- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κάποτε το λέγαμε κρίση. Τώρα είναι η ζωή μας.
Μια συνέντευξη με τον συγγραφέα Ιάκωβο Ανυφαντάκη με αφορμή το νέο του βιβλίο
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο του βιβλίο «Κάποιοι άλλοι» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πριν ένα μήνα κυκλοφόρησε το καινούργιο βιβλίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, «Κάποιοι άλλοι». Έξι χρόνια μετά την πρώτη του νουβέλα (Αλεπούδες στην πλαγιά, Πατάκης) που ήταν υποψήφια για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στον Αναγνώστη και τα Κρατικά Βραβεία, και δύο μετά τη συλλογή διηγημάτων «Όμορφοι έρωτες» που προκάλεσαν συζητήσεις και σχόλια για την τολμηρή θεματική τους, έρχεται τώρα με ένα σύνθετο αλλά συναρπαστικό μυθιστόρημα να γράψει ένα χρονικό της γενιάς του από το ’08 ως το ‘15. Η ATHENS VOICE τον συνάντησε και είχαμε μαζί του μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Ποιοι είναι οι κάποιοι άλλοι;
Εκείνοι που με κάποιο τρόπο μένουν πάντα στην επιφάνεια. Αυτοί τους οποίους σκέφτονται τα κορίτσια που σκεφτόμαστε εμείς. Όσοι κοιμούνται πάντα στα ζεστά. Εκείνοι που ίσως κάποτε νομίζαμε ότι είμαστε εμείς, μέχρι που μείναμε από βενζίνη.
To βιβλίο σας είναι ένα μυθιστόρημα για τις μεγάλες ήττες της ζωής μας;
Νομίζω είναι ένα βιβλίο για όσους έχασαν κερδίζοντας. Για όλους εκείνους που μελέτησαν καλά τον χάρτη, πήραν σωστά τις στροφές αλλά στο τέλος κατέληξαν στον γκρεμό. Είναι αυτή η απορία, αν τελικά πήραμε λάθος τη ζωή μας ή αν άλλαξαν τόσο πολύ τα πράγματα που όποια απόφαση κι αν είχαμε πάρει, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να μας σώσει.
Και κάπου εδώ κολλάει και το «Μεγάλωσες λίγο σήμερα» του Κισλόφσκι στο μότοτου βιβλίου;
Αυτή η φράση εκφράζει μία απροσδόκητη αισιοδοξία για μένα. Έρχεται την στιγμή που ο δικηγόρος της «Μικρής ιστορίας για ένα φόνο» βυθίζεται στην αγωνία για την προσωπική του ανεπάρκεια. Ο δικαστής της ταινίας τού προσφέρει μια άλλη προσέγγιση. Δεν πειράζει αν έκανες λάθη, αν απέτυχες, αν κατέστρεψες τον εαυτό σου και τους γύρω σου- δηλαδή, πειράζει, αλλά εν μέρει δεν πειράζει κιόλας- γιατί έμαθες κάτι που δεν θα μάθαινες με κανένα άλλον τρόπο.
Έχουμε μάθει να μας τρομάζει η βία πια. Είναι ανεπίτρεπτη. Δεν μπορούμε να την δεχτούμε και αρνούμαστε να την ασκήσουμε. Και αυτό είναι καλό. Είναι μία κατάκτηση. Όπως έλεγε ένας αγαπημένος μου καθηγητής, αν κλειδώσουν έναν από μας στο ίδιο δωμάτιο με ένα μαχαίρι και μια κότα, θα επιβιώσει η κότα. Η βία έχει ξεφύγει από το ρεπερτόριό μας. Αλλά αυτή είναι μία πρόσφατη αλλαγή, των τελευταίων 20-30 ετών. Και μέσα σε αυτήν ο κεντρικός ήρωας, ο Βαγγέλης, ψάχνει να βρει τον εαυτό του. Επιβάλλεται να δείρει αυτόν που τον έκλεψε; Επιτρέπεται να χτυπήσει μία γυναίκα σε μια στιγμή επανάστασης; Κι αν δεν επιτρέπεται, είναι επειδή είναι γυναίκα ή επειδή η βία δεν είναι αποδεκτή; Αντέχει να πυροβολήσει ένα αγριόχοιρο στο δάσος, πριν αυτός του επιτεθεί και τον σκοτώσει;
Μήπως διατηρώντας τον πολιτισμό του, χάνει τελικά την ταυτότητά του;
Η απειλή του ανδρισμού του δένει και με τη σύγχρονη συζήτηση περί angrywhitemale που έχει ανοίξει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού; Ο Βαγγέλης δεν θα ψήφιζε Trump. Είναι πιο πολύ sadπαρά angrywhitemale. Θα ήθελε να μπορούσε να είναι angry για να διαχωρίσει εύκολα τον κόσμο σε άσπρο και μαύρο.
Αντί για αυτό, κυνηγάει την ουρά του, ψάχνοντας να βρει τι του έφταιξε, ενώ όλα τα παραδείγματα που έχει γύρω του δείχνουν ότι η λύση είναι μία: να γίνει killer, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Στο βιβλίο υπάρχει μία έντονη αστυνομική διάσταση. Πιστεύετε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι υποτιμημένο στην αντιμετώπισή του;
Η πρώτη σελίδα από κάποιο, οποιοδήποτε βιβλίο της Highsmith αρκεί για απάντηση. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα άλλα μεγάλα βιβλία του 20ου αιώνα.
Δεν ξέρω αν κάνω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αυτό το βιβλίο, αλλά σίγουρα υπάρχει και μία διάσταση whodoneit.Αυτή ήταν η αφετηρία του βιβλίου: δύο άνθρωποι πέφτουν νεκροί από τον ουρανό γιατί είχαν κρυφτεί στους τροχούς ενός αεροπλάνου και ένας πρώην δημοσιογράφος που έχει φύγει μετανάστης στην Πολωνία ψάχνει να βρει τι συνέβη.
Αυτή η αναζήτηση είναι που οδηγεί το βιβλίο μέχρι το τέλος του. Όμως νομίζω ότι το επίκεντρο παραμένει η προσωπική πορεία του Βαγγέλη, η σχέση του με τη Μάρω, τη γυναίκα του, το μετατραυματικό σοκ της απόλυσης και η ψυχολογία της ανεργίας.
Η αφήγηση χαρακτηρίζεται από απότομες μεταβάσεις. Μεταφερόμαστε από την Πολωνία στην Ελλάδα, από την Αμερική στην Σερβία και από το 2014 στη δεκαετία του ’80 από τη μία πρόταση στην άλλη. Πώς προέκυψε αυτό το στυλ;
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι δημοσιογράφος. Όταν ξεκίνησα, προσπάθησα να ακολουθήσω τον τρόπο γραφής δημοσιογράφων που εκτιμώ- και φαντάζομαι θα προσπαθούσε να μιμηθεί και εκείνος στα κείμενά του. Μελέτησα το StyleGuideτου Economist, τον οδηγό για απλό, σαφή και όμορφο δημοσιογραφικό λόγο.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν αφόρητα βαρετόλογοτεχνικά. Ξανάπιασα το βιβλίο από την αρχή και άφησα τον αφηγητή ελεύθερο. Του επέτρεψα να μιλήσει σύμφωνα με τη θερμοκρασία του. Είχε ανάγκη να πει την ιστορία με νεύρο, υφολογικές ακροβασίες, να μπλέξει το σύνθετο λεξιλόγιο της παλιάς του ζωής στις εφημερίδες με την αργκό της νέας του κατάστασης.
Και η πλοκή, αντίστοιχα, δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη στρωτή γραμμική πορεία μιας χρονολογικής αφήγησης. Σε όλο το βιβλίο ο Βαγγέλης ονειρεύεται να λύσει την αστυνομική ιστορία που ερευνά για να γράψει ένα άρθρο που θα του δώσει ξανά δουλειά. Έτσι η αφήγηση καταλήγει να έχει τη δομή που έχουν συνήθως αυτά τα άρθρα, τα longreads του NewYorker και του LondonReviewofBooks, με τα άλματα από τη μία σκηνή στην άλλη, τις σκηνοθετημένες αλλαγές οπτικής, που εντείνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη σαν να πρόκειται για θρίλερ.
Οι δύο ήρωες έχουν φύγει από την Ελλάδα εξαιτίας της ανεργίας. Πιστεύετε ότι το ζήτημα της ανεργίας και της μετανάστευσης -ή braindrain όπως συνηθίζεται να λέγεται τώρα- είναι κεντρικό στη γενιά σας;
Κάποτε το λέγαμε κρίση. Τώρα είναι απλά η ζωή μας. Η εμπειρία της ανεργίας που περάσαμε οι περισσότεροι γύρω στα 20-30, η ανασφάλεια που άφησε στη συνέχεια ακόμα και όταν βρήκαμε δουλειά.
Οι συνθήκες της μετανάστευσης που όσοι ζήσαμε έξω, θυμόμαστε. Οι αναμνήσεις από τους καναπέδες που κοιμόμασταν, τα καφέ που δουλεύαμε, τις επιστροφές με δανεικά όταν κάθε ελπίδα είχε πεθάνει, αλλά και οι ιστορίες όσων έχουν μείνει ακόμα εκεί, ποστάροντας στιγμές διαδικτυακού θριάμβου ενώ στο inboxρωτούν με αγωνία αν υπάρχει τρόπος να γυρίσουν κάπως, κάπου, πίσω.
Η σχέση του ζευγαριού ισορροπεί ανάμεσα στην αγάπη, την ανάγκη και την λύπη.
Η Μάρω και ο Βαγγέλης ξεκινάνε τη σχέση τους γεμάτοι βεβαιότητα ότι το μέλλον τους ανήκει. Και μετά συμβαίνει η ζωή. Η ζωή που βιώσαμε όλοι μας από το ’10 και μετά. Και κάπου εκεί πρέπει να βρουν ένα τρόπο να παραμείνουν εκείνος ο εαυτός που αγάπησε ο σύντροφός τους, ενώ σταδιακά, και ίσως αμετάκλητα, μεταμορφώνονται σε κάποιον άλλο.
Αν σας ζητούσα να περιγράψετε ολόκληρο το μυθιστόρημά σας μέσα από πέντε προτάσεις του, ποιες θα ήταν αυτές;
«Τι έφταιγε εκείνος που το χωριό του πατέρα του είχε γεμίσει πεντάστερα ξενοδοχεία και τώρα οδηγούσε Καγιέν;»
«5-0. Πόσο χειρότερος μπορεί να είναι ο πόλεμος;»
«Δεν ήμασταν όμορφοι, αλλά ήμασταν υγιείς, καθαροί και αθλητικοί, και αυτό ήταν ένα διαφορετικό είδος ομορφιάς.»
«Έτσι, αν πέθαινα, θα έμενε με την απορία ποιες ήταν οι τελευταίες λέξεις που του είχα πει.»
«Ανάσαινε βαριά, ήσυχος μέσα στη σιγουριά του ότι, όπως δεν είχα ρίξει στον αγριόχοιρο, έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να ρίξω και σε κείνον».