Βιβλιο

«Το εσπέρας της Λαμπρής»

Του Διονύσιου Σολωμού

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

25.

Καὶ προβαίνει ἡ Μαρία λίγη νὰ πάρει

Δροσιὰ στὰ σωθικὰ τὰ μαραμένα·

Εἶναι νύκτα γλυκιά, καὶ τὸ φεγγάρι

Δὲ βγαίνει νὰ σκεπάση ἄστρο κανένα·

Περίσσια, μύρια, σ’ ὅλη τους τὴ χάρη,

Λάμπουν ἄλλα μονάχα, ἄλλα δεμένα·

Κάνουν καὶ κεῖνα Ἀνάσταση ποὺ πέφτει

Τοῦ ὁλόστρωτου πελάου μὲς στὸν καθρέφτη. 

“ Τὰ μαλλιὰ σέρνω στὰ λιγνά μου στήθη·

Δένω σταυρὸ τὰ χέρια·  Οὐράνια, θεῖα!

Πέστε Ἐκεινοῦ ποὺ σήμερα ἀναστήθη

Νὰ ἐλεηθῆ τὴ μαύρη τὴ Μαρία.

Μέρα εἶναι Ἀγάπης· Ἅδης ἐνικήθη·

Καίονται τὰ σπλάχνα, καίονται τὰ στοιχεῖα· |

Καὶ ἡ πυρκαϊὰ τοῦ Κόσμου ἀναγαλλιάζει

Καὶ κατ’ Αὐτὸν τὴ σπίθα της τινάζει.

Ὁ Οὐρανὸς Ἀλληλούια ἠχολογάει·

Κατὰ τὴν γῆν ἐρωτεμένος κλίνει·

Ζῆ τοῦ νεροῦ καὶ ἡ στάλα ὁποὺ κολλάει

Στὸ ποτήρι·  Ἀλληλούια ἐγὼ κι’ ἐκείνη·

Ὅταν ἡ Πύλη ἀκούστηκε νὰ σπάη,

Τί χλαλοὴ στὸν κάτου κόσμο ἐγίνη;

Χαίρεται μέσα ἡ ἄβυσσο καὶ ἀσπρίζει·

Ὁ περασμὸς τοῦ Λυτρωτῆ σφυρίζει.„

Στὴν ἐκκλησίαν ὡστόσο ὁ Λάμπρος μένει,

Ὅπου ἀνθρώπου πνοὴ δὲν ἀγρικιέται.

Ἀπ’ ἕνα εἰς ἄλλο στοχασμὸ πηγαίνει·

Εἶναι ὁ νοῦς του ἔρμος κόσμος ποὺ χαλιέται.

Μὲς ἀπὸ τὸ στασίδι ἀγάλι βγαίνει,

Καὶ ὀχ τὴν ψυχή του ὁ στεναγμὸς πετιέται·

Μόνον οἱ σκόρπιες δάφνες ποὺ ἐμυρίζαν

Ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐπερπατοῦσε ἐτρίζαν.

Καὶ τὸ πρόσωπο γέρνει ὡσὰν τὴ δειάφη

Καὶ χαμηλὰ τοῦτα τὰ λόγια ρίχτει·

“ Κουφοί, ἀκίνητ’ οἱ Ἁγίοι, καθὼς καὶ οἱ τάφοι·

Εἶπα κι ἔκραξα ὣς τ’ ἄγριο μεσανύχτι.

Ἄντρας (κι’ ἡ μοίρα ὅ,τι κι’ ἂ θέλη ἂς γράφη)

Τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι Θεός, καὶ δείχτει

Στὴν ἄκρα δυστυχία· μὲς στὴν ψυχή μου

Κάθου κρυμμένη, ἀπελπισιά, καὶ κοίμου.„

Πάει γιὰ νἄβγη στὴ θύρα ἀργά, καὶ ἀνοίγει,

Λεπτὴ φωνὴ τοῦ λέει, Χριστὸς ἀνέστη.

Εἰς τὴν ἄλλη πηδάει, καὶ φωνὴ ὀλίγη

Καὶ παρόμοια, τοῦ λέει, Χριστὸς ἀνέστη.

Ἀπὸ τὴν τρίτα πολεμάει νὰ φύγη,

Καὶ μία τρίτα τοῦ λέει, Χριστὸς ἀνέστη.

Αὐτοκίνητες πάντα ἀνοιγοκλειοῦνε

Οἱ τρεῖς θύρες καὶ ἀχὸ δὲν προξενοῦνε.

Καὶ ἰδοὺ τρία σὰν ἀδέλφια ἔρμα καὶ ξένα,

Ποὺ ἕν’ ἁγιοκέρι σβημένο βαστοῦσαν,

Ὅπου στρίψη, ὅπου πάη, τ’ ἀπελπισμένα

Γοργὰ πατήματά του ἀκολουθοῦσαν.

Λιγδερὰ καὶ πλατιὰ κι’ ὅλα σχισμένα

Τὰ λαμπριάτικα ροῦχα ὁποὺ φοροῦσαν.

Στὰ μπροστινά, στὰ πισινὰ στασίδια,

Ὅλο σιμά του σειοῦνται τὰ ξεσκλίδια.

Ποτὲ δὲν τἄχει εἰς τὴ φυγή του ἀνάρια·

Ἐδῶ ἐκεῖ, μπρὸς ὀπίσω, ἀπάνου κάτου,

Βαροῦν ὅμοια τὴν πλάκα ὀχτὼ ποδάρια,

Τρέχουν ἴσια, κι ἀκούονται τὰ δικά του.

Νὰ φύγη μία στιγμὴ τ’ Ἅδη τὰ χνάρια

Σπρώχνει μάταια μακρίο τὸ πήδημά του,

Σὰν τ’ ἄστρο ποὺ γοργὰ τὸ καλοκαίρι

Χύνεται πέντε δέκα ὀργιὲς ἀστέρι.

Ἔτσι ἑνωμένοι ἐκάμανε τριάντα

Φορὲς τὴν ἐκκλησιὰ ποὺ βοὴ στέρνει.

Σὰ νἄχε μέσα θυμιατὰ σαράντα,

Μυρωδιὰ λιβανιοῦ τὴ συνεπαίρνει.

Πάντα μὲ βία τὸ τρέξιμο, καὶ πάντα

Ὁ ζωντανὸς τ’ ἀραχνιασμένα σέρνει·

Σκύφτουν, πολὺ κρυφομιλοῦν, καὶ σειέται

Τὸ βαμπάκι, ποὺ λὲς καὶ ξεκολλιέται.

Ἄχ! ποῖος εἶδε τὰ χέρια νὰ σηκώνη

Ἡ Παναγία, τὰ μάτια της νὰ κλείση;

Ἄχ! ποῖος εἶδε τὸ Πάσχα αἷμα νὰ ἱδρώνη

Ὁ Χριστός, καὶ παντοῦ νὰ κοκκινίση;

Τί συφορὰ τὴν ἐκκλησιὰ πλακώνει,

Ὁποὺ τὴν ἴδια μέρα εἶχε βροντήσει

Ἀπὸ τόσες χαρὲς καὶ ψαλμωδίες,

Ποὔχε ἀντιλάμψει ἀπὸ φωτοχυσίες!

Βρίσκεται στ’ Ἅγιο Βῆμα, ἀνατριχιάζει,

Καὶ πέφτει ὀμπρός τους γονατιστὸς χάμου.

Μὲ τρομάρα κοιτάει καὶ τοὺς φωνάζει:

“ Σᾶς γνωρίζω· τί θέλτε; Εἶστε δικά μου.

Τοῦ καθενὸς τὸ πρόσωπο μοῦ μοιάζει·

Ἀλλὰ πέστε τί θέλτε ἔτσι κοντά μου;

Συχωρᾶτε καὶ πάψτε. ― Ἀμέτε πέρα·

Δὲν εἶναι ἀκόμα Παρουσία Δευτέρα!

„ Ὦ κολασμένα, ἀφῆτε μου τὰ χέρια.„

Χείλη μὲ χείλη τότε ἐκολληθῆκαν.

Ὅσα ἐδῶσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια

Στοῦ δυστυχῆ τὰ φυλλοκάρδια ἐμπῆκαν.

Ἀφοῦ στὸν κόσμο ἐλάμψανε τ’ ἀστέρια,

Τέτοιου τρόμου φιλιὰ δὲν ἐδοθῆκαν.

Φτυοῦνε τὰ χείλη σὰν ἀπὸ φαρμάκι·

Μέσα τοῦ ἐπῆε τὸ νεκρικὸ βαμπάκι.

Στέκει σὰ μάρμαρο ὡς ποὺ ξημερώνει,

Κι’ εἶναι φευγάτοι οἱ πεθαμένοι νέοι.

Τὴν τρομασμένη κεφαλὴ ψηλώνει

Καὶ βαριὰ νεκρολίβανα ἀναπνέει.

Τέλος πάντων τὰ μάτια ἄγρια καρφώνει

Στὲς δάφνες, καὶ πολληώρα ἔπειτα λέει:

“ Σύρε, σημεῖο χαρᾶς„, καὶ φουχτωμένο

Μὲ τὰ δυό, τὸ χτυπάει στὸ Σταυρωμένο.

“ Κόλαση; τὴν πιστεύω· εἶναι τη· αὐξάνει,

Κι’ ὅλη φλογοβολάει στὰ σωθικά μου.

Ἀπόψε Κάποιος ποὺ ὅ,τι θέλει κάνει

Μὄστειλε ἀπὸ τὸ μνῆμα τὰ παιδιά μου.

Χωρὶς νὰ τὴ γνωρίζω ἐχθὲς μοῦ βάνει

Τὴ θυγατέρα αἰσχρὰ στὴν ἀγκαλιά μου.

Δὲ λείπει τώρα πάρεξ νὰ χαλάση

Τὸν Ἑαυτό του, γιατὶ μ’ ἔχει πλάσει.„

Σηκώνεται καὶ παίρνει τὴν πεδιάδα,

Σχίζει κάμπους καὶ δάση, ὄρη, λαγκάδια·

Στὰ μάτια του εἶναι μαύρη ἡ πρασινάδα,

Τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα εἶναι μαυράδια·

Χύνεται μὲ μεγάλη ὀγληγοράδα,

Καὶ γύρου ἂς εἶναι, ὅ,τι θωρεῖ, σκοτάδια.

Κι ἀκόμη λέει πὼς κυνηγιέται, ἀκόμα

Τὰ βαμπάκια τοῦ Χάρου ἀκούει στὸ στόμα.

Ἔτσι ὁ φονιὰς ποὺ κρίματα ἔχει πλήθια,

Ἐὰν φθάσει καὶ τοῦ κλείση ὕπνος τὸ μάτι,

Βγαίνουν μαζὶ καὶ τοῦ πατοῦν τὰ στήθια

Οἱ κρυφὰ σκοτωμένοι, αἷμα γιομάτοι

Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια

Γυμνὸς πετιέται ὀχ τὸ ζεστὸ κρεβάτι,

Κι’ ἔχει τόση μαυρίλα ὁ λογισμός του,

Ποὺ μὲ μάτια ἀνοιχτὰ τοὺς βλέπει ὀμπρός του. […]


Περισσότερα ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού στον τόμο της σειράς «Έλληνες Ποιητές». Ένα πρωτότυπο εκδοτικό έργο με εκτενή ανθολόγηση ποιημάτων, εργοβιογραφία και CD με μελοποιήσεις ποιημάτων του. Αυτή την Κυριακή με την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. (#Greekpoets)

Ψήφισε κι εσύ τον αγαπημένο σου ποιητή και κέρδισε την πλήρη σειρά «Έλληνες Ποιητές»