- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το νέο βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου «Φλόγα και Άνεμος» για την Κυβέλη και τον Γεώργιο Παπανδρέου κυκλοφορεί στις 20 Φεβρουαρίου από τις εκδ. Ψυχογιός.
Και εγένετο φως! Έτσι αναφωνούσαν όλοι. Έβλεπαν στο σανίδι της Νέας Σκηνής το εκθαμβωτικό πλάσμα με τα τεράστια μάτια και χειροκροτούσαν κραυγάζοντας: Και εγένετο φως! Ήταν οι αρχές του αιώνα. Η εποχή των πρωτοπόρων. Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος είχε ιδρύσει τη Νέα Σκηνή. Και η μούσα του ήταν εκείνος ο αστραφτερός άγγελος. Η θετή κόρη του παπουτσή. Το κορίτσι που φώτιζε τις κατάμεστες πλατείες και τα ανθοστόλιστα θεωρεία.
Τι θρίαμβος, τι λάμψη, τι μουσικές! Ήταν το 1902, το 1903, το 1905 και η Κυβέλη πήγαινε ένα βήμα παραπέρα την τέχνη της υποκριτικής. Δεν υποδυόταν με στόμφο. Δεν έδειχνε ψεύτικη. Ανέβαινε στη σκηνή μαγεύοντας τους Αθηναίους αστούς, που την κοιτούσαν αποσβολωμένοι, όπως κάποτε κοιτούσαν οι Ευρωπαίοι τη Σάρα Μπερνάρ και την Ελεονόρα Ντούζε. Έπαιζε έργα στα οποία είχαν δοξαστεί οι μεγάλες πρωταγωνίστριες του προηγούμενου αιώνα, και με μια μοναδική φυσικότητα τα έκανε δικά της. Και όλοι αναφωνούσαν: Και εγένετο φως! Άραγε τι θα έλεγαν αν την κοίταζαν τώρα;
Τι θα σκέφτονταν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι (αν ζούσαν ακόμη) βλέποντάς την, στις 8 το πρωί της 1ης Νοεμβρίου 1968, κουλουριασμένη στην άκρη του καναπέ, με τους ώμους γερτούς, τα μάτια καρφωμένα στο ίδιο σημείο (ένα αυγό Φαμπερζέ, δώρο του Βασίλειου Ζαχάρωφ στο Παρίσι) και το δέρμα της κάτασπρο; «Ούτε γουλιά δεν έχει πιει από τον καφέ της», είπε η Αγάπη στον Σπύρο. «Τουλάχιστον έφαγε τίποτα;» ρώτησε αυτός. «Μπα. Και το ρυζόγαλο ανέγγιχτο είναι».
Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Εδώ και μισή ώρα η μεγάλη λευκή συσκευή Siemens, στο τραπεζάκι του χολ, κουδούνιζε κάθε πέντε λεπτά. Η είδηση είχε μαθευτεί στους κύκλους της οικογένειας. «Τι να πω τώρα;» μουρμούρισε η Αγάπη. «Αφού δε θέλει να ακούσει κανέναν».
«Θα καταλάβουν. Σήκωσέ το». Το σήκωσε. Είπε ότι η κυρία Κυβέλη δεν μπορούσε να μιλήσει. Το έκλεισε. Κατόπιν, μπήκε στο σαλόνι. «Μόλις κάλεσε η κυρία Μιράντα», της είπε η Αγάπη.
Η Μιράντα Μυράτ. Η κόρη που είχε αποκτήσει με τον Μήτσο Μυράτ, τον πρώτο της σύζυγο. Τον άντρα που την είχε ερωτευθεί παράφορα αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τίποτε από κείνην, παρά μόνο μια συγκαταβατική φιλία. Η Μιράντα ήταν το δεύτερο παιδί που έφερε στον κόσμο η Κυβέλη. Τότε, στα χρόνια της Νέας Σκηνής. Την εποχή που όλη η Αθήνα αναφωνούσε Και εγένετο φως! Είχε υπάρξει κι εκείνη καρπός της θεατρικής δυναστείας της στο σανίδι. Είχε ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της, με πολλούς σημαντικούς ρόλους στο Εθνικό και φυσικά στο ελεύθερο θέατρο, στον θίασο της Κοτοπούλη, και αργότερα στις συνεργασίες της με τον Μαυρέα, τον Μουσούρη, τον Ορέστη Μακρή, τη Μαίρη Αρώνη. «Της φέρνει λίγο στο παίξιμο», αποφαινόταν ο κόσμος, «μα δεν είναι Κυβέλη». Τώρα βέβαια είχε εγκαταλείψει κι η Μιράντα το θέατρο. Ήταν εξήντα δύο ετών. (Πόσο βαρύ κι ασήκωτο να είσαι μητέρα ενός κοριτσιού εξήντα δύο ετών.)
«Ποιοι άλλοι έχουν καλέσει;» ρώτησε η Κυβέλη χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της.
Η Αγάπη τής ανέφερε τα ονόματα. «Καλώς», είπε. Η γυναίκα έκανε μεταβολή να φύγει, αλλά, λίγο πριν φτάσει στην πόρτα του σαλονιού, άκουσε την κυρία της να λέει: «Μόνο αν τηλεφωνήσει ο Γιώργος, μίλησέ μου. Ο Γιώργος είναι στο νοσοκομείο. Σε λίγο θα καταφτάσουν και οι χουντικοί, αν δεν είναι ήδη εκεί. Πρέπει να συνεννοηθώ μαζί του για το θέμα της κηδείας».
«Μάλιστα, κυρία Κυβέλη», αποκρίθηκε η Αγάπη και βγήκε έξω. Το θέμα της κηδείας, επανέλαβε μέσα της. Πώς γίνεται να σε θάβω, αγαπημένο μου αγόρι; Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αναστέναξε και προσπάθησε να σκεφτεί με ψυχραιμία.
Έσφιξε τα χείλη της. Ούτε τότε έκλαψε.
Από τις τρεις πάρα τέταρτο τα ξημερώματα που ήταν ξύπνια, τα μάτια της παρέμεναν στεγνά. Όχι, δε θα έκλαιγε. Δεν μπορούσε να κλάψει. Ο Γιώργης ήταν ζωντανός και θα έμενε ζωντανός. Είναι ο μόνος που θα με συντροφεύσει μέχρι τον δικό μου θάνατο, είπε με τον νου της. Όπως με συντροφεύει τόσα χρόνια που είναι απών από τη ζωή μου. Συνεπώς δεν έκλαψε ούτε στις οκτώ και πέντε, καθώς σκεφτόταν την κηδεία του (την κηδεία του, αν ήταν ποτέ δυνατόν!), ούτε στις εννέα παρά δέκα, όταν το μάτι της έπεσε σε μια παμπάλαιη φωτογραφία, στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης, που την απεικόνιζε ως κορίτσι της υπέρτατης θλίψης από μια παράσταση της Νέας Σκηνής.
Και εγένετο φως! αναφωνούσαν όλοι την εποχή εκείνη, εξυμνώντας τη σκηνική της παρουσία.
Και τελικά, χωρίς να το ξέρουν, εξέφραζαν τη μεγαλύτερη αλήθεια της Κυβέλης Αδριανού.
Στέφανος Δάνδολος © Σταύρος Χαμπάκης