- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Ελένη Κεχαγιόγλου κάθε μέρα διεκδικεί με πείσμα τη χαρά
«Ακόμη και αν χαθούμε στη μετάφραση, στο τέλος δεν βγαίνουμε πάντα χαμένοι»
#menoumespiti με την Athens Voice: Η επιμελήτρια εκδόσεων Ελένη Κεχαγιόγλου κάθε μέρα της καραντίνας διεκδικεί με πείσμα τη χαρά.
«Το λεξικό ζάρωνε όλο και περισσότερο. Οι σελίδες του έμοιαζαν πια με μαραμένα φύλλα. Οι Ξένες Λέξεις βγήκαν από μέσα κι άρχισαν να σέρνονται στο πάτωμα... Αλλά υπήρχε και συνέχεια. Το καπέλο ξεχείλισε νερό, το νερό άρχισε να χύνεται έξω και να βρέχει το χαλί. Οι Ξένες Λέξεις αναγκάστηκαν να σκαρφαλώσουν στους τοίχους για να μην πνιγούν». Διαβάζοντας στην Αμαλία κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί τα βιβλία των Μούμιν, που, λες και το ’ξερε, φρόντισε να προμηθευτεί ο μπαμπάς της λίγο πριν από την καραντίνα, πέφτω πάνω σε φράσεις της Τούβε Γιάνσον (πεθαμένης ήδη από το 2001) που −ως συνήθως συμβαίνει με την καλή λογοτεχνία− μου φαίνεται πως μιλάνε για την τωρινή μας συνθήκη. Καταπίνω τις σκέψεις μου, για να μην τις φορέσω καπέλο στο παιδί, και συνεχίζω να της διαβάζω όσο πιο ευφάνταστα μπορώ το «Καπέλο του Μάγου Μουμέρλιν» όπως το μετέφρασε με κέφι η Μαρία Αγγελίδου. Οι λέξεις, που λέτε, έχουν αποδράσει από τα λεξικά (το προστατευμένο και ασφαλές περιβάλλον τους) και, για να σωθούν από την αιφνίδια πλημμύρα, σκαρφαλώνουν όσο ψηλότερα μπορούν.
Στον κόσμο μας, σήμερα και όπως πάντα, οι λέξεις άλλοτε χαμερπείς σέρνονται στα πατώματα, άλλοτε προσπαθούν να επανευφέρουν το νόημά τους ή να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Οι Ξένες Λέξεις βρίσκουν λύση, στον μαγικό κόσμο της Γιάνσον, κι εμείς ψάχνουμε τις δικές μας λέξεις ο καθένας για να καταφέρουμε να διαχειριστούμε την αλλαγή του κόσμου μας (κάθε λέξη έχει μεγάλο βάθος, μουρμουρίζει στο βάθος ο Τζόυς, η ιστορία των λέξεων καταγράφει την ιστορία των ανθρώπων).
Το πρωί όταν ξυπνάω, κάθε πρωί, έχω την εντύπωση ότι είδα ένα πολύ άσχημο όνειρο, κακή αντιγραφή μιας αμερικάνικης ταινίας, που μου διαφεύγει τώρα ο τίτλος της, μετά θυμάμαι ότι πρόκειται για μια δυστοπία που όμως τη ζούμε, δεν τη διαβάζουμε − μπορεί βέβαια και να ευθύνεται το ότι ξυπνάω νωρίτερα από ό,τι «πριν», για να έχω ωφέλιμο χρόνο δουλειάς πριν ξυπνήσει το παιδί∙ «πείρα είναι απλώς το όνομα που δίνουν οι άνθρωποι στα λάθη τους», με καλημερίζει κάθε πρωί ο Όσκαρ Γουάιλντ όταν ανοίγω το σημειωματάριό μου. Το βράδυ κοιμάμαι με τη σκέψη να μην αρρωστήσουμε, έστω να μην αρρωστήσουμε βαριά (το άσθμα μου, τότε, το νιώθω τη μια χαιρέκακο εναντίον μου, την άλλη καθησυχαστικό, του τύπου «όσο με κρατάς στο σπίτι, μην ανησυχείς») − μπορεί βέβαια και να φταίει ότι κοιμάμαι αργότερα από ό,τι «πριν» για να έχω ωφέλιμο χρόνο απόλυτης ησυχίας.
Δεν μου κοστίζει ο εγκλεισμός, έχω στη ζωή μου επί μέρες, μήνες, χρόνια κλειστεί στο σπίτι δουλεύοντας κείμενα, καθημερινές, Σαββατοκύριακα και αργίες. Κι έχω, προς το παρόν, το πείσμα να διεκδικώ χαρά κάθε μέρα, να σκέφτομαι, επίμονα, ότι υπάρχουν χειρότερα, πολύ χειρότερα για πολλούς ανθρώπους, και ότι οφείλω να μου το υπενθυμίζω αυτό για να αξιολογώ με καθαρότερο μυαλό την κατάσταση, κάτι σαν άσκηση αντι-ναρκισισμού. Μπορώ να απομονωθώ, με συμπαράσταση, για να δουλέψω με τις λέξεις των άλλων, να διαβάσω και να γράψω (μένω σπίτι, αλλά εξακολουθούμε να ετοιμάζουμε προς έκδοση βιβλία στις Εκδόσεις Πατάκη), το σαλόνι μας είναι παιδότοπος και τουλάχιστον στον κήπο μας ζει η χελώνα μας η Κεντροαριστερά, έχω την αγωνία του «μετά», αλλά και την πεποίθηση ότι «αύριο είναι μια άλλη μέρα», επομένως το θέμα μας είναι κατά βάση τι κάνουμε σήμερα, διαφορετικά η ζωή μετατίθεται σε κάτι για όλους άγνωστο, που δεν μπορώ να το ελέγξω, και εξ αυτού μάταια στρεσογόνο.
Το ζήτημα είναι να βγούμε από όλο αυτό καλά και, από την επόμενη μέρα, να ξαναδούμε πώς θέλουμε τον κόσμο μας, ασφαλή για όλους, δίκαιο και λειτουργικό. Προτιμώ κάθε μέρα, σήμερα, να λέμε τον καλό λόγο, να διαχειριζόμαστε μιλώντας τη λύπη ή τη θλίψη μας, να γελάω όσο περισσότερο μπορώ, να κάνω 20 τα 15 λεπτά στο ποδήλατο που μου χάρισε ο μεγάλος αδερφός και επί χρόνια ήταν κρεμάστρα για ρούχα, να παρακινώ τη μαμά μου να κάνει 22 τους 20 γύρους γύρω γύρω από το σπίτι στην αυλή και, μετά τη δουλειά (σιγή ασυρμάτου: «η μαμά έκλεισε τηλέφωνα και λάπτοπ!»), το απόγευμα να κάνουμε γιόγκα με την Αμαλία και να συζητήσουμε, για πολλοστή φορά, το καλοκαίρι μας όπως το ονειρεύεται, στη Σκόπελο, στις Ράχες, στην Πάρο και στη Λακόπετρα, γιατί μόνο ό,τι μοιράζεται σε κάνει ευτυχισμένο.
Τα παιδιά θα τη θυμούνται τη χρονιά του κορονοϊού, που τα έκλεισε σπίτι τους, μακριά από τους φίλους τους, για την κόρη μου αυτό σημαίνει επιπλέον τη στέρηση της δυνατότητας να κλείσει ομαλά τον κύκλο της προσχολικής αγωγής στο αγαπημένο της σχολείο όπου φοίτησε τα 4/6 της ζωής της. Αν θέλω κάτι να θυμάται, όμως, επίσης, είναι τα pizzamovie μπιτζάμα party (τρία σε ένα), τον μπαμπά της να στήνει μικρόφωνα, λουπαδόρους, παραμορφωτές, τα όργανά του, και να αρχίζουν οι τρελοί χοροί, το eyesbombing των δυο τους στο τετράγωνο γύρω από το σπίτι πριν αρχίσουν τα sms εξόδου, τον διαγωνισμό τρομαξιάς, τα έκτα γενέθλιά της με 5 ενήλικες να έχουν γίνει μαζί της κι εκείνοι παιδιά, τον φίλο της τον Άπο που ήρθε να της ευχηθεί κάτω από το μπαλκόνι, να κάνει ζούμπα με τη γιαγιά της, τους «θησαυρούς» που βρήκαμε στο σπίτι τακτοποιώντας ντουλάπια, την αυθεντική στολή χανουμάκι που της χάρισε η Εύη, το κρυφτό με τον Μάριο (πάντα χάνει από το «piccolomostro») και τις σφιχτές αγκαλιές όταν κάτι μας μελαγχολεί. Να θυμάται ότι μας δόθηκε η ευκαιρία του πιο πολύ «μαζί».
Δεν θέλω να θυμάται τον «φόβο του άλλου» με τις μάσκες, τα γάντια, τα ψώνια του σουπερμάρκετ ως δυνάμει ξενιστές του ιού, την αλλαγή πεζοδρομίου και το καχύποπτο βλέμμα σε κάθε διασταύρωση με αγνώστους. Κι όταν κάποτε κατανοήσει ότι, τότε με τον κορονοϊό, ο μεγάλος κόσμος έγινε μικρός, ότι έκλεισαν τα σύνορα, απαγορεύτηκαν τα ταξίδια και οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, ο καθένας στη φωλιά ή, αναλόγως, στη φυλακή του, τότε να είναι πια αυτό ένα «ιστορικό γεγονός», όχι ακόμη ζώσα, κατά κανέναν τρόπο, πραγματικότητα. Α, κι ελπίζω να μην της έχει μείνει χούι η καθημερινή θερμομέτρηση.
Τα πρωινά που για λίγο νομίζω πως ό,τι ζούμε το ονειρεύτηκα ή κάπου το διάβασα, μου φαίνεται πως η μετάφραση της πραγματικότητας στον ύπνο μου ήταν κακή, και φτηνό το σενάριο, εύκολο (ένας ιός πλήττει τον κόσμο όλο κ.λπ. κ.λπ.). Τα μεσημέρια, έτσι που δεν έχω βγει από το σπίτι ούτε για ψώνια σχεδόν μήνα τώρα, έχω συχνά την εντύπωση πως είμαστε στο bigbrother («Μα πού έχουν κρύψει τις κάμερες;» ρωτάω τον Γιώργο και ξεκαρδίζεται). Αργά το βράδυ, αφού έχω μάθει με μέσεντζερ, μηνύματα, τηλεφωνήματα ότι όλοι οι αγαπημένοι είναι οκ, τότε που εύχομαι να είμαστε και αύριο καλά, αναδύεται ο Τιμ Ρόμπινς στο μυαλό μου, μου σφυρίζει: «Ακόμη και αν χαθούμε στη μετάφραση, στο τέλος δεν βγαίνουμε πάντα χαμένοι» − κοιτάζωνα βρω τη φράση, το σχετικό απόσπασμα το δίνω και ως άσκηση στους μαθητές μου στα εργαστήρια επιμέλειας, και βλέπω πως τη θυμάμαι επιμελημένη. Δεν πειράζει, θα την αφήσω έτσι κι εδώ. «Ακόμη και αν χαθούμε στη μετάφραση», λοιπόν, «στο τέλος δεν βγαίνουμε πάντα χαμένοι», αρκεί να μεταφράσουμε την πραγματικότητα σε κάτι που, ανάλογα με τον τρόπο που ταιριάζει στον καθένα, θα το αντέξουμε. Μυστικές συνταγές δεν υπάρχουν. Ρωτήστε και τα Μούμιν.
Η Ελένη Κεχαγιόγλου είναι επιμελήτρια-υπεύθυνη εκδόσεων, διευθύντρια της σειράς «subrosa» στις Εκδόσεις Πατάκη.