαστό Μπάτμαν να αιωρείται πάνω από την Γκόθαμ. Τον κοιτούσα και για λίγο ξεχνούσα το σκοτάδι της ζωής μου. Με κάνει άλλον άνθρωπο. Έβλεπα τον μικρό αδερφό μου σε σπάνιες στιγμές ευτυχίας, μακριά από το σπίτι, μακριά απ’ όλα, και καθώς η εικόνα του κάτω από το λαμπερό πρωινό γέμιζε τα πάντα, στ’ αυτιά μου αντηχούσε ακόμα το ριφ από το “Child in Time” των Deep Purple που άκουγα το πρωί καθώς ντυνόμουν, πριν το σκάσουμε από το σπίτι για να γιορτάσουμε με τον δικό μας τρόπο τα γενέθλιά του. 

Επειδή ήταν Κυριακή, η μητέρα μας θα ήταν σπίτι όλη την ημέρα, ενώ ο πατέρας θα εξαφανιζόταν, αλλά μόνο μετά το πρωινό. Έτσι, είχαμε καταστρώσει ένα σχέδιο από την προηγουμένη με τον μικρό: να ντυθούμε γρήγορα και να πάρω το σακίδιό μου με άψητα τοστάκια σε σελοφάν, δυο χυμούς και μια μεγάλη σοκολάτα και να φύγουμε κρυφά πριν ξυπνήσουν. Θα παίρναμε το λεωφορείο και θα πηγαίναμε στην παραλία. Ο ήλιος δεν είχε βγει καλά καλά ακόμη όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου, ντυμένη, με το σακίδιο στην πλάτη, και αντίκρισα το Νικόλα απέναντι, στη μισάνοιχτη πόρτα του δικού του δωματίου, να με κοιτάει με μάτια λαμπερά. Του χάρισα ένα μεγάλο χαμόγελο και του έκανα νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού που σήμαινε: «Άντε, πάμε!» Ο πατέρας μου από μέσα ροχάλιζε σαν χαλασμένο μοτέρ. Η μητέρα μου κοιμόταν αθόρυβα. Τα βήματά μας ήταν προσεχτικά. Καθώς φεύγαμε, γύρισα το κεφάλι και κοίταξα λίγο το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Ο Νικόλας ποτέ δεν το κοιτάει, φοβάται ο καημένος· περπατούσε με προσοχή, αλλά γρήγορα, μπροστά μου. Εγώ είδα από την ορθάνοιχτη πόρτα του δωματίου τον πατέρα μου που κοιμόταν πλαγιαστά στο μαξιλάρι. Η μητέρα μου μάλλον βρισκόταν στο σαλόνι, σήμερα θα ήταν η σειρά της να κοιμηθεί στον καναπέ. Ο πατέρας ροχάλιζε δυνατά. Το μαξιλάρι είχε γεμίσει σάλια κάτω από το στόμα του. Τα μάτια του ήταν βασανισμένα από τις βαφές σε μια δουλειά που είχε βρει και από τα ξενύχτια που έκανε, τα κλειστά του βλέφαρα ήταν κόκκινα και γεμάτα ζάρες. Το χέρι του κρεμόταν έξω από το κρεβάτι. Δίπλα του... είδα το κουτί. Ένα μεγάλο ταλαιπωρημένο κουτί από κίτρινο χαρτόνι, δεμένο κι από τις δύο πλευρές με καφέ κολλητική ταινία. Το γαμημένο αυτό κουτί. Δεν μπαίνω στο δωμάτιο αυτό, όμως, ακόμα κι όταν ο πατέρας λείπει. Τον φοβάμαι. Δεν ξέρω καν τι μαζεύει εκεί μέσα κι ούτε μ’ ενδιαφέρει. Αυτό το κουτί μου προκαλεί μεγάλη ανατριχίλα, και μια ανησυχία που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Σαν να πυκνώνει το σκοτάδι γύρω του... Το βλέπω καιρό εκεί, από τότε που άρχισαν όλα να χαλάνε σ’ αυτή την οικογένεια, από τότε που η ατμόσφαιρα μοιάζει να έπεσε δεκαπέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν, από τότε που ο πατέρας μου ξενοπηδάει, χτυπάει τη μάνα μου κι εμένα και δε νοιάζεται καθόλου για κανέναν και για τίποτα. 

Μήπως όμως ενδιαφέρεται και η μητέρα μου...;