Βιβλιο

Περί μετάδοσης

Ο συγγραφέας Πάολο Τζορντάνο περιγράφει τα συναισθήματα αυτών των ημερών

Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H Σώτη Τριανταφύλλου μεταφράζει το «Περί μετάδοσης» και παραθέτει ένα κείμενο του συγγραφέα του, Πάολο Τζορντάνο, για τις μέρες καραντίνας στην έρημη Ρώμη

Μετέφρασα ένα βιβλιαράκι του Πάολο Τζορντάνο, ενός Ιταλού συγγραφέα που είναι επίσης φυσικός: ένα προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο «Η μοναξιά των πρώτων αριθμών» είχε εκδοθεί στα ελληνικά το 2008. Τίτλος αυτού του μικρού δοκιμίου: «Nel contagio· στον καιρό της μετάδοσης, της επιδημίας». Αύριο, Τετάρτη 8 Απριλίου, βγαίνει στα βιβλιοπωλεία σε 28 χώρες. Εδώ είναι ένα κομμάτι που έγραψε ο Τζορντάνο στους Financial Times, το οποίο αντιστοιχεί, λίγο-πολύ, στο περιεχόμενο του «Περί μετάδοσης» και εκφράζει τα συναισθήματα αυτών των ημερών.


Χθες τη νύχτα, πέφτοντας στο κρεβάτι, ρώτησα τη γυναίκα μου τι μέρα είναι. Άργησε κάμποσα δευτερόλεπτα ώσπου να μου απαντήσει: υπολόγιζε τις μέρες. Το lockdown εδώ στη Ρώμη άρχισε λίγο αργότερα απ’ ό,τι στη βόρεια Ιταλία αλλά διανύουμε κιόλας την τρίτη εβδομάδα και ο χρόνος έχει αλλάξει υφή ― έχει μαλακώσει και σιγά-σιγά γίνεται θρύψαλα.

Όχι όσο αφορά την εργασία. Στην πραγματικότητα, μετά από λίγες μέρες σύγχυσης, ο ρυθμός της εργασίας εντατικοποιήθηκε με τη μορφή ηλεκτρονικών συσκέψεων, Skype και Zoom, καθώς και με μια ατέλειωτη σειρά από κλήσεις στο Whatsapp. Χωρίς τους περιορισμούς που την κρατούν έξω από τον ιδιωτικό χώρο, η εργασία εισέβαλε σε κάθε στιγμή της ημέρας. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε την παραγωγικότητα, αυτή την κοινή μας μανία η οποία αποτελεί μια από τις αιτίες της σημερινής κρίσης. Αλλά τώρα διατηρούμε την παραγωγικότητά μας για χάρη της ίδιας της παραγωγικότητας. Εργάζομαι διότι δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.

Κυρίως γράφω ασταμάτητα. Άνοιξα όμως και κάποια υπολογιστικά προγράμματα που δεν είχα κοιτάξει από την εποχή που ήμουν φυσικός, ειδικευμένος στα σωματίδια. Τα χρησιμοποιώ για να βγάλω άκρη με τους αριθμούς της επιδημίας. Νόμιζα πως είχα εγκαταλείψει τα μαθηματικά για πάντα· για χάρη της λογοτεχνίας· αλλά τα μαθηματικά επέστρεψαν με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Ο εγκέφαλός μου δεν καταλαβαίνει πια πότε να ξεκινήσει και πότε να σταματήσει· γι’ αυτό κοιμάμαι πολύ λίγο τη νύχτα ενώ την ημέρα βρίσκομαι σε μια κατάσταση σωματικής κόπωσης μολονότι ο βηματομετρητής μου στο smartphone σημειώνει ιστορικό χαμηλό.

Άρχισα να κάνω μάθημα γυμναστικής μέσω YouTube. Μετακίνησα τον καναπέ ώστε να έχω χώρο για να τεντώνω τα χέρια μου. Είμαστε τέσσερα άτομα σε ένα διαμέρισμα που προορίζεται για τρία ― και ξέρω ότι ανήκουμε στους τυχερούς. Μόνο οι δύο από μας βγαίνουμε για ψώνια και για να κατεβάσουμε τα σκουπίδια, έχοντας στην τσέπη τη βεβαίωση σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Εσωτερικών: «Μήπως είστε θετικός στον ιό; Ποιος είναι ο σκοπός της εξόδου σας; Πού μένετε και πού κατευθύνεστε;» Είναι προτιμότερο να βγαίνουν τα ίδια άτομα κάθε φορά που χρειάζεται: σήμερα, στην Ιταλία, για ό,τι κάνουμε πρέπει να παίρνουμε τις μέγιστες δυνατές προφυλάξεις.

Έτσι, δεν βγαίνω ποτέ από το σπίτι. Η τελευταία φορά που ξεμύτισα ήταν πριν από δέκα μέρες όταν επιτρεπόταν ακόμα το τζόγκινγκ στο πάρκο κοντά στο σπίτι, υπό τον όρο να είσαι μόνος. Το πάρκο δεν είναι, στην πραγματικότητα, «κοντά στο σπίτι». Για να φτάσω περπάτησα στη Via dei Fori Imperiali, τον πιο τουριστικό δρόμο στον κόσμο, και πέρασα από το Κολοσσαίο. Δεν υπήρχε ψυχή. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το να βλέπω αυτά τα μέρη χωρίς τις συνηθισμένες ορδές μού προκάλεσε θαυμασμό και δέος, αλλά θα έλεγα ψέματα. Το μόνο που ένιωσα ήταν άγχος και αμηχανία. Ένα από τα περιπολικά που κινούνταν αργά στον δρόμο κόρναρε για να βιαστώ να γυρίσω στο σπίτι. Φαινόταν ασυνάρτητο το να κυκλοφορώ με την αθλητική μου φόρμα προσπαθώντας να ικανοποιήσω μια απλή ανάγκη: να ξεμουδιάσω τα πόδια μου μια ηλιόλουστη μέρα. Έκανα μεταβολή και γύρισα στο σπίτι. Έκτοτε είμαι κλεισμένος μέσα.

Ζω στη Ρώμη αλλά δεν βρίσκομαι πια στη Ρώμη. Η πόλη όπου ζούμε έχει επεκταθεί πολύ και έxει γίνει αφηρημένη: το συναισθηματικό μας κέντρο βαρύτητας μετακινείται στα βόρεια της χώρας – μια καινούργια γεωγραφία φτιαγμένη από κόκκινες ζώνες που διαστέλλονται στον διαδραστικό χάρτη της μόλυνσης και στις ειδησεογραφικές εκπομπές που βλέπουμε τα βράδια. Αν και έχω τον χρόνο και την ευκαιρία να δω όλες εκείνες τις κινηματογραφικές ταινίες που «θέλω να δω», το μόνο που «θέλω να βλέπω» είναι οι ειδησεογραφικές εκπομπές. Αυτό κάνω μέχρι αργά τη νύχτα και ύστερα νιώθω αποκαμωμένος. Η επιδημία έχει κατακλύσει τα πάντα: τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τις συζητήσεις καθώς τρώμε, την ομορφιά της Ρώμης που περιμένει έξω από τα παράθυρα αλλά που τώρα φαίνεται ψυχρή, ανίκανη να μας παρηγορήσει. Προπάντων, η επιδημία έχει κατακτήσει τον χρόνο: έχει διακόψει την ψευδαίσθηση του αυστηρού, δομημένου, διαχειρίσιμου ημερήσιου προγράμματος και την έχει αντικαταστήσει με κάτι θολό, με κάτι κολλώδες.

Τα πρώτα απογεύματα του περιορισμού στο σπίτι, οι άνθρωποι έβγαιναν στο παράθυρό τους στις έξι ακριβώς και τραγουδούσαν. Υποθέτω ότι τα βίντεο έκαναν τον γύρο του κόσμου. Η Ιταλία που αντιστέκεται. Οι Ιταλοί που δείχνουν αλληλεγγύη και ενότητα. Οι Ιταλοί τραγουδάνε παρ' όλ' αυτά.

Πάρα πολύ γραφικό και νόστιμο.

Δεν κράτησε πολύ. Τώρα, κάθε μέρα στις έξι ακούμε τις ανακοινώσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας: μαθαίνουμε τον αριθμό των κρουσμάτων και των νεκρών και εκτιμάμε την «τάση»· ύστερα στέλνουμε μηνύματα σε όσους έχουμε επιλέξει να είναι κοντά μας σ’ αυτόν τον καιρό της κρίσης: «Η περιοχή της Βενετίας έχει λιγότερα κρούσματα λόγω της μεγάλης εκστρατείας με τα τεστ» και «Είδες την καμπύλη στην περιοχή της Ρώμης;» «Η Ισπανία πάει χειρότερα κι από μας».

Το παράξενο για μια χώρα που υπερηφανεύεται για την ιστορία της, για το παρελθόν της, είναι ότι ζει στο μέλλον: δέκα, δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες στο μέλλον της επιδημίας. Δεν έχουμε τίποτα για να καυχηθούμε: θα ήμασταν καλύτερα χωρίς αυτό το μέλλον. Ίσως υπάρχουν μερικές μη-τυχαίες αιτίες για το ότι φτάσαμε στην πρώτη γραμμή των θυμάτων αλλά δεν έχουν και τόση σημασία πια. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι, παντού, ότι υπάρχουν διαφορετικές οπτικές για την κάθε ιστορία, ότι σ’ αυτή την πανδημία μοιραζόμαστε τον ίδιο χρονολόγιο, την ίδια χρονική σειρά· μερικοί είναι λίγο πιο μπροστά, άλλοι είναι λίγο πιο πίσω. Το λάθος μας ήταν ότι δεν καταλάβαμε τη χρονική σειρά από τις πρώτες μέρες. Η Ιταλία δεν μελέτησε καλά την Κίνα· το Μιλάνο δεν μελέτησε καλά την επαρχία γύρω του· η νότια Ιταλία δεν μελέτησε καλά τη βόρεια και η υπόλοιπη Ευρώπη δεν πήρε όσο σοβαρά έπρεπε ό,τι συνέβαινε εδώ στην Ιταλία. Στο μεταξύ, ανάμεσα σε καθυστερήσεις και προκαταλήψεις γλιστρήσαμε όλοι στην ίδια χρονική σειρά.

Απ’ ό,τι φαίνεται, κατά τη διάρκεια του lockdown στην Ιταλία αυξήθηκε η κατανάλωση μαγιάς και άλευρου, τα βασικά συστατικά της πίτσας και του κέικ. Κι εγώ αυτό κάνω: ζυμώνω και ψήνω όπως δεν έχω ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου. Είναι μια κλασική ιταλική συνήθεια που θα μπορούσε να καθησυχάσει όσους θέλουν να μας φαντάζονται στα μπαλκόνια μας, τα γεμάτα λουλούδια, και στα γιορτινά μας τραπέζια τα γεμάτα εδέσματα. Η σημερινή εκδοχή των Ιταλών είναι σιωπηλή, ανήσυχη και φοράει χειρουργική μάσκα. Πάντως τα γλυκά που έφτιαξα δεν τα άγγιξα. Απλώς, έχω την παρόρμηση να ζυμώνω, να δίνω σχήμα στη μάζα, να την ισιώνω, να την κάνω ομοιόμορφη, να κυλάω πάνω της τον πλάστη, να την απλώνω. Θέλω να ελέγχω κάτι, οτιδήποτε, ενώ η δομή του χώρου και του χρόνου μοιάζει να μου διαφεύγει.
 

Σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμάς, οι πάπιες γύρισαν στο συντριβάνι της Πιάτσα ντι Σπάνια. Δεν τις ενοχλεί κανείς. Δεν ξέρω αν είναι σημάδι ελπίδας ή κακός οιωνός. Ακόμα και η ομορφιά γίνεται ύποπτη στην πανδημία. Έτσι κι αλλιώς, όσο κοντά κι αν είναι οι πάπιες, δεν θα μπορέσω να τις δω. Θα περιοριστώ στη φωτογραφία που κυκλοφορεί στο Instagram. Όταν μπορέσω να επιστρέψω στην πλατεία, θα έχουν πετάξει, θα έχουν φύγει.