Βιβλιο

Ο συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης περιγράφει τον επαναπατρισμό με κορωνοϊό

Το ωραίο, ανθρώπινο, κείμενό του που μοιράστηκε στα social media

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ανάρτηση του συγγραφέα Κυριάκου Αθανασιάδη για τον επαναπατρισμό εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού.

Ο συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων, αναγνώστης σε εκδοτικούς οίκους και συνιδρυτής του πολιτιστικού-πολιτικού σάιτ και διαδικτυακού ραδιοφώνου Amagi, Κυριάκος Αθανασιάδης, ζει από το 2017 στην Πράγα και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού μοιράστηκε την εμπειρία και τα συναισθήματά του με μια ανθρώπινη ανάρτηση στο facebook. 

Ε π α ν α π α τ ρ ι σ μ ό ς

Χτυπάει το τηλέφωνο προχθές, 1 του μηνός, και μας λένε ότι πρέπει να είμαστε στον σιδηροδρομικό σταθμό στις 2:30 το μεσημέρι, αν θέλουμε στ' αλήθεια να φύγουμε. Άλλη πτήση δεν θα υπάρξει. Αυτή μόνο, η βιεννέζικη. Κοιτάμε το ρολόι, και βλέπουμε πως είναι 12 ακριβώς. Σε δυόμισι ώρες λοιπόν. Βγάλε μισή ώρα τη διαδρομή μέχρι τιν σταθμό. Οπότε, αν ξεκινούσαμε εκείνη τη στιγμή, θα είχαμε δύο (2) ώρες για να συγκεντρωθούμε και να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας για την επιστροφή στην Ελλάδα. Σε δυο ώρες όμως τι να πρωτοκάνεις;

Η Κίκα μού λέει, «Πήγαινε μέσα και άσε με λίγο να σκεφτώ». Το σέβομαι, πάω και χαζεύω στο Facebook. Περνάει ίσως άλλη μισή ώρα έτσι. Κάποια στιγμή έρχεται και η Βίβιαν: μας φέρνει τη βαλίτσα του Αρσέν που πήγε μόλις και ψώνισε στο Tesco. Απομένει μιάμιση ώρα, και σε λίγο μία -- και δεν έχουμε κάνει σχεδόν τίποτε ακόμη. Κάποια στιγμή μάλιστα η Κίκα λέει, «Πρέπει να στείλω και τη μετάφραση ενός άρθρου στην Ισπανία», και την κοίταξα σαν να μου μιλούσε τσέχικα.

Εντέλει βάλαμε σ' αυτό το βαλιτσάκι που παίρνει στα διήμερα επαγγελματικά της ταξίδια κάτι εσώρουχα κι από ένα ζευγάρι φόρμες. Και κάλτσες. Και από δυο-τρία τισέρτ. Και την κλείσαμε. Δύο λάπτοπ σε μια τσάντα του ώμου, τα κινητά, το Kindle, οι φορτιστές -- τι άλλο; Αυτά. Πορτοφόλι με ταυτότητα και διαβατήριο, και τις κάρτες μας. Και τα διαβατήρια των παιδιών -- θεωρημένα την προηγουμένη. Προσοχή μην ξεχάσουμε τη Φαντομά.

Στο τζιπ της Βίβιαν και κατευθείαν στον σταθμό. Ο οδηγός μας φτάνει 10 λεπτά μετά -- έχει ένα βαν. Μ' αυτό θα μας πάει στη Βιέννη. Α, μάλιστα. Μαζί μας θα ταξιδέψουν άλλοι πέντε Έλληνες, φοιτητές από Εράσμους. Δεν μπορούμε να αποχαιρετιστούμε με τη Βίβιαν, είμαστε με τις μάσκες και δεν αγκαλιαζόμαστε καν. Η Βίβιαν και ο Πλούμπης, ο άντρας της, ήταν η οικογένειά μας τρία χρόνια τώρα -- και θα εξακολουθήσει να είναι για πάντα. Χωρίς την απόλυτη γενναιοδωρία τους απλώς δεν θα ζούσαμε στο επίπεδο που ζήσαμε τόσο καιρό. Θα ήμασταν, για να το πούμε έτσι, «στο εξωτερικό». Τώρα ήμασταν στον Παράδεισο.

Βαν λοιπόν. Τέσσερις ώρες ταξίδι. Η άχαρη καρτποσταλική εξοχή της Αυστροουγγαρίας. Τα παιδιά στα πόδια μας. Δεν θέλουν να καταλάβουν ότι κάτι γίνεται, αλλά δεν μπορούν και να προσποιηθούν πως όλα αυτά είναι φυσιολογικά.

Αεροδρόμιο της Βιέννης. Είμαστε οι μόνοι ταξιδιώτες. Η πτήση των 8 μ.μ. καθυστερεί μία ολόκληρη ώρα, κι ας είναι η μόνη. Υπάρχει σοβαρός λόγος: περιμένουμε τρεις Έλληνες ακόμη, τους τελευταίους. Τρέχουν να προλάβουν. Δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθεί κανείς μας, όσο και να καθυστερήσουμε. Είμαστε 74 συνολικά, οι περισσότεροι από την Αυστρία.

Η πτήση κρατά μία ώρα και 45 λεπτά. Τα καινούργια Airbus της Aegean, τα Α320neo, είναι μαγικά. Είμαστε οι πρώτοι που καθόμαστε στις θέσεις τους.

Στο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο βοηθός του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας, του Βασίλη Παπαγεωργίου. Καταπληκτικός, ήταν παντού ταυτόχρονα. Και Αστυνομία, παντού μα παντού. Μας επιβιβάζουν ανά 22 σε τέσσερα πούλμαν. Η όλη επιχείρηση είναι ΑΨΟΓΗ. Σε μιάμιση ώρα είμαστε στο ανακαινισμένο Ακροπόλ, στην Ομόνοια, όπου μπαίνουμε δύο-δύο ανά πέντε λεπτά. Κανείς δεν δυσανασχετεί.

Απέξω μάς περιμένει η φίλη Χρυσούλα Δημοπούλου και ο άντρας της, ο Λεονάρδος. Ταξιτζήδες και οι δύο, από επιλογή, απολύτως υψηλού επιπέδου. Και σίγουρα το πιο εγγράμματο ζεύγος οδηγών ταξί -- στον κόσμο. Παίρνουν τη Φαντομά και τον Αρσέν με την Άγκαθα για να τους πάνε εκεί που πρέπει να τους πάνε. Αχ...

Μέσα, μας δίνουν τον φάκελο που έχει ετοιμαστεί για τον καθένα μας και μας μοιράζουν σε δωμάτια. Τα δωμάτια του Ακροπόλ είναι συγκλονιστικά. Και, ναι, είμαστε οι πρώτοι που τα βλέπουμε και αυτά. Όταν τελειώσει όλο αυτό, να το ξέρετε, το Ακροπόλ θα λάμψει. Όσοι αγαπάτε τα 70s να πάτε οπωσδήποτε, κι ας μένετε Αθήνα.

Είμαστε σε χωριστά δωμάτια με την Κίκα -- πολυτελή, δίκλινα, μεγάλα. Αλλά χώρια. Λογικό: όλα είναι λογικά. Όλα είναι τρομερά καλά οργανωμένα.

Κάνουμε μπάνιο, κοιμόμαστε, είμαστε πτώματα. Το πρωί περνά χωρίς να γίνει κάτι, και φτάνει το μεσημέρι για να δώσουμε δείγμα για το τεστ. Το σκηνικό, με την τεράστια εντελώς γυμνή αίθουσα που το πάτωμά της είναι καλυμμένο με χοντρό πλαστικό, θυμίζει Κιούμπρικ. Δίνουμε το δείγμα.

Ανεβαίνουμε στα δωμάτιά μας. Μαθαίνουμε τα νέα των μωρών. Ο Αρσέν με την Άγκαθα είναι στο σπίτι της Μαρίας Μπόχερτ, της Ολλανδής φίλης μας που ξέρει πολλά (σίγουρα τα περισσότερα του τομέα σου -- όποιος κι αν είναι ο τομέας σου) και ξέρει πάρα πολλά και για τα σκυλιά. Η Φαντομά είναι μόνη στο AirBnB που νοικιάσαμε από την Πράγα και που επισκέφτηκαν και ετοίμασαν από την προηγουμένη η Ροδή με την κόρη της, την Έβελιν -- χωρίς αυτές τις δυο, θα είχαμε χάσει την επαφή μας με τα βιβλία στην Πράγα, καθώς πώς αλλιώς ή ποιος άλλος θα αναλάμβανε να συγκεντρώνει τα βιβλία και να μας τα στέλνει δυο φορές τον μήνα με το ΚΤΕΛ;... Και δεν είναι το μόνο που κάνουν αυτό.

Πέρασε κι αυτή η νύχτα. Ξημέρωσε σήμερα, και πια περιμένουμε τα αποτελέσματα του τεστ. Και συνεχίζουμε να τρώμε. Το ρουμ-σέρβις του Ακροπόλ φέρνει και αφήνει έξω από την πόρτα σου μια τσάντα με διάφορα, ανά δύο ώρες. Πρέπει να βάλαμε δυο κιλά μέσα σε δυο μέρες. Το σημερινό ψάρι ήταν άλλο πράγμα.

Ακριβώς 20 ώρες από το τεστ, ήρθαν τα αποτελέσματα. Ήμασταν και οι δυο αρνητικοί, και μπορούσαμε να φύγουμε από το ξενοδοχείο, για να συνεχίσουμε την καραντίνα μας των 14 ημερών εκεί όπου είχαμε δηλώσει. Στο AirBnB που νοικιάσαμε. Όσοι βγήκαν θετικοί (μονοψήφιος αριθμός) θα συνέχιζαν την καραντίνα τους στο Ακροπόλ. Όλη η επιχείρηση εξακολουθεί να είναι άψογη μέχρι το τέλος. Και δωρεάν -- αν και επιμέναμε να πληρώσουμε. Αν δεν είχαμε νοικιάσει αλλού, μπορούσαμε να μείνουμε στο ξενοδοχείο. Έτσι και δεν είχαμε τα παιδιά, θα το επιλέγαμε.

Κάτω, μας περιμένουν πάλι η Χρυσούλα με τον Λεονάρδο. Παίρνουν από έναν από μας (απαγορεύονται τρεις ενήλικες σε ένα αμάξι) και πάμε η μεν Κίκα στο σπίτι που νοικιάσαμε, ο δε εγώ στης Μαρίας για να πάρω τα μικρά.

Επιτέλους συναντιόμαστε όλοι. Νομίζουμε πως πέρασε ένας μήνας, ή κάτι τέτοιο. Αλλά όχι, ήταν δυο μέρες μόνο.

Χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Η Τσάκος έχει στείλει τα ανίψια της με ένα σωρό πράγματα. Άλλα τόσα έχει αφήσει και η Ροδή, σε ψυγείο και ντουλάπια. Χώρια τα τσουβάλια με την τροφή των παιδιών. H Πέπη μάς γράφει ότι δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο, θα έρθει τώρα να αφήσει τις «τσάντες» της. Η Άντζη με τον Αφεντάκη, τα ίδια - γλυκά και κρασί. Λογικά, θα φάμε κάπου το 1/10 όσων προμηθειών μάς έφεραν όλοι τους τις επόμενες 12 ημέρες, και τα υπόλοιπα θα τα φορτώσουμε στο αμάξι που θα νοικιάσουμε για να ανέβουμε επάνω και θα τα καταναλώνουμε τον πρώτο μας μήνα στο νέο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη.

Που το ψάχνουμε τώρα, από το ίντερνετ.