Βιβλιο

Οξυγόνο

Δεκαετία του ενενήντα, με φόντο το τυπικό ελληνικό καλοκαίρι, μια παρέα μετεφήβων-φοιτητών, βιώνει την τραγική απώλεια του πιο χαρισματικού μέλους της παρέας

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 732
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H Αικατερίνα Παπανικολάου γράφει κριτική για το βιβλίο της Ξένιας Κουναλάκη «Οξυγόνο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Της Αικατερίνας Παπανικολάου


Δεκαετία του ενενήντα, με φόντο το τυπικό ελληνικό καλοκαίρι, στην Τήλο μια παρέα μετεφήβων-φοιτητών, στο ξεκίνημά τους, βιώνει την τραγική απώλεια του πιο χαρισματικού μέλους της παρέας: παθιασμένος με τις καταδύσεις, ο Νικόλας πνίγεται, αποκομμένος από το αναγκαίο οξυγόνο, ενώ προσπαθεί να αιχμαλωτίσει έναν ροφό. Η ανατρεπτική απώλεια και κυρίως ο βίαιος τρόπος της εξόδου του Νικόλα από τον κοινό χρόνο και χώρο σηματοδοτεί για τους φίλους του το τέλος της αθώας βεβαιότητας για την ευμένεια της ζωής. Την ενηλικίωσή τους συνοδεύουν σταθερά πλέον οι μοιρασμένες μνήμες της βραχείας συμπόρευσης με τον αγαπημένο φίλο, όπως επίσης, και μια εκδοχή πρώιμου κυνισμού για τη ματαιότητα των ανθρώπινων συσχετισμών.

Ο διάττων αστέρας που υπήρξε στη σύντομη διαδρομή του ο Νικόλας συνεχίζει να καθορίζει μέχρις ενός σημείου, διά της απουσίας του, και τον επέκεινα χρόνο των φίλων του. Εις μνήμην λοιπόν, είκοσι χρόνια μετά το καλοκαίρι εκείνο των αρχών του ενενήντα, οι φίλοι του επιστρέφουν στον τόπο του δράματος, με όλα τα βάρη και τα βαρίδια που φέρουν βαδίζοντας ήδη «στου δρόμου τα μισά» και με το οξυγόνο της δικής τους ζωής να έχει λιγοστέψει αισθητά. Γάμοι που συντηρούνται λόγω κεκτημένης ταχύτητας ή από αδράνεια και έλλειψη επαρκούς κινήτρου για το επόμενο βήμα, επαγγελματικές πορείες σε αποδρομή ή πλήρως εκτροχιασμένες, γονεϊκές σχέσεις ματαιωμένες, υπερήμερη, πλην όμως, πείσμονα διεκδίκηση της μητρότητας, σε άνιση κούρσα με τα πεπερασμένα όρια του βιολογικού χρόνου, ερωτικές προσδοκίες ανεκπλήρωτες. Έτσι περίπου πορεύονται οι φίλοι του Νικόλα στη μεσήλικη φάση της ζωής τους, σε μια σχεδόν αποδραματοποιημένη καθημερινότητα, απ’ όπου λείπουν οι εξάρσεις και οι μακροσκοπικοί σχεδιασμοί. Καλά-καλά δεν επαρκεί το οξυγόνο για τη διεκπεραίωση όλων όσα συνδέονται με τα τρέχοντα και συνδιαμορφώνουν την αδιάφορη αλληλουχία μιας σχεδόν αδιατάρακτης ρουτίνας. Τα οικεία αδιέξοδα της μέσης ηλικίας που περιγράφουν την ανέμπνευστη καθημερινότητα των κεντρικών προσώπων της μυθοπλασίας δεν μοιάζουν, ωστόσο, να κινητοποιούν επαρκώς τους φορείς τους, ούτε καν να ενεργοποιούν ένα είδος υπολογίσιμης ανά-δρασης από μέρους τους, με τελικό στόχο την αντίσταση στη φθορά.

Οι ήρωες διαγράφουν χαμηλές πτήσεις και κινούνται σε ευθύγραμμες, οριζόντιες τροχιές: ο καθηγητής νομικής ανακτά προσωρινά τη ζωική ορμή του μέσα από προβλέψιμες, αβαθείς ερωτικές επαφές με φοιτήτριές του. Η απονευρωμένη –στα όρια της απάθειας– γυναίκα του μοιάζει να μη διαθέτει καν προσωπικό αποτύπωμα, ενώ αδυνατεί να διαχειριστεί την παροξυσμική εφηβεία της κόρης της, χωρίς αυτό, ωστόσο, να τη συνταράσσει ή να την ενοχοποιεί με υποψίες γονεϊκής ανεπάρκειας. Η εγκαταστημένη στη Βιέννη ψυχίατρος καλλιεργεί και επαυξάνει την απόσταση που τη χωρίζει από την ιδιοσυγκρασιακή ταυτότητα της γενέθλιας χώρας, ενώ η συγγραφέας της παρέας έχει ανάγει τη μητρότητα σε επένδυση ζωής και προϋπόθεση για την επικράτησή της στην άνιση μάχη με τον χρόνο. Η δύσκολη σχέση της Αμίνας, κόρης μεταναστών με την πατρική οικογένεια, σε συνδυασμό με την αδυναμία ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στην κοινωνία υποδοχής, παράγουν ένα ακόμη αδιέξοδο: οι μετανάστες δεύτερης γενιάς ως άνθρωποι αποσυνάγωγοι –ένα είδος persona non grata– που στην πραγματικότητα αγωνιούν για αποδοχή και μια νέα πατρίδα. 

Τα επιμέρους επεισόδια που συγκροτούν την αφηγηματική πλοκή του long story της Ξένιας Κουναλάκη δεn διαθέτουν πρωτοτυπία, ούτε οι πρωταγωνιστές βιώνουν αδιέξοδα πέραν των κοινότοπων της γενιάς τους. Είναι, όμως, ακριβώς αυτή η οικειότητα που καθιστά αναγνωρίσιμες τις διαδρομές τους – συνοδοιπορία μιας γενιάς που πορεύεται αμήχανα, αντι-ηρωικά, χειραφετημένη prima facie από συναισθηματικούς ιδεασμούς, κατά βάθος, όμως, εγκλωβισμένη σε μοναχικούς, παράλληλους δρόμους. Τη μοναξιά αυτή επιτείνει ο ψηφιακός κόσμος και η προσομοίωση επικοινωνίας που διαμορφώνουν τα κοινωνικά δίκτυα. Τον κόσμο αυτόν και τη μοναξιά του η Κουναλάκη μοιάζει να τον γνωρίζει καλά· τον προσεγγίζει με ανατομική ακρίβεια, χωρίς ηθικολογίες, ούτε καν υπαινικτική διάθεση για αποκήρυξη της κυριαρχίας του. Τελικώς, δηλαδή, η κοινωνική δικτύωση καταγράφεται ως συνθήκη και σύμπτωμα της εποχής και όχι ως αιτία της περιρρέουσας μοναχικότητας και των νευρώσεων που υπονομεύουν την επικοινωνία και τη συναντίληψη.

Κι όμως, η Κουναλάκη προφυλάσσει τους ήρωές της από τον ανεπίστρεπτο κυνισμό: όσο κι αν αδυνατούν να υπερβούν την εποχή και τους αφορισμούς της, δεν έχουν αποξενωθεί αμετάκλητα από τη λυτρωτική και καθαρτήρια επενέργεια της συγκίνησης: ο σύζυγος που πραγματοποιεί μετά τοn θάνατο της συζύγου του, το ταξίδι στη Βιέννη που πάντα εκείνη ονειρευόταν αποτίοντας της τιμή και εκπληρώνοντας δική της βαθύτερη επιθυμία, μετέχει κι αυτός της δικής μας εποχής – εποχής, όχι τελικά και τόσο απρόσβλητηςαπό μεταθανάτιες συγκινήσεις και ανεπίδοτα αισθήματα.

Το χωρόχρονο στο «Οξυγόνο» είναι προβλέψιμο για την προερχόμενη από το πεδίο της μάχιμης δημοσιογραφίας, Ξένια Κουναλάκη: με τους ήρωες του βιβλίου μοιραζόμαστε την ίδια επικαιρότητα – την παλίνδρομη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, την εθελότυφλη Αυστρία του Σεμπάστιαν Κουρτς ενώπιον του προσφυγικού δράματος, τις στερεοτυπικές αντιφάσεις της εγχώριας κρίσης. Μοιάζουν ακόμη περισσότερο δικοί μας οι φίλοι του Νικόλα, καθώς αποδομούν τις κοινοτοπίες περί της κρίσης ως άλλης όψης νέων ευκαιριών και ευρηματικών διεξόδων. Τη ματαίωση και τα ψυχολογικά αδιέξοδά τους η κρίση μόνο τα επιτείνει καθιστώντας οικείες, σχεδόν συγγενείς, τις αγωνίες τους με τις δικές μας.

Ο χρόνος λειτουργεί ως κεντρική ιδέα γύρω από την οποία διαπλέκεται η αφηγηματική συνέχεια και ο τρόπος που οι ήρωες οργανώνουν στη ροή του –συνειδητά ή αυτοσχεδιάζοντας–, την επιβίωσή τους. Και μολονότι, κάθε αφήγηση περί της αναζήτησης του χαμένου χρόνου, όπως και κάθε απόπειρα αναζήτησηςνοήματος στον παρόντα χρόνο συνυπάρχουν αναπόφευκτα με μια μορφή –εγγενούς σχεδόν– ματαίωσης, οι ήρωες της Κουναλάκη τελικώς δεν είναι μόνο απαισιόδοξοι. Είναι κάτι διαφορετικό και κινούνται πέρα από τον κλινικό ανθρωπότυπο της στενόχωρης εποχής μας. Κυρίως, επειδή τόσα χρόνια μετά, διατηρούν μια μορφή συνοχής στις μεταξύ τους σχέσεις, μπορεί ακόμη να τους ενώνει η μνήμη του κοινού τους φίλου, μοιράζονται τα σκοτάδια και τα αδιέξοδά τους και δεν αποκλείουν την παρουσία του άλλου στη ζωή τους. Με άλλα λόγια, συνυπάρχουν, όχι προφανώς σε ιδανικά σχήματα, ούτε στη δίνη συγκινησιακών εξάρσεων. Αντιστέκονται, ωστόσο, στην απόλυτη μοναξιά και στον αφανισμό που απειλεί η επικράτησή της. Και ίσως τελικά αυτό να αρκεί από μόνο του για να μη συνθηκολογήσει κανείς τελεσίδικα με την απόγνωση. Κυρίως, για να μη στερηθεί το ζείδωρο οξυγόνο ως sine qua non της ίδιας της ύπαρξης.

Ή, αλλιώς, αυτό ακριβώς που με τον τρόπο του αποκωδικοποιεί στα σκοτάδια ο René Char: «Στα σκοτάδια μας δεν υπάρχει μόνο μια θέση για την ομορφιά. Είναι όλος ο χώρος κατάδικός της».