- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Γιώργος Χουλιάρας πώς τα προλαβαίνει όλα;
«Πήρε χρόνια να κατακτήσω την ανωριμότητά μου. Με ενοχλούν οι σοφοί γέροντες».
Ο Γιώργος Χουλιάρας, Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων μιλάει στην Athens Voice, για τους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές αλλά και για τη ζωή του.
Κύριε Χουλιάρα, οφείλω να ομολογήσω ότι, όταν άνοιξα να ενημερωθώ από το διαδίκτυο* για σας, έμεινα άφωνη. Αλήθεια, πώς τα προλαβαίνει όλα, σκέφτηκα. Επιτρέψτε μου να θέσω ερωτήσεις που θέλω να σας κάνω εδώ και καιρό και, πιστέψτε με, δεν είμαι μόνο εγώ. Κύριε Χουλιάρα, ποιο ρόλο παίζει η Εταιρεία Συγγραφέων στην ελληνική λογοτεχνία και ειδικά σε μια εποχή κρίσης;
Τον ρόλο μιας συλλογικής συνείδησης, καθώς η προάσπιση της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και των ηθικών και πνευματικών δικαιωμάτων των συγγραφέων συνιστά θεμελιώδη σκοπό της ίδρυσής της το 1981, με επίτιμο πρόεδρο τον Οδυσσέα Ελύτη. Κάθε φορά πρόκειται για σύνθεση. Κάθε συγγραφέας έχει τη δική του άποψη και οι απόψεις μπορεί να μη συμπίπτουν. Σωματείο μη κερδοσκοπικό και μείζων φορέας ποιητών, πεζογράφων, δοκιμιογράφων, μεταφραστών, κριτικών και άλλων ανθρώπων του λόγου που γράφουν στα ελληνικά, με αντεπιστέλλοντα και επίτιμα μέλη που είναι διακεκριμένοι νεοελληνιστές και επιφανείς ξένοι συγγραφείς, η Εταιρεία επιδιώκει την προαγωγή και εκπροσώπηση στο εξωτερικό της ελληνικής λογοτεχνίας και γλώσσας και την αλληλεγγύη προς συγγραφείς. Διοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις εθνικής και διεθνούς εμβέλειας, απονέμει τέσσερα βραβεία σε αναγνωρισμένους και πρωτοεμφανιζόμενους Έλληνες ή ξένους συγγραφείς που προάγουν τα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό και έχει ενεργό εκδοτική δράση, που περιλαμβάνει ετήσιο Ημερολόγιο με πρωτότυπα κείμενα μελών της. «Λογοτεχνία & Επανάσταση (1821-2021)» είναι το θέμα του Ημερολογίου 2020 της Εταιρείας Συγγραφέων. Μετά από πρόταση της Εταιρείας καθιερώθηκε διεθνώς από την UNESCO η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Για να μην αναφερθώ σε εν ζωή μέλη, εκλιπόντα μέλη της περιλαμβάνουν την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιάννη Δάλλα, την Κική Δημουλά, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Ουμπέρτο Έκο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Παύλο Ζάννα, την Άλκη Ζέη, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Μένη Κουμανταρέα, τον Ζακ Λακαριέρ, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Δημήτρη Μαρωνίτη, τον Αντώνη Σαμαράκη, τη Διδώ Σωτηρίου, τον Σέιμους Χίνι και πολλούς άλλους.
Ποιες είναι οι προοπτικές και τι προσόντα πρέπει να έχει ένας συγγραφέας για να γίνει μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων; Ποιος αποφασίζει για αυτό;
Βασική προϋπόθεση για να εκλεγεί κάποιος μέλος αποτελεί έργο αναγνωρισμένης από την κριτική λογοτεχνικής αξίας. Υποψήφιοι για μέλη πρέπει να προταθούν από επτά ήδη μέλη της Εταιρείας και να υπερψηφισθούν με αυξημένη πλειοψηφία από την ετήσια Γενική Συνέλευση σε μυστική ψηφοφορία. Η Εταιρεία Συγγραφέων δεν είναι ένας σύλλογος στον οποίο εγγράφονται μέλη ούτε αποφασίζει κάποια επιτροπή ή το Διοικητικό Συμβούλιο. Αποφασίζουν οι ομότεχνοι. Η διαδικασία αυτή αξιολόγησης από ομότιμους (peer review, όπως λέγεται διεθνώς) είναι ο τρόπος με τον οποίο ακαδημαϊκοί φορείς επιλέγουν μέλη τους και επιστημονικά περιοδικά αποφασίζουν ποια άρθρα θα δημοσιευτούν. Οι προοπτικές είναι δύσκολες, επομένως, καθώς πρέπει να συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων σε μυστική ψηφοφορία. Κάποιοι γίνονται μέλη μετά από επανειλημμένες προσπάθειες, έχοντας μεσολαβήσει επιπλέον δημοσιεύσεις που δικαιολογούν εκ νέου υποψηφιότητα.
Κατηγορούν την Εταιρία Συγγραφέων ότι είναι πολύ αυστηρή και γι’ αυτό κάθε χρόνο μπαίνουν ελάχιστοι από τους υποψήφιους…
Δίκιο μπορεί να έχουν περισσότερες από μία πλευρά. Όσο δημοκρατική και αδιάβλητη και αν είναι, καμία διαδικασία δεν αποφεύγει αστοχίες. Κάποιοι υποψήφιοι δεν είναι επαρκώς γνωστοί, αν και καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να ενημερωθούν τα μέλη, ενώ βιβλία των υποψηφίων είναι στη διάθεση των μελών στα γραφεία της Εταιρείας. Κάποιοι διστάζουν να θέσουν υποψηφιότητα και κανείς δεν πρέπει να τους κατηγορεί, όσο και αν στην Ελλάδα έχουμε εύκολες τις κατηγορίες. Εντός της Εταιρείας υπάρχει συζήτηση σχετικά με τη διαδικασία, χωρίς όμως να διαμορφώνεται συναίνεση που θα στήριζε αναθεώρηση καταστατικού. Είναι κρίμα να είναι τόσο δύσκολο αξιόλογοι και νεότεροι συγγραφείς να εκλεγούν μέλη της. Λύση όμως δεν συνιστούν οι εκπτώσεις στα κριτήρια. Παρά τη φθορά των θεσμών που γενικά παρατηρείται, γεγονός παραμένει ότι πολλοί θέλουν να γίνουν μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων, καθώς συσπειρώνει πλειονότητα διακεκριμένων συγγραφέων σύμφωνα με προφανή κριτήρια (κριτική αναγνώριση, βραβεία, αναγνωρισιμότητα στο εξωτερικό κ.λπ.). Γίνεται αντιληπτή η εύλογη πικρία όσων οι υποψηφιότητες δεν υπερψηφίζονται από τη Γενική Συνέλευση. Είναι λυπηρές οι περιπτώσεις ατόμων που το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας οδηγεί σε ανακρίβειες ή και σε εμπάθεια.
Έχω την αίσθηση ότι έχουν αποκλειστεί εξ ορισμού συγγραφείς που θεωρούνται ότι γράφουν εύπεπτη λογοτεχνία, που όμως είναι ιδιαίτερα αγαπητοί και πουλάνε χιλιάδες βιβλία. Ισχύει;
Ο αποκλεισμός, όπως λέτε, είναι η άλλη πλευρά της έλλειψης κριτικής αναγνώρισης. Σε έναν κατάλογο με καλά ελληνικά κρασιά, θα βάζατε κρασί που αγοράζουμε χύμα, όσο ευπώλητο ή αγαπητό και αν είναι; Χωρίς σταθερή ποιότητα, το καλό χύμα κρασί αποτελεί την εξαίρεση, όχι τον κανόνα. Έχω φάει σε μαγειρεία πολύ καλύτερα από όσο σε κάποια δήθεν εστιατόρια. Αυτή η εμπειρία δεν αναιρεί αξιολογήσεις εστιατορίων, παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη κριτική δεν αποδέχεται αυτόματες διακρίσεις μεταξύ «υψηλού», υποτίθεται, και «χαμηλού» πολιτισμού. Αν ό,τι ονομάζεται σπιτικό φαγητό ισοδυναμούσε γευστικά με τις συναισθηματικές συνδηλώσεις του, δεν θα υπήρχαν εστιατόρια και ας μην είχε κανείς χρόνο να μαγειρέψει. Εξαιρετικές ταινίες του Χόλυγουντ βραβεύονται στις Κάννες χωρίς οι ακτές του Ειρηνικού να ταυτίζονται με τις ακτές της Μεσογείου.
Υπάρχει ανάγκη και δυνατότητα ενός Λογοτεχνικού Επιμελητηρίου, όπως για παράδειγμα υπάρχει το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών ή το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, που είναι συνδικαλιστικά σωματεία και τα μέλη τους εκλέγονται λόγω ιδιότητας και όχι με κάπως ασαφή ποιοτικά κριτήρια;
Θετική θα ήταν οποιαδήποτε πρωτοβουλία στηρίζει τους συγγραφείς στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό υπάρχουν αντίστοιχες επαγγελματικές ενώσεις, που δεν περιορίζονται σε συγγραφείς λογοτεχνίας. Τα μέλη δεν εκλέγονται, αλλά εγγράφονται βάσει κάποιων κριτηρίων, όπως ο αριθμός βιβλίων που έχουν εκδώσει. Για συγγραφείς που εγγράφονται σε επαγγελματικές ενώσεις, κριτήριο δεν αποτελεί η κριτική αποτίμηση του έργου τους. Το ερώτημα παραμένει αν θα βρεθούν άτομα να αναλάβουν πρωτοβουλίες που δεν θα εκπέσουν σε παραγωγή ανακοινώσεων. Σε σχέση με ποιοτικά κριτήρια, δεν νομίζω ότι πρόκειται για έλλειψη σαφήνειας, αλλά για το πόσο πολύπλοκο είναι να διατυπωθούν. Τα λογοτεχνικά κείμενα κρίνονται από όσους έχουν μάθει να διαβάζουν. Ο κριτικός αναγνώστης λειτουργεί όπως ένας γευσιγνώστης ή εκείνος που έχει «μάτι» και, κατά κανόνα, αν και όχι χωρίς λάθη, μπορεί να εκτιμήσει την αξία ενός πίνακα, που δεν απορρέει από το γεγονός ότι απλώς έχει ζωγραφιστεί.
Γιατί πάντα λειτουργούμε χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα;
Σας βρίσκω πολύ αισιόδοξη. Μόνο δύο στρατόπεδα; Στην Ελλάδα φοβάμαι ότι παραμένει ενεργό το σύνδρομο της κατσίκας του γείτονα. Όχι αρκετά ικανοποιημένοι με τη ζωή τους, οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να ασχολούνται με τη ζωή των άλλων. Λίγα σπίτια, κακό χωριό, έλεγαν οι παλιοί. Μπορεί να υπάρχουν πολλά σπίτια τώρα, ιδίως στην Αθήνα, αλλά παραμένουν πρόσφατες οι μαζικές μετακινήσεις στις πόλεις. Η πίεση να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου αυξάνεται από την εντύπωση ότι υπάρχουν περισσότεροι συγγραφείς από αναγνώστες. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, σε σχέση με την εμφύλια έφεση των Ελλήνων, αξεπέραστος παραμένει ο Θουκυδίδης. Δεν πρόκειται ωστόσο για ελληνική αποκλειστικότητα. Είναι σήμερα Ενωμένες οι Ηνωμένες Πολιτείες; Είναι σήμερα Μεγάλη η Μεγάλη Βρετανία;
Συχνά βρίσκεστε σε ταξίδια στο εξωτερικό. Τι ακούτε για μας; Διαφέρει ο ξένος αναγνώστης από τον Έλληνα;
Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Δοκιμασμένοι αναγνώστες σε διαφορετικές χώρες έχουν στενότερη μεταξύ τους συνάφεια από τη συγγένεια που συνδέει όσους μιλούν την ίδια γλώσσα, ενώ διαιρούνται σε όσους διαβάζουν και σε όσους δεν διαβάζουν. Παραμένει δύσκολο να βρεις βιβλία πέρα από εκείνα που προωθούνται. Στα ελληνικά, όπως και σε άλλες γλώσσες με περιορισμένο αριθμό αναγνωστών, έχουμε την τύχη να γίνονται πολλές μεταφράσεις. Αναγνώστες που παρακολουθούν ξένα περιοδικά, τα οποία φιλοξενούν Έλληνες συγγραφείς, εμφανίζονται ενημερωμένοι. Ωστόσο ο μέσος ξένος αναγνώστης ρωτά: Γιατί δεν γνωρίζουμε τι γράφετε στην Ελλάδα; Η ίδια ερώτηση απευθύνεται από εμάς σε ξένους συγγραφείς. Ποιους ξένους συγγραφείς που γράφουν σήμερα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας αναγνώστης;
Είναι εύκολο ένας Έλληνας συγγραφέας να κάνει καριέρα στο εξωτερικό; Σας ρωτώ γιατί, σε πρόσφατη συνάντηση, ξένη συγγραφέας δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Καζαντζάκης και είχε έρθει επίσκεψη στη χώρα μας...
Εύκολο δεν είναι, αλλά μπορεί να συμβεί. Υπάρχουν περιπτώσεις Ελλήνων συγγραφέων που είναι πιο γνωστοί στο εξωτερικό από όσο στη χώρα μας. Αντιλαμβάνομαι την απορία και αγανάκτησή σας. Πνέει τα λοίσθια η γενιά των ξένων που είχαν γνωρίσει το έργο του Καζαντζάκη και η υποχώρηση αυτή θα γίνει ακόμη πιο αισθητή, αν δεν υπάρξει αναζωπύρωση ενδιαφέροντος.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια λογοτεχνία σήμερα; Υπάρχει ελπίδα ή έχουμε επαναπαυτεί στις δόξες του παρελθόντος;
Κατ’ αρχάς πρέπει να χαιρετίζεται η βράβευση, αναγνώριση και παρουσία στο εξωτερικό Ελλήνων συγγραφέων, μελών ή όχι συλλογικών φορέων. Απαραίτητη είναι η υποστήριξη της παρουσίας αυτής (σε διεθνή φεστιβάλ, εκθέσεις βιβλίου, ανθολογίες, αφιερώματα ξένων περιοδικών κ.λπ.) και η στήριξη μεταφράσεων από τα ελληνικά – ιδίως στην κοινή γλώσσα της εποχής μας, που είναι τα αγγλικά, όπως κάποτε ήταν τα ελληνικά. Πρωτοβουλίες δεν εντάσσονται αποτελεσματικά σε μια στρατηγική προβολής χωρίς ανάλυση για τις συνθήκες που επικρατούν σε σχέση με τη θέση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Στο ερώτημα επιχείρησα να απαντήσω συνοπτικά σε ημερίδα του περιοδικού Literature.gr. Με δυο λόγια, θα έλεγα ότι η θέση της Ελλάδας είναι τόσο προβεβλημένη ώστε να αποβαίνει εις βάρος σύγχρονων συγγραφέων, σε συνθήκες μικρού αριθμού μεταφράσεων από άλλες γλώσσες στα αγγλικά και εχθραναγνωσίας, όπως την ονομάζω. Σε έναν παγκόσμιο πολιτιστικό καταμερισμό, υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός για λίγες θέσεις στα ράφια της διεθνούς λογοτεχνίας. Θέσεις που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τα ελληνικά σε μετάφραση είναι ήδη κατειλημμένες από σπουδαίους συγγραφείς της αρχαιότητας, με αποτέλεσμα σχεδόν μόνον ο Καβάφης να είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμος. Εννοείται ότι οι κάθε φορά εκπρόσωποι της ελληνικής λογοτεχνίας θα πρέπει να μπορούν να απευθυνθούν σε ξένο κοινό. Επιπλέον, τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σταθερότητα, αν δεν προστατεύονται τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών, ενώ θεωρώ ώριμο το αίτημα να νομοθετηθούν φορολογικά κίνητρα για Έλληνες δημιουργούς, αλλά και ξένους που θα ήθελαν να γράφουν στη χώρα μας.
Πιστεύετε ότι η πεζογραφία ή η ποίηση συνέβαλε περισσότερο στην ανάπτυξη των γραμμάτων; Ποιοι έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα οι ποιητές ή οι συγγραφείς;
Νομίζω ότι για την ανάπτυξη των γραμμάτων σημασία έχει η ολοκλήρωση των σχέσεων πεζογραφίας και ποίησης, δηλαδή ο συνδυασμός τους και όχι κάποιοι μεταξύ τους ακκισμοί. Πρόκειται όμως για ενδιαφέρουσα ερώτηση, ανάλογη με το αν μεγαλύτερη σημασία έχουν τα μαθηματικά (που αντιστοιχούν στην ποίηση) ή η φυσική (που αντιστοιχεί στην πεζογραφία). Η πεζογραφία, δηλαδή η φυσική και τεχνολογικές εφαρμογές της, έχουν πιο άμεσες επιπτώσεις σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Ακολουθώντας τον μετασχηματισμό του έπους σε αρχαίο αλεξανδρινό μυθιστόρημα, το νεωτερικό (αστικό) μυθιστόρημα και οι μετα-μυθοπλαστικές μεταμορφώσεις του βρέθηκαν στον αφρό των επαναστάσεων της τυπογραφίας και του αλφαβητισμού, που δημιούργησαν τον σύγχρονο αναγνώστη. Θερβάντες - Όμηρος 1-0. Η ποίηση ανασυντάχθηκε, πιο πρόσφατα με τον Μπωντλαίρ, σε σύγχρονο λυρισμό, επιστρέφοντας στη Σαπφώ, ενώ εκκρεμούν οι επιπτώσεις για την ποίηση της ψηφιακής επανάστασης και επανασυνδέσεων με την προφορικότητα των παραστατικών τεχνών. Η ποίηση συνιστά απαρχή του λόγου, τον οποίο κατα-σκευάζει, όπως φανερώνει το όνομά της, καθώς από την ποίηση προέρχονται, εκλύονται και ανανεώνονται άλλα είδη, όπως τα μαθηματικά συνιστούν προϋπόθεση της φυσικής. Χρησιμοποιώ τον όρο συγγραφείς για πεζογράφους, ποιητές, δοκιμιογράφους, κριτικούς κ.ο.κ. Στο ερώτημα αν «μεγαλύτερη βαρύτητα» έχουν οι ποιητές ή οι πεζογράφοι, θα απαντούσα ότι είναι θέμα βάρους ή πάχους, αν προτιμάτε. Εξαρτάται από το ποιος είναι πιο χοντρός. Περισσότερο χαρτί καταναλώνουν οι πεζογράφοι, ενώ οι ποιητές προσπαθούν να ξοδέψουν χαρτί επιμένοντας να μη γεμίζουν ολόκληρη τη σελίδα. Μπορώ να φανταστώ αγώνες σούμο μεταξύ των δύο πλευρών ή το ίδιο άτομο να αντιπαλεύει τον εαυτό του, αν παράλληλα ποιεί και πεζογραφεί. Μπορώ επίσης όμως να φανταστώ λεπτά και χοντρά σώματα εξίσου ανάλαφρα να επιπλέουν σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Διεθνώς εν πάση περιπτώσει, το περί ποίησης ή πεζογραφίας ερώτημα σε σχέση με τη νεότερη Ελλάδα έχει απαντηθεί (Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος και άλλοι), όπως απαντήθηκε και για την αρχαιότητα (Όμηρος, λυρικοί και τραγικοί ποιητές).
Γιατί δυσκολευόμαστε πια να βρούμε συγγραφείς που να μας εκπλήσσουν;
Γιατί τίποτε δεν μας εκπλήσσει. Όταν εκπέσουν οι προθέσεις και αφαιρεθεί το εκ-, η έκπληξη γίνεται πλήξη. Ευτυχώς, όπως λέω, «στην Ελλάδα σπάνια πλήττει κανείς, ενώ σχεδόν πάντοτε πλήττεται».
Αρκετοί κατηγορούν τους διανοούμενους ότι έχουν γίνει μέρος της ελίτ. Τι απαντάτε;
Λόγου του ρόλου τους οι διανοούμενοι μοιάζουν με «ανιχνευτές», που συνοδεύουν άμαξες εποίκων και στρατιωτικά αποσπάσματα, σε ταινίες γουέστερν. Άλλοτε στη σκηνή του διοικητή και άλλοτε στην πρώτη γραμμή. Κάποιες φορές και με τους αυτόχθονες, έστω νομίζοντας ότι ξεπερνούν τη γενοκτονία της διαίρεσης μεταξύ καουμπόηδων και Ινδιάνων, που αλλιώς θα είχαν ονομαστεί, αν ήξερε ο Κολόμβος πού πήγαινε. Το ζήτημα είναι αν εξαγοράζονται από την κολακεία και κάποια προνόμια ή αν επιμένουν να περιγράφουν ανθρώπους και έδαφος όπως τα ανιχνεύουν.
Παρατηρούνται στ’ αλήθεια αξιόλογοι ποιητές σήμερα;
Ασφαλώς, αρκεί να έχεις μάθει να διαβάζεις. Το αν και πώς αυτό θα καταγραφεί είναι βέβαια άλλο θέμα. Μην ξεχνάτε ότι υπάρχουν τρεις απόψεις περί γραφής. Υπάρχει η άποψη όσων γράφουν (και όσων τους περιβάλλουν). Υπάρχει η δημόσια άποψη της κριτικής, που ενστερνίζονται ή όχι οι αναγνώστες. Υπάρχει επίσης μια εσωτερική αξιολόγηση μεταξύ όσων γράφουν και διαβάζουν συστηματικά, που δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με όσα μπορεί να λέγονται δημοσίως. Δυστυχώς ο εμπιστευτικός χαρακτήρας αυτής της τρίτης άποψης πρέπει να τηρηθεί, καθώς ευθυκρισία και δημοσιότητα δεν είναι φιλενάδες. Όσα και αν υποκριτικά λέγονται εναντίον της υποκρισίας, γνωρίζουμε από τον Ίψεν πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η «αποκάλυψη μιας αλήθειας», που έχει υποκαταστήσει την ύβριν στον πυρήνα της (αστικής) τραγωδίας.
Η λογοτεχνία και η ποίηση έχουν τις διακυμάνσεις τους. Έχουν περιόδους ανόδου και περιόδους μιας σταθερότητας ή και αποτελμάτωσης. Ποιο είναι το μέλλον της ποίησης στην Ελλάδα; Υπάρχει ελπίδα για νέους καλούς ποιητές;
Δύσκολο και λαμπρό βλέπω το μέλλον της ποίησης που γράφεται στα ελληνικά, στη χώρα μας ή αλλού. Δύσκολο, γιατί δεν επιτρέπει πολλές ατομικές ελπίδες σε νέες ποιήτριες και ποιητές. Λαμπρό, γιατί, έχοντας ξεκινήσει ως ελληνικό επίτευγμα στη Δυτική παράδοση, η ποίηση ανασυγκροτείται με προσωπικές κορυφώσεις και ενδιάμεσα χορικά. Τα ομηρικά έπη συνέχουν τους Έλληνες δημιουργώντας κοινή συνείδηση. Η ποίηση εν κινήσει γίνεται θέατρο. Εκλάμψεις συνεχίζονται έως τα νεότερα χρόνια, όταν μια νέα χώρα προκύπτει από την ποίηση. Δικέφαλη και αρχικά εξωστρεφής, με ένα κεφάλι στα απροσάρτητα Επτάνησα του Σολωμού, ενώ το άλλο στη φιλελληνική οικουμένη του Μπάιρον, η καρδιά της χάνεται στο Μεσολόγγι. Μεσολαβεί η μεγάλη ιδέα σύγκρουσης αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, πριν το τραυματισμένο σώμα μπολιάσουν η ελληνική διασπορά με τον Καβάφη και νεότερα ευρωπαϊκά ρεύματα και πριν φτάσουμε στα χρόνια τώρα της αμφιθυμίας. Είναι επομένως τυχερός όποιος γράφει στα ελληνικά, ιδίως αν δεν το ξέρει, γιατί η γνώση δεν είναι μόνον απελευθέρωση, αλλά και φυλακή. Μαθαίνοντας βλέπουμε, αλλά πόσο στραβά, όταν φοράμε λάθος γυαλιά. Αν ποτέ προλάβω, θα ήθελα να αρχίσω ένα ίδρυμα που θα βοηθά, όσους το επιθυμούν, δημιουργικά να «ξεμάθουν»: The Unlearning Foundation. Λυπάμαι που στην κορύφωση της κρίσης, όταν οι προβολείς των διεθνών ΜΜΕ ήταν στραμμένοι στην Ελλάδα και η ελληνική λογοτεχνία είχε εξω-λογοτεχνικά στηρίγματα που συνάδουν με διεθνή βραβεία, οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι. Σε κλίμα εσωστρέφειας δεν ήταν εύκολο να το δουν, με αποτέλεσμα να χαθεί μια ευκαιρία, όπως χάθηκε το Νομπέλ για τον Καζαντζάκη με ενεργό ανάμιξη εναντίον του από την Ελλάδα. Σχετικά με τους νεότερους πάντως, δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να δώσει συμβουλές. Πρέπει να κάνουν τα δικά τους λάθη. Ας προστατεύονται από έναν υγιή αυτο-σαρκασμό, που ελέγχει τον ναρκισσισμό των δημιουργών. Καλλιεργώντας ευδιάκριτη «υπογραφή» στο πώς γράφουν, ας αποφεύγουν το χειρότερο για έναν συγγραφέα, που είναι να αντιγράφει τον εαυτό του. Αυτός που γράφει χρειάζεται πεποίθηση για όσα γράφει. Ταυτόχρονα απαιτείται δημιουργική αμφιβολία. Αν δεν αμφισβητεί όσα γράφει, πώς θα γράψει καλύτερα;
Σε ποιο κοινό απευθύνονται οι ποιητές;
Δυνητικά απευθύνονται σε όλους. Πρόκειται για το δημοκρατικό ήθος της ποίησης. Όλοι μπορούν να γίνουν φορείς γραφής και ανάγνωσης. Πρακτικά βέβαια η ποίηση απευθύνεται σε όποιον έχει μάθει ή θέλει να μάθει να διαβάζει. Η ανάγνωση είναι μια τέχνη που δεν την κατέχουν όλοι. Η ανάγνωση συνιστά ένταξη –όχι κληρονομικά– σε μια αριστοκρατία συγκινήσεων και σκέψεων, που υλοποιεί όμως την υπόσχεση του αλφαβητισμού για δημοκρατία της αλφαβήτου. Ας μην καταλήγουν οι ποιητές έγκλειστοι σε ποιητικά γκέτο, ας μην ξεχνούν το μαζικό παρελθόν της ποίησης και τις δυνατότητες μαζικής επαναφοράς που εγκυμονεί η ψηφιακή εποχή.
Στη χώρα μας γράφονται πολλά ποιήματα και πολλοί γράφουν και εκδίδουν. Σημαίνει κάτι αυτός ο πληθωρισμός;
Μάθαμε να φοβόμαστε τον πληθωρισμό. Αυτό είναι εύλογο, γιατί αποδυναμώνει το νόμισμα. Πέρα από νομίσματα όμως, καθώς ένα φεγγάρι δίδασκα οικονομική ιστορία, φοβίες πληθωρισμού μπορεί να αποβούν εξίσου καταστροφικές για την οικονομία των λέξεων. Διαβάζοντας βιβλία που μου στέλνουν, ανακαλύπτω άγνωστες φωνές, χωρίς να αποκτώ εποπτεία. Όταν ήταν πιο δύσκολο να εκδοθούν βιβλία, γνώριζα τι κυκλοφορούσε στα ελληνικά ενώ ζούσα στο εξωτερικό. Είναι όμως αυτός λόγος να μιλά κανείς για ανεξέλεγκτες εκδόσεις; Μα ανεξέλεγκτες πρέπει να είναι. Η ελευθερία της έκδοσης, όπως και η ελευθερία της κριτικής, συνιστούν πλευρές της ελευθερίας της έκφρασης. Ας ανθίζουν τα λουλούδια όλα. Ανθολόγοι, συλλέκτες καρπών, μυλωνάδες ακολουθούν, ενώ διαρκώς ανασυντάσσονται άτυπες εσωτερικές κατατάξεις. Δεν νοείται αστυνόμευση όσων γράφονται και εκδίδονται. Δουλειά του κριτικού αναγνώστη είναι βελτιώνοντας φίλτρα υποδοχής να υποδεχθεί ό,τι αξίζει.
Ο Γιώργος Χουλιάρας τι δηλώνει ακριβώς; Ποιητής, διπλωμάτης, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής;
Εξαιρώντας συντομογραφικούς προσδιορισμούς σε ανακοινώσεις, βιογραφικά κ.λπ., ο Γιώργος Χουλιάρας προτιμά να μη δηλώνει τίποτε. Το γράψιμο αποτελεί άλλωστε «αδήλωτη» και κυρίως χειρωνακτική εργασία. Αν χρειάζεται κάτι να δηλωθεί, αυτό ας είναι «αναγνώστης» και κατά συνέπεια «γραφιάς», αφού γραφή και ανάγνωση προϋποθέτουν η μία την άλλη. Ο συγγραφέας γράφει για να έχει κάτι να διαβάσει, ενώ ο αναγνώστης διαβάζοντας γράφει. Θεωρώ σπουδαία τέχνη τη μετάφραση. Μεταφραστής είναι και ο συγγραφέας που μεταφράζει στο χαρτί όσα κλέβει από το κεφάλι του ή από άλλα κεφάλια. Θεωρώ κατ’ εξοχήν (και κατά πόλιν) κορυφαία δοκιμή το δοκίμιο, όπου δοκιμάζονται οι αντιφ(ρ)άσεις του λόγου. Με συγκινεί η μη αυτοκίνητη, αλλά πεζή πορεία της πεζογραφίας, με τρόπους που θυμίζουν άσκοπους περιπατητές ενώ συγ-κινούνται σε τοπία της φαντασίας. Διπλώνοντας το γραμμένο χαρτί, ο διπλωμάτης τόσο πιο τελεσματικά εκπροσωπεί τη δική του πλευρά όσο πιο ιθαγενής γίνεται της πλευράς που τον φιλοξενεί, διαδικασία που ισχύει στη λογοτεχνία. Όλα αυτά προϋποθέτουν κάποια μέθοδο του ποιείν, έστω και αν ο τίτλος του «ποιητή» θα έπρεπε να αποδίδεται μετά θάνατον. Μεθοδολογιστής νομίζω είχα δηλώσει σε κάρτα ξενοδοχείου στο Παρίσι, όταν περαστικός έγραφα τα «Εικονομαχικά». Αργότερα, δεκαετίες πριν προκύψουν οι εκπομπές μαγειρικής, αναδείκνυα τον μάγειρα ως πρότυπο δημιουργού. Λεξικογράφος θα έλεγα την περίοδο του «Λεξικού αναμνήσεων». Υπάρχει συνεχής ώσμωση στη λογοτεχνία. Η ποίηση είναι μήτρα από την οποία εκλύονται τα είδη του λόγου.
Αν σας ρωτούσα ποιες σκέψεις ακολουθούν τη λέξη λογοτεχνία, τι θα απαντούσατε;
Τεχνολογία. «Τεχνολογία της λογοτεχνίας» εξάλλου είναι ο τίτλος ενός βιβλίου δοκιμίων –κάποια από τα οποία έχουν δημοσιευτεί μόνο στα αγγλικά– που δεν έχω προλάβει να εκδώσω. Διαρκώς προσπαθώ να κλέψω χρόνο να γράψω. Γράφω ίσως πολύ, δημοσιεύοντας σε περιοδικά. Σπανίως βγάζω και βιβλία. Αυτό ίσως συνδέεται με μια αυτοκρατορική αντίληψη που έχω για τη λογοτεχνία. Όλα (όπως και τίποτε) είναι λογοτεχνία. Η τέχνη του λόγου κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο. Ωστόσο, δεν παύει να είναι μια απάνθρωπη διαδικασία. Όπως κάθε μοναχική εργασία, το γράψιμο βαραίνει τους ώμους όχι μόνον εκείνων που το υλοποιούν, αλλά και όσων τους συντροφεύουν. Δεν υπάρχει κάτι «φυσικό» στο να γράφεις και να διαβάζεις. Πρόκειται για δεύτερη φύση. Είναι κάτι που το μαθαίνεις. Μήπως αυτός είναι ο λόγος που κάποια από τα ωραιότερα λόγια αποτελούν κατάρες εναντίον του λόγου; Ψέμα, υποκρισία, παραποίηση θεωρούνται τα λόγια, που είναι το ψέμα που λέει την αλήθεια. Πώς θα ήταν η ζωή όμως αν μπορούσε να περιοριστεί σε χειρονομίες, νεύματα, βλέμματα; Και γιατί μια τέτοια επιστροφή στη φύση να σταματήσει στο επίπεδο του ζώου; Γιατί να μη συνεχίσει σε πιο πρωταρχικές εκδοχές μιας έμβιας οντολογίας, οπισθοχωρώντας προς τα φυτά και τα βακτήρια; Γιατί να είναι έμβιος ο βίος και όχι μια γεωλογική ζωή, αντίστοιχη με εκείνη που ζουν οι πέτρες, η άμμος και τα άστρα;
Ανήκετε στη γενιά του ’70. Τι καθιστά τη γενιά αυτή διαφορετική από όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν;
Το αν ανήκω ή όχι σε μια γενιά είναι θέμα ηλικίας, δηλαδή χρονολογιών πρώτων δημοσιεύσεων, όπως και εκλεκτικής συγγένειας με άλλους, που εξίσου καλώς ή κακώς διευκολύνεται η κριτική να εντάξει κάπου, ακόμη και χωρίς συνάφεια λόγου. Η «γενιά των εβδομήντα», όπως την ονομάζω, γενιά ποιητών κυρίως, έζησε τα κρίσιμα της χρόνια (μεγαλώνοντας αισθητικά, κοινωνικά κ.λπ., όταν ήταν περίπου 20 ετών το 1970) με τρόπο «διπλό»: εντός και εκτός δικτατορίας. Αρχικά βρέθηκε στα γράμματα σε περίοδο με έντονο εξω-λογοτεχνικό ενδιαφέρον για την ποίηση (σε αντιστοιχία με εμπειρίες ποιητών στην τότε Ανατολική Ευρώπη), ενώ το ενδιαφέρον αυτό άρχισε να εκλείπει μετά την κατάρρευση της δικτατορίας (σε αντιστοιχία με εμπειρίες συρρίκνωσης της λογοτεχνίας στη Δυτική Ευρώπη).
Τι ζητά κανείς από συγγραφείς με όσα διαδραματίζονται σήμερα;
Πλήγματα και καθημερινές δυσκολίες κουράζουν, προκαλούν απογοήτευση, οδηγούν σε παραίτηση. Ας συνεχίσει όμως να μας γοητεύει το μυστήριο της ζωής. Από συγγραφείς μπορεί να ζητά κανείς σοβαρότητα, που είναι το αντίθετο της σοβαροφάνειας, επιμονή, υπομονή, γενναιοδωρία προς άλλους. Καθώς συσσωρεύονται τα φύλλα της γραφής ανορθώνουν μια πλατφόρμα από όπου κάτι μπορεί να ειπωθεί, πριν χαθεί σε κακοφωνίες. Από συγγραφείς, εκείνο που κυρίως πρέπει να ζητάμε και να επιζητούν οι ίδιοι είναι να γράφουν καλύτερα.
Έχετε καταθέσει πλούσιο συγγραφικό έργο και έχετε κερδίσει επάξια βραβεία και μια θέση στην καρδιά των αναγνωστών σας και στην εκτίμηση των ομοτέχνων σας. Το «Λεξικό αναμνήσεων» είναι ένα ιδιοφυές βιβλίο...
Τελικά η λογοτεχνία δεν είναι μόνο παρηγοριά και ψυχαγωγία, είναι κάτι μαγικό. Ζω με τη μαγεία του λόγου ως αναγνώστης. Αυτό που θέλω από κάθε δικό μου αναγνώστη είναι διαβάζοντας να γράφει το δικό του βιβλίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβάσεις ένα λεξικό. Προτιμώ να διαβαστεί το βιβλίο από το να μιλήσω για αυτό. Μια περίληψη βέβαια μπορεί να σταλεί σε κάποιον που θα ήθελε να μιλήσει για το βιβλίο χωρίς να το έχει διαβάσει, όπως άλλωστε προδιαγράφεται στο «Λεξικό αναμνήσεων», που επίσης προσκαλεί αναγνώστες να στείλουν συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο στον εκδοτικό οίκο, αν επιθυμούν να τους συμπεριλάβει ο συγγραφέας σε μελλοντικές αναμνήσεις του.
Πότε γράψατε το πρώτο σας ποίημα;
Όταν έμαθα να διαβάζω. Μόλις αντέγραψα τα πρώτα γράμματα και τα τελευταία. Τα αρχικά μου άλλωστε στα ελληνικά είναι το τρίτο γράμμα – από την αρχή ή από το τέλος. Φαντάζομαι έχω το πρώτο ποίημα στο μυαλό μου, αλλά πώς να το βρω; Μόνον ίσως συνεχίζοντας να γράφω. Δεν αποκλείεται έτσι να προέκυψε η θεωρία μου ότι συνεχίζει, αν συνεχίζει, κάποιος να γράφει για να εξηγήσει το πρώτο εκείνο ποίημα που έγραψε και κανείς δεν κατάλαβε, ούτε ο ίδιος. Δεν είναι σύμπτωση ότι οι «Δρόμοι της μελάνης» αποτελούν ένα αναδρομικό βιβλίο, από το 2005 έως το 1970. Υποθέτω πρώτες δημοσιεύσεις μπορούν να αναζητηθούν στο «Τραμ», που είχαμε βάλει από 300 δραχμές με τον Δημήτρη Καλοκύρη και τον Μίμη Σουλιώτη για να ξεκινήσει. Ο πυρήνας του περιοδικού δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου αφειδώς γράφοντας διαβάζαμε εις επήκοον και ξεσκίζαμε τα γραπτά όλων. Επομένως, το πρώτο βιβλίο ήταν μια συνέχεια και όχι η αρχή. Ήμουν ο νεότερος. Οι άλλοι ήταν φοιτητές και φοιτήτριες, ενώ εγώ στο γυμνάσιο. Στην τρίτη γυμνασίου από σύμπτωση, όπως όλα στη ζωή μου, είχα γίνει διευθυντής δίγλωσσου, ελληνικά και αγγλικά, περιοδικού λογοτεχνίας, που είχε ξεκινήσει ομάδα μαθητών που αποφοίτησαν μαζί. Πήρε χρόνια να κατακτήσω την ανωριμότητά μου. Με ενοχλούν οι σοφοί γέροντες. Πριν από το «Λεξικό αναμνήσεων», που συνιστά «αλφαβητικό μυθιστόρημα», πριν από το ποίημα «Γράμμα», όπου σε 24 μέρη αυτο-βιογραφούνται σε επιστολές τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, υπήρχε ένα ποίημα όπου φωνήεντα και σύμφωνα συνιστούν κατάλογο ομηρικών πλοίων, που πολιορκούσαν την Τροία, πριν προκύψει η επταετία με την Καλυψώ. Ευτυχώς έχω χάσει το ποίημα, αλλά υπάρχει κίνδυνος να το ξαναβρώ. Να προσθέσω ότι, με τα πολλά που προηγήθηκαν του πρώτου βιβλίου, όσα χάθηκαν και συνεχείς μετακινήσεις, δεν είχα τη χαρά να αποκηρύξω τα πρώτα μου ποιήματα, οπότε τα έχω γράψει όλα μαζί σε μια ανέκδοτη συλλογή, που ονομάζεται «Τα αποκηρυγμένα».
Γράφετε κάτι αυτό τον καιρό;
Διαρκώς γράφω. Για τον καιρό. Μόλις βρω καιρό. Επειδή δεν έχω καιρό. Σε οθόνες, στο χαρτί, στην άμμο, όπου μπορώ. Μικρός σταμάτησα να γράφω στους κορμούς των δέντρων ή στα σώματα των ανθρώπων, όταν κατάλαβα ότι αυτό πληγώνει.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το χιούμορ που έχετε. Μπορείτε να μας πείτε πώς μεγαλώσατε και λίγα πιο προσωπικά πράγματα για σας και τη ζωή σας, αν δεν γίνομαι αδιάκριτη;
Η αδιακρισία επιτρέπεται εφόσον στρέφεται εναντίον των διακρίσεων, έμαθα μεγαλώνοντας με γυναίκες, τη μητέρα μου, τις αδελφές της, τη χήρα γιαγιά μου, τη νεαρή νονά μου. Ο πατέρας μου με αγαπούσε και έλειπε στη δουλειά του. Φυσικά είμαι εργασιομανής, αν και υποστηρίζω τη ραθυμία. Μετά το γυμνάσιο έφυγα με υποτροφία στην Αμερική, όπου πήγα να μάθω πώς κυβερνάται ο κόσμος, και όχι στην Οξφόρδη. Ήμουν καλός σε εξετάσεις, όταν επικεντρωνόμουν. Δεν συνέκρινα τον εαυτό μου με άλλους. Από μικρός διάβαζα. Μετανιώνω, θυμίζω στο Λεξικό, που δεν έχω κάνει περισσότερα λάθη. Πήγα με οτοστόπ από το αεροδρόμιο Κένεντι στην Καλιφόρνια και πέρασα με εμπορικό καράβι τον Ατλαντικό. Καθώς οι εποχές είχαν αλλάξει, αυτά δεν τα έλεγα στους φοιτητές μου, όταν δίδασκα στη Νέα Υόρκη. Για φίλους θα έκανα τα πάντα, εκτός από το να τους πω ότι έκαναν κάτι καλά, αν δεν το έκαναν. Συνέπεσε και βρέθηκα σε δουλειές και συλλογικές προσπάθειες, όπου αφιέρωσα πολύ χρόνο και κόπο. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι επιδίωκα, καθώς τίποτε δεν επιδίωκα. Αυτό με προστάτευε από τη μανία των άλλων κάπου να σε κατατάξουν. Διαρκώς προσπαθούσα να κλέψω χρόνο να γράψω. Διαρκώς έκανα πράγματα που δεν μου άφηναν χρόνο. Είχε έντονα στοιχεία ρομαντισμού η ζωή μου, ώστε να μην μπορώ να ανεχθώ τον ρομαντισμό στην ποίηση. Το χιούμορ, που εκφράζει αυτοσαρκασμό, είναι χυμός που βοηθά να χωνέψεις την ύπαρξη. Η ζωή παραμένει άλλοθι και η τέχνη δικαιολογία. Είναι μάλλον προτιμότερο να χάνονται πίσω από παραβάν όσοι μιλούν και γράφουν. Η θέση του συγγραφέα είναι να μένει αόρατος μέσα σε αυτόματο μηχάνημα. Ρίχνουν κέρματα και εκείνος σπρώχνει τα αναψυκτικά προς τα έξω.
INFO: Ο Γιώργος Χουλιάρας, είναι ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε και εργάστηκε κυρίως στη Νέα Υόρκη πριν επιστρέψει στην Αθήνα από το Δουβλίνο. Έχει εργαστεί ως πανεπιστημιακός λέκτορας, σύμβουλος πολιτιστικών θεσμών, ανταποκριτής και Σύμβουλος Τύπου σε Πρεσβείες της χώρας μας στην Οττάβα, την Ουάσιγκτον και το Δουβλίνο. Τίτλοι βιβλίων του περιλαμβάνουν: Εικονομαχικά (Τραμ, 1972), Η άλλη γλώσσα (Ύψιλον, 1981), Ο θησαυρός των Βαλκανίων (Ύψιλον, 1988), Fast Food Classics [Στίχοι ταχυφαγείων] (Αθήνα: Ύψιλον, 1992), Γράμμα (Ύψιλον, 1995), Δρόμοι της μελάνης (Νεφέλη, 2005) και Λεξικό αναμνήσεων (Μελάνι, 2013).
Υπήρξε συνιδρυτής των λογοτεχνικών περιοδικών Τραμ και Χάρτης και επιμελητής λογοτεχνικών και επιστημονικών εκδόσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ των οποίων τα περιοδικά Journal of the Hellenic Diaspora και Journal of Modern Hellenism. Σύμβουλος πολιτιστικών φορέων, όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης (MOMA), η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, έχει συμβάλει στη διοργάνωση εκατοντάδων λογοτεχνικών και επιστημονικών συναντήσεων και συνεδρίων, εκθέσεων και συναυλιών, φεστιβάλ κινηματογράφου και άλλων πολιτιστικών δράσεων σε μεγάλα μουσεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα στη βόρειο Αμερική και την Ευρώπη.
Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την καινοτόμο γραφή του και το σύνολο του έργου του. Η ποίησή του σε μετάφραση στα αγγλικά έχει δημοσιευτεί σε κορυφαία περιοδικά και ανθολογίες, που περιλαμβάνουν Harvard Review, The Iowa Review, Ploughshares, Poetry, World Literature Today και Modern European Poets, όπως επίσης στη Βουλγαρία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, την Ιταλία, την Κροατία, τη Λιθουανία, τη Σουηδία, την Τουρκία και άλλες χώρες. Έχει εκλεγεί Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων.