Βιβλιο

Ρομπότ στην υπηρεσία του ανθρώπου

Ένα μυθιστόρημα όπου μηχανές μοιάζουν κατ’ εικόνα και ομοίωση στον Θεό δημιουργό - Άνθρωπο

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 731
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει την κριτική του για το βιβλίο του Ίαν ΜακΓιούαν «Μηχανές σαν κι εμένα» (εκδ. Πατάκη)

Η γενιά μου μεγάλωσε με εικόνες από την προσελήνωση του Άρμστρονγκ. Με βιβλία επιστημονικής φαντασίας του Στάνισλαβ Λεμ, του Άρθουρ Κλαρκ και του Ρέι Μπράντμπερι. Με το διαστημόπλοιο Εντερπράιζ να διασχίζει τα απώτατα σύμπαντα της ασπρόμαυρης οθόνης μας συναντώντας πολιτισμούς μιας άλλης Έσχατης Θούλης. Η γενιά μου είχε πιστέψει ότι τα ταξίδια στον Άρη θα ήταν μια συνηθισμένη καθημερινότητα στις αρχές της Νέας Χιλιετίας.

Η γενιά μου διαψεύστηκε. Ακόμη και τα ρομπότ που θα αναλάμβαναν χρέη οικιακού βοηθού δεν βγήκαν ποτέ από τα πειραματικά εργαστήρια – κι όσα βγήκαν τραύλιζαν φρικτά. Η γενιά μου διαψεύστηκε οικτρά.

Κι έρχεται τώρα η γόνιμη φαντασία του Ίαν ΜακΓιούαν να μας προσφέρει: «Μηχανές σαν κι εμένα». Ένα μυθιστόρημα όπου μηχανές μοιάζουν κατ’ εικόνα και ομοίωση στον Θεό δημιουργό - Άνθρωπο. Ανδροειδή που πλάστηκαν από ανθρώπινα χέρια να υπηρετούν πιστά τον αφέντη τους. Μ’ άλλα λόγια, ρομπότ. Λίγο αλμυρούτσικα στην τιμή γιατί μόλις βγήκαν στο εμπόριο, ωστόσο ένα θαύμα της μηχανικής και της τεχνητής νοημοσύνης.

Ποιος δεν θα ήθελε να έχει στο σπίτι του ένα πλάσμα που θα του πλένει τα πιάτα και τα σώβρακα χωρίς να γογγύζει βλοσυρά; Ποιος δεν θα ήθελε να έχει μια καθαρίστρια με την οποία να κάνει –εκτός από σεξ– και φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από το επέκεινα σε σχέση με τη θεωρία των Υπερχορδών; Ποιος δεν θα έπαιρνε για σοφέρ έναν νεαρό άνδρα που δεν θα φλυαρούσε ποδοσφαιρικά, δεν θα κάπνιζε αρειμάνια και που θα σε συνόδευε στα ψώνια κουβαλώντας τις τσάντες; Ποιος δεν θα ήθελε έναν φίλο που να του κρατάει συντροφιά τα κρύα βράδια του χειμώνα και που –όποτε χρειαζόταν– θα μπορούσε να τον βγάζει από την πρίζα χωρίς διαμαρτυρίες;

Ο Ίαν ΜακΓιούαν βάζει τον ήρωά του να αγοράσει ένα τέτοιο ρομπότ. Ένα ανδροειδές που στην αρχή είναι πειθήνιο, προσηνές, διαλλακτικό. Ένα ανδροειδές που –δυστυχώς για τον ήρωα– δεν αργεί να ισχυριστεί πως έχει συναισθήματα. Και επιθυμίες. Και κάποια στιγμή αποπλανεί –πώς αλλιώς να το θέσω;– τη σύντροφο του αφέντη του. Μάλιστα, την ερωτεύεται κι αρχίζει να της γράφει ποιήματα. Κι εκείνη το απολαμβάνει – το σεξ αν μη τι άλλο, αφού η μηχανή με τα αντρικά χαρακτηριστικά είναι ακατάβλητη, ρωμαλέα και υπάκουη στις προσταγές της αφέντρας. Οπότε ο ήρωας καταριέται την ώρα και τη στιγμή που αγόρασε αυτόν τον ακάματο εργάτη.
Ο συγγραφέας που αγαπήσαμε από τον «Τσιμεντόκηπο» κιόλας, με το βρετανικό χιούμορ που ανθίζει σ’ αυτό το νησί των δρυίδων, στήνει την πλοκή του βιβλίου στην εποχή της Θάτσερ. Κι αυτό, υποθέτω, γιατί η γενιά μου –πώς να ξεφύγω απ’ τη γενιά μου;– τοποθετούσε από νωρίς κιόλας τα ρομπότ στη δεκαετία του ’80. Μαζί με τα χρωματιστά χάπια που θα αντικαθιστούσαν την τροφή. Μαζί με τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό. Μαζί με τα κλιματιζόμενα ρούχα.
Η γενιά μου διαψεύστηκε. Όμως αυτό το μυθιστόρημα δεν πρόκειται να σας διαψεύσει. Αντίθετα, θα σας κάνει να εκτιμήσετε για μια ακόμη φορά την υψηλή λογοτεχνία – και μαζί την εξαιρετική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.