Βιβλιο

Το «σπόροι για φύτεμα» της Ροζίτας Σπινάσα είναι ένα άγριο βιβλίο

Βιβλίο που συζητιέται, γραφή που δεν αστειεύεται

Στέφανος Τσιτσόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τη συγγραφέα της συλλογής διηγημάτων «Σπόροι για φύτεμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Η Βέτα προσπαθεί να αποτελειώσει τον γάμο της με νεκρούς καρπούς, η Μαρία σκάει τα τόπια των παιδιών για να εκδικηθεί κάτι στο παρελθόν της, ο Μηνάς είναι μπάτσος, μπαινοβγαίνει στη Βίλα Αμαλία για να βγει έστω και για λίγο από τη ζωή του αστυνομικού, οι ήρωες και οι ηρωίδες της Ροζίτας Σπινάσα χαράσσουν υπόγειες διαδρομές. Παλιά γεγονότα και προηγούμενες επιλογές όχι μόνο βλάστησαν αλλά απλώνουν τη ρίζα τους παντού.

Οι «σπόροι για φύτεμα», δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Σπινάσα μετά το «στόμαστομαστό» (και τα δυο κυκλοφορούν από τον Κέδρο), ακολουθούν υπόγειες διαδρομές κάτω από τη γη. Στην αρχή, που πέφτει ο σπόρος. Όμως όταν η πόα μεγαλώνει και ασφυκτιά στα έγκατα, βγαίνει και παραέξω. Θλίψη σαρκοβόρα, απλώνεται παντού.

Καταβροχθίζει. Απαισιόδοξες ιστορίες, σκληρές και σκοτεινές, ανθρώπινη φύση με ματαιωμένα όνειρα και τσακισμένες προσδοκίες. Αναμφίβολα ένα βιβλίο όπου οι μνήμες της πρότερης ζωής γίνονται η καταπίεση του τώρα. Η Εύα δαγκώνει το μήλο για να εκπέσει όχι από τον Βιβλικό Παράδεισο, μα για να βγει από τον νεκρό της γάμο ξανά έξω στη ζωή, ο Νίκος βλέπει το χρήμα, που έφτυσε αίμα για να το βγάλει, να μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ σκληρό που τον τσακίζει.

Κόντρες, σεξ, οικογενειακά κάδρα, καθάρματα και αγίες, πόνοι, εκδίκηση, μίσος, τραύμα, ελπίδα, ιστορίες για ανθρώπους που θα μπορούσαν να μένουν δίπλα σου. Αλλά δεν τους ξέρεις ή δεν υποψιάζεσαι τι έζησαν και τι ζουν. Εκεί στις συνοικίες. Γλώσσα νευρική, πλοκή αντισυμβατική, ωραία δομή και άψογη «εκτέλεση». Το γράψιμο της Σπινάσα είναι αφόρητα ειλικρινές και απίστευτα καθαρό, η γλώσσα της είναι αστική καθομιλουμένη, που πάει να πει πως εμπεριέχει τα πάντα. Από ευγένεια ως μπινελίκι, από πόθο ως εφιάλτη, το «σπόροι για φύτεμα» είναι καθηλωτικό. Μπράβο της. 

Ιστορίες δικές σου βιωματικές ή που έπεσαν στην αντίληψή σου να συμβαίνουν και τις λογοτέχναρες σε κάτι πιο «φανταστικό» - γενικό; Ή ιστορίες φανταστικές, γραμμένες κατευθείαν από το μυαλό σου απόλυτα, που απλώς τις μπόλιασες με ρεαλισμό ώστε να δείχνουν σαν αληθινά συμβάντα; 
Και τα δυο μαζί: ένας συνδυασμός βιώματος – πραγματικών γεγονότων – φαντασίας. Κρατώ στον νου πράγματα που ακούω και μου κάνουν εντύπωση, ανασύρω μνήμες από το δικό μου παρελθόν και τις παντρεύω με τη μυθοπλασία, που αποτελεί τον βασικό κορμό των διηγημάτων μου. Στο πρώτο βιβλίο οι ιστορίες ήταν κατά το μεγαλύτερo μέρος τους μυθοπλαστικές κι αυτό με βοηθούσε στο να μην αυτολογοκρίνομαι, καθώς είχα την αφελή εντύπωση πως αυτά που έγραφα δεν με αφορούσαν καθόλου (duh). Στο δεύτερο όμως βιβλίο ήμουν ψυλλιασμένη, γι’ αυτό και συμπεριέλαβα συνειδητά όχι μόνο αληθινά γεγονότα, αλλά και δικά μου εξολοκλήρου βιώματα.

Γονείς και παιδιά, γάμοι σε κρίση ή πλήρη διάλυση, καταπιεσμένες σεξουαλικότητες και κρυμμένα φύλα, μπάτσοι και καταληψίες, ιδεολογίες και υπαρξιακά αδιέξοδα, χρήμα και σεξ, παράπονα και διαψευσμένες επιθυμίες, βουβά γαμώτο ή βοερά κλάματα. Σε πόλεις αλλά και χωριά. Με πολύ συγκεκριμένο πρόσημο ως προς την κοινωνική τάξη των ηρώων: λαϊκοί άνθρωποι, με μάξιμουμ τάξη, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το μεσοαστικό, του «μέσου όρου». Γιατί διάλεξες τέτοια «περιβάλλοντα»; 
Αυτά τα περιβάλλοντα είναι που με διάλεξαν. Σε αυτά έχω ζήσει και μεγαλώσει, κι από αυτά αντλώ τους ήρωές μου, τις συγκρούσεις, τις ματαιώσεις και τις υπερβάσεις τους. Δεν έπλασα άγνωστους σε μένα κόσμους, αλλά περπάτησα σε αυτούς που βασάνισαν και λύτρωσαν και μένα την ίδια. Ούτε θέλησα να δημιουργήσω υπερήρωες, χαρακτήρες - πρότυπα, μορφές φωτισμένες, ούτε και, από την άλλη, φιγούρες περιθωριακές και καταραμένες: αγαπημένο μου αντικείμενο εξερεύνησης και πειραματισμού παραμένει ο μέσος τύπος της διπλανής πόρτας,που ελίσσεται στις μικροσυμπληγάδες της καθημερινότητας καταβάλλοντας τον λιγότερο δυνατό κόπο και στοχασμό, μέχρι η ζωή να τον ξεβολέψει με το ζόρι, απαιτώντας από αυτόν να αποφασίσει, να δράσει. Θα διαπρέψει στο μεγαλείο ή στη συντριβή; Ή απλά θα μεταπηδήσει σε μια νέα κανονικότητα με τις λιγότερες δυνατές απώλειες; Αυτά είναι τα ερωτήματα που γεννούν τις ιστορίες μου και τουςπρωταγωνιστές τους.

Η δικηγορία που ασκείς είναι πρώτη ύλη για έμπνευση; Οι υποθέσεις που χειρίζεσαι, εννοώ, κι ο συγχρωτισμός με τους πελάτες, που αναπόφευκτα καμιά φορά σε κάνουν να νιώθεις και λίγο ψυχαναλύτρια ή ντετέκτιβ συμβάντων, πόσο ορίζει ή επιδρά στην έμπνευση; 
Σίγουρα η δικηγορία είναι μεγάλο σχολείο ως προς τη σκοτεινή, ανομολόγητη πλευρά των ανθρώπων. Τους βλέπεις σιγά σιγά να ξεγυμνώνονται όταν, στην πορεία των υποθέσεων, αναγκάζονται να πουν πράγματα που στην αρχή προσπάθησαν να αποκρύψουναπό ντροπή. Βλέπεις την πονηριά, την κακία, τον θυμό, τον φόβο. Βλέπεις επίσης τον θάνατο, την τραγωδία, την απελπισία. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά με ζορίζουν πολύ ως δικηγόρο, με τροφοδοτούν όμως ως συγγραφέα. Και δεν είναι τόσο ότι παίρνω έμπνευση από τις δικαστικές υποθέσεις -παρότι ενίοτε συμβαίνει και αυτό-, όσο ότι διεισδύω με σίγουρο βήμα στα άδυτα των ηρώων μου, πλάθοντας τρωτούς, αληθινούς χαρακτήρες. Έτσιτους φέρομαι δίκαια και συνάμα με επιείκεια.

Ροζίτα Σπινάσα

Τώρα που το ξαναδιαβάζεις τυπωμένο το βιβλίο σου, νιώθεις, ψύχραιμα και αποστασιοποιημένα, πως έπιασες απόλυτα τον στόχο σου; Και ποιος ήταν αυτός; Κι αν θα άλλαζες κάτι, αν θα έκοβες ή αν θα επέκτεινες...
Ο στόχος που είχα σε αυτό το βιβλίο ήταν να γράψω μεγαλύτερα σε έκταση διηγήματα και να αναπτύξω περισσότερο τους ήρωές μου, κι αυτό το πέτυχα. Πέραν τούτου δεν είχα κάποια άλλη, ειδικότερη επιδίωξη. Στην ουσία συνέχισα να γράφω καινούργιες ιστορίες, χωρίς να εστιάζω σε συγκεκριμένο τρόπο γραφής ή τεχνικής. Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, όμως δεν θα άλλαζα τίποτα. Γιατί αυτό το βιβλίο, με τα προτερήματα και τις αδυναμίες του, είναι το καλύτερο που μπορούσα να γράψω στη συγκεκριμένη φάση της ζωής μου·είναι ο καθρέφτης του ποια ήμουν όταν το έγραφα, συγγραφικά και ψυχικά. Κι αποτελεί, έτσι ακριβώς όπως είναι γραμμένο, τον συνδετικό κρίκο που θα με οδηγήσει με το καλό στο επόμενο. Γι’ αυτό και δεν θα πείραζα ούτε μια λέξη.

Πες αλήθεια: θα προτιμούσες να είσαι επαγγελματίας συγγραφέας - ευπώλητη, ώστε να ζεις από τη δουλειά σου και να μη δικηγορείς ή εντάξει κι έτσι, μια χαρά ως εδώ; 
Δεν με δυσκολεύεις καθόλου: εννοείται πως θα προτιμούσα να ασχολούμαι αποκλειστικά με το γράψιμο. Αυτό άλλωστε είναι το όνειρο κάθε συγγραφέα – ποιος δεν θα ήθελε να είναι full-time γραφιάς; Βέβαια, και μόνο που από το «δικηγόρος» σκέτο πήγα στο «δικηγόρος – συγγραφέας» είναι σπουδαίο από μόνο του και δεν θέλω καθόλου να παραπονιέμαι, όμως πόσο τέλειο θα ήταν να ξυπνώ και, αντί για δικόγραφα, να γράφω καινούργιες ιστορίες.

Το βιβλίο ξεκινά με Tears for Fears και «Showing the Seeds of Love». Μπορείς να δώσεις ένα τραγούδι, μπάντας ή σόλο, που θα μπορούσε να προλογίζει ή να συμπυκνώνει κάθε μια από τις ιστορίες, αντί για τους τίτλους που έβαλες; 
Ωραία ερώτηση! Λοιπόν: αντί για το «σπόροι για φύτεμα» το «I used to love him but I had to kill him» – (πειραγμένοι) Guns‘n’Roses, για το «Τόπι» το «Ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο» του Κώστα Τουρνά, για τη «Βίλα Αμαλία» το «Comfortably Numb» των Pink Floyd, για το «Σκληρό χρήμα» το (the grabbing hands graball they can) «Everything counts» (in large amounts) των Depeche Mode και, τέλος, για την «Κούρσα» το «A Song for the Lovers» του Richard Ashcroft.

Τι διαβάζεις τώρα; 
Τελειώνω το «Βιβλίο τηςΑνησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα, για να πιάσω από το κομοδίνο τα ροκ βιβλία της τελευταίας εσοδείας: το δικό σου «Ροκ Σταρ» και το «Άλμπουμ διασκευών» του Μπάμπη Αργυρίου.

Μια Αγία Τριάδα συγγραφέων αγαπημένων της κατηγορίας «Σας ευχαριστώ που με διαμορφώσατε».
«Σας ευχαριστώ για τα βιβλία» θα ήταν πιο σωστό, γιατί, όσο κι αν μου αρέσουν, δεν νομίζω ότι κατάφερα να γράψω σαν κι αυτούς (όμως, από την άλλη, με κάποιον τρόπο πάντα σε διαμορφώνουν οι αγαπημένοι σου συγγραφείς): Ρέιμοντ Κάρβερ – Άλις Μονρό – Γιώργος Ιωάννου.

Ένα πρόσωπο, γυναίκα ή άντρας που θα ήθελες να γράψεις τη βιογραφία του, αφού πρώτα το γνωρίσεις και σου λύσει κάθε απορία περί σημείων του που σε ιντριγκάρουν για να ασχοληθείς μαζί του! 
Με παίδεψε αυτή η ερώτηση, μα δεν βρήκα ικανοποιητική απάντηση. Μάλλον φταίει που δεν είχα ινδάλματα στη ζωή μου αφενός, αφετέρου που δεν έχω εμβαθύνει στην Ιστορία, ώστε να με γοητεύσουν περιφερειακοί παίκτες, που δεν ξέρουμε ήδη πολλά γι’ αυτούς. Κι αν ένα πρόσωπο επιμένει να μου έρχεται στο μυαλό, είναι η Madonna: όχι για να γράψω τη βιογραφία της, υπάρχουν ήδη πολλά βιβλία με αυτήν, αλλά για να ακούσω από πρώτο χέρι για το θάρρος της, το θράσος της, τον φεμινισμό της, τη διαπλανητική επικράτησή της. 

Πίσω στους «σπόρους». Κι επειδή ξέρω πόσο σου αρέσουν τα παίγνια και οι στρεβλώσεις των λέξεων, το «σπόροι» το πειράζω σε... σκώροι. Ένα γράμμα αλλάζω, αλλά πάλι τίποτα δεν αλλοιώνει, θεωρώ, νοηματικά τις ιστορίες: όλους τους ήρωες τούς τρώει ένα σαράκι. Τους. Αλλά και... εσένα(;). Μπες...
Χωρίς σαράκι δεν υπάρχει γράψιμο, δημιουργία γενικότερα. Οι οδύνες γεννούν τις ωδίνες. Ο δικός μου πόνος πυροδοτείται μεν από τις στενοχώριες του σήμερα (που δεν σταματούν να έρχονται, όπως δεν σταματούν και οι χαρές), όμως διαθέτω καλή πυριτιδαποθήκη: το συναισθηματικό μου ηχοτοπίο, όπως αυτό διαμορφώθηκε στην παιδική μου ηλικία, είναι που παίζει ξανά και ξανά – όπως ακούγεται η νότα σαν χτυπάς το πλήκτρο. Κι ενώ διαθέτω εξίσου δυνατές πηγές χαράς κι ευχαρίστησης, το γράψιμο τροφοδοτείται κυρίως από τα σκοτάδια μου, τα οποία είναι βαθιά, κατάμαυρα κι ανεξάντλητα.

Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις το βιβλίο; Τεχνικά αλλά και πιο βαθιά, αν θες, μπορείς να μου περιγράψεις το «εργαστήριό» σου; Πόσες ώρες, ποια συνθήκη ιδανική, ποιες αντιξοότητες σε φρενάρουν και πόσο άδεια ή ευτυχισμένη ένιωσες όταν πάτησες το send...
Συνολικά έναν περίπου χρόνο, με διαλείμματα μεταξύ των διηγημάτων. Ήταν μια δύσκολη χρονιά για μένα, μόλις είχα χωρίσει κι έψαχνα να βρω τα καινούργια μου πατήματα. Το γράψιμο του βιβλίου έφερνε φως, με κρατούσε on track, με συνέδεε με το μέλλον. Προτιμώ να ξεκινώ το γράψιμο νωρίς μέσα στη μέρα, για να είμαι ξεκούραστη –η ιδέα του νυχτερινού γραψίματος είναι μεν γοητευτική, μέχρι τότε όμως έχω ξεμείνει από καύσιμα. Το σημαντικό είναι να έχω πιάσει την ιδέα· μετά η γραφή της είναι θέμα χρόνου. Δεν δυσκολεύομαι πια στο γράψιμο, έχω ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του πρώτου καιρού και οι λέξεις φεύγουν στην οθόνη νεράκι. Τα δουλεύω όμως πολύ τα κείμενα στη συνέχεια – όσο πιο πολύ τα παιδεύεις, τόσο περισσότερους χυμούς θα σου δώσουν. Γι’ αυτό και το στάδιο της επεξεργασίας το απολαμβάνω ιδιαίτερα: η εύρεση της σωστής λέξης, το στρώσιμο των προτάσεων, αυτή η μεταμόρφωση. Το τελείωμα και η παράδοση, ναι, μεγάλη ικανοποίηση. Ένα γέμισμα, μια ολοκλήρωση. Και η γκαζιά στο ταξίδι που μόλις αρχίζει.