- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Δημήτρης Σωτάκης μιλάει για τον «Μεγάλο Υπηρέτη»
Ο Έλληνας συγγραφέας, με τα βιβλία του να έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα χώρες, μιλάει για το νέο του βιβλίο και την αγάπη του για την Κίνα.
Συνέντευξη του Δημήτρη Σωτάκη για το νέο του βιβλίο «Ο Μεγάλος Υπηρέτης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
«Ένας επιχειρηματίας προσλαμβάνει στο σπίτι του έναν βοηθό, προκειμένου να βάλει τη χαοτική καθημερινότητά του σε μια τάξη. Από τη στιγμή όμως που θα ξεκινήσει αυτή η συγκατοίκηση, μια σειρά από παράξενα γεγονότα οδηγεί αυτή την ιστορία σε απρόβλεπτα και σκοτεινά μονοπάτια».
Με αυτά τα λόγια επιχειρείται μία μικρή εισαγωγή στο νέο μυθιστόρημα «Ο Μεγάλος Υπηρέτης» (εκδ. Κέδρος) του πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα, Δημήτρη Σωτάκη. Μετά τον αγαπημένο –για πολλούς– «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» του 2017, ο συγγραφέας επανέρχεται με ένα νέο μυθιστόρημα γύρω από τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του και την ψευδαίσθηση της δύναμης της εξουσίας.
Ο Δημήτρης Σωτάκης μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο του βιβλίο, την αγάπη του για την Κίνα και πώς να είσαι συγγραφέας στην Ελλάδα του σήμερα.
Τι μεσολάβησε στο διάστημα από τον «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» μέχρι το νέο βιβλίο «Ο Μεγάλος Υπηρέτης»;
Μεσολάβησε αρκετή σκέψη για το ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρω μετά τον «Κανίβαλο» σε σχέση με το ύφος και την προδιάθεση του επόμενου μυθιστορήματος. Και προϊόν αυτής της σκέψης ήταν «Ο Μεγάλος Υπηρέτης», όπου και πάλι τα θέματα που με απασχολούν είναι η διαχείριση των κοινωνικών ρόλων και ο τρόπος που πασχίζουμε να δημιουργήσουμε έναν εαυτό, όπως τον έχουμε φανταστεί. Το καινούριο μυθιστόρημα αντανακλά εντονότερα την ψυχολογία μου το διάστημα που δούλευα πάνω σ’ αυτό, μα και την οπτική μου γωνία για τον κόσμο τη συγκεκριμένη περίοδο.
Υπάρχει κάποια, έστω υπόγεια, σύνδεση ανάμεσα σε αυτά τα δύο βιβλία και τους ρόλους εξουσίας που καλείται να παίξει ο κάθε άνθρωπος;
Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Και στα δύο βιβλία, ο κύριος άξονας είναι η επίτευξη ενός μεγάλου, στόχου, της κατάκτησης της ευτυχίας, του έρωτα, της κυριαρχίας, με διαφορετικό όμως τρόπο. Στον «Μεγάλο Υπηρέτη» ο ήρωας διστάζει να ζήσει τη ζωή του, την παραδίδει στα χέρια ενός άλλου, και ύστερα βουλιάζει σε μια επίπλαστη ηδονή, μια φτήνια, έναν συνειδητό ξεπεσμό, στην ουσία απέχει από την ίδια του τη ζωή, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι όλα κυλάνε όπως ακριβώς τα ήθελε.
Τι σας ώθησε να γράψετε τον «Μεγάλο Υπηρέτη»;
Ο «Μεγάλος Υπηρέτης» γράφτηκε ως ένα σχόλιό μου για την ζωή που ζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Είναι επίσης ένα εξομολογητικό βιβλίο, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο που έχω γράψει. Στην ουσία, ήθελα να μιλήσω για αυτό που μας συμβαίνει, για αυτό που μου συμβαίνει, για τη ζωή που παρακάμπτουμε για να ζήσουμε στη θέση της μια άλλη. Από την άλλη, η ίδια η πλοκή είναι πάντα ένας σημαντικός λόγος για να γραφτεί ένα βιβλίο, το εύρημα της ίδιας της ιστορίας είναι καθοριστικό, όχι όμως αρκετό για μένα, πρέπει να λειτουργεί συνήθως με έναν συμβολικό τρόπο.
Οι ήρωες των βιβλίων σας θα μπορούσαν να ζουν παντού, όχι απαραίτητα και μόνο στην Ελλάδα ή… τη Γαλλία και τη Ρουμανία.
Οι ήρωες μου δε ζουν πουθενά. Δεν ζουν στον πραγματικό κόσμο, η γεωγραφία είναι μια αδιάφορη παράμετρος στα βιβλία μου. Συνειδητά αποφεύγω να τους τοποθετήσω σε πραγματικά περιβάλλοντα, δεν υπάρχουν τοπωνύμια -με εξαιρέσεις- δεν υπάρχει ρεαλισμός σε σχέση με το πού βρίσκονται. Κι αυτό βέβαια είναι ένα στοιχείο που καταδεικνύει τις αρχικές προθέσεις μου, ότι δηλαδή η λογοτεχνία είναι για μένα ένα μέσο να δραπετεύω από την πραγματικότητα, συνεπώς από την ίδια μου τη ζωή.
Μου φαίνεται ανούσιο να απευθυνθώ σε έναν αναγνώστη, επειδή απλώς είναι Έλληνας ή Γάλλος ή Βέλγος. Γράφω για όσα απασχολούν την ανθρώπινη φύση, κι εγώ άλλωστε δεν αισθάνομαι την εθνικότητά μου, απλώς την γνωρίζω, τη θεωρώ μια λεπτομέρεια, απευθύνομαι σε έναν άνθρωπο που μπορεί να με καταλάβει, που έχουμε σημαντικότερες συγγένειες απ΄ αυτές της εθνικότητας, χωρίς βέβαια να αλλοιώνουμε τη μεγάλη σημασία της γλώσσας, η οποία σαφώς αποτελεί έναν συνδετικό ιστό με τους αναγνώστες.
Ποιες χώρες τα έχουν αγκαλιάσει περισσότερο;
Είναι βέβαια ένα απερίγραπτο συναίσθημα να συναντάω αναγνώστες και φίλους που ζουν τόσο μακριά. Θα έλεγα ότι η Τουρκία, η Γαλλία και η Σερβία είναι οι χώρες που έχουν αγκαλιάσει περισσότερο τη δουλειά μου, αν και πλέον οι γλώσσες που έχω μεταφραστεί ξεπερνάνε τις δέκα. Είναι ένα μοναδικό συναίσθημα, να ξέρεις ότι έχεις δουλέψει μόνος, στη μοναξιά σου, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τώρα να βλέπεις κόσμο σε διαφορετικά μήκη και πλάτη του κόσμου να αναγνωρίζουν αυτό που έχεις κάνει.
Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον και η αγάπη για την Κίνα; Συνεχίζετε να διδάσκετε την κινεζική γλώσσα;
Η αγάπη μου για την Κίνα προέκυψε από την γλώσσα. Μια μαγική γλώσσα, πανέμορφη και λυρική, που πραγματικά λατρεύω. Λόγω της γλώσσας, λοιπόν, έχω αυτά τα συναισθήματα για τη χώρα, σαφώς και θαυμάζω τον πολιτισμό, τους ανθρώπους, το φαγητό, αλλά η ίδια η γλώσσα ήταν αυτό που με γοήτευσε εξαρχής. Ναι, διδάσκω καθημερινά, είναι μια διαδικασία που απολαμβάνω. Η Κίνα είναι ένας εκπληκτικός τόπος, με μυστικά που αποκαλύπτονται στους επισκέπτες της κάθε φορά που θα βρεθούν εκεί, μια χώρα ανεξιχνίαστη και μυστηριώδης, που δε μοιάζει με καμία άλλη.
Φαντάζομαι, έχετε επισκεφτεί την Κίνα. Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από το πρώτο ταξίδι εκεί;
Στο πρώτο ταξίδι έπαθα πραγματικό σοκ. Η ευφορία μου ήταν μεγάλη. Ήταν στο Πεκίνο, το 2005. Από τότε, η πόλη, μα και ολόκληρη η χώρα, έχουν αλλάξει πολύ. Μα όσες αλλαγές κι αν έχουν γίνει, η Κίνα παραμένει και θα παραμείνει μια χώρα με φοβερές αντιθέσεις και μεγάλες εκπλήξεις, μια χώρα που δεν μπορεί κανείς εύκολα να «διαβάσει», παρά μόνο να αισθανθεί με όλες του τις αισθήσεις.
Πώς θυμόσαστε την έκδοση του πρώτου σας βιβλίου; Η ίδια προσμονή υπάρχει κατά την έκδοση κάθε νέου βιβλίου;
Δεν μπορώ να θυμηθώ πολύ καλά εκείνο το πρώτο συναίσθημα. Ήταν σίγουρα χαρά, αλλά όχι έκρηξη, ένας συγκρατημένος ενθουσιασμός. Όσο περνάν τα χρόνια, αλλάζουν οι απαιτήσεις, τα δεδομένα, οι στόχοι, όμως και πάλι προσπαθώ πάντα να βλέπω με όση αθωότητα διαθέτω την έκδοση ενός καινούριου βιβλίου, είναι μια στιγμή πολύ προσωπική, αλλά και τόσο ευχάριστη, αφού αφορά και άλλους ανθρώπους, εκτός από μένα.
Τι ανάγκες καλύπτει το γράψιμο για εσάς;
Στην πραγματικότητα καμία. Η συγγραφή δεν καλύπτει καμία ανάγκη, παρά μόνο δίνει την ευκαιρία να δώσω ένα προσωπικό στίγμα για όσα ζούμε. Είναι το όχημα για να είμαι παρών σε αυτή την ανθρώπινη κοινότητα, να ακουστεί η φωνή μου μέσα στο πλήθος, όμως δεν καλύπτει κάποια ανάγκη, δεν έχω αγωνία για το πότε θα ξαναγράψω και κυρίως δεν αισθάνομαι ότι οφείλω να γράψω. Χωρίς ανθρώπους να διαβάσουν, ένα γραπτό είναι τελείως άχρηστο, συνεπώς αυτό το παιχνίδι της ανάδρασης, η επικοινωνία που μπορεί κανείς να έχει- αν είναι τυχερός- είναι ό, τι σημαντικότερο σε αυτό που αποκαλούμε πολύ καταχρηστικά λογοτεχνία.
Βιοπορίζεστε από τη συγγραφή;
Δεν μπορεί να συμβεί αυτό στην Ελλάδα, η αγορά είναι μικρή και οι συγγραφείς δεν ζουν από τα βιβλία τους. Η πολιτεία, επίσης, δεν βοηθάει έμπρακτα τους συγγραφείς, με αποτέλεσμα να κάνουν διάφορες άσχετες δουλειές για να επιβιώσουν, σε αντίθεση με πολλούς από τους ξένους συναδέλφους μας που δέχονται μεγάλη υποστήριξη από τους κρατικούς φορείς. Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα ολόκληρης στρατηγικής, είμαστε μια χώρα χωρίς Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, κάτι σχεδόν αδιανόητο, δεν υπάρχουν υποτροφίες, χορηγίες, οι συνθήκες είναι δύσκολες.
Φαντάζομαι, το επόμενο διάστημα θα ασχοληθείτε με την προώθηση του νέου βιβλίου. Κάτι άλλο στον ορίζοντα;
«Ο Μεγάλος Υπηρέτης» κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα, έτσι λοιπόν πράγματι βρίσκομαι στη διαδικασία προώθησής του. Είναι ακόμα νωρίς για καινούριο μυθιστόρημα, όμως αυτή την περίοδο δουλεύω πάνω σε ένα θεατρικό έργο, το οποίο έχω ξεκινήσει πριν αρκετά χρόνια, ωστόσο, τώρα ωρίμασαν οι συνθήκες και βρίσκομαι στην ολοκλήρωσή του. Έχει τίτλο «Αιώνιο τραίνο».
Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Η πράσινη πόρτα» (2002), «Η παραφωνία» (2005), «Ο Άνθρωπος Καλαμπόκι» (2007), «Το θαύμα της αναπνοής» (2009), «Ο θάνατος των ανθρώπων» (2012), «Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» (2014), «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» (2015), «Ο Κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» (2017). «Το θαύμα της αναπνοής» κατέκτησε το Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, καθώς και για το βραβείο Jean Monnet στη Γαλλία. Βιβλία του έχουν κυκλοφορούν στα γαλλικά, τουρκικά, σερβικά, ολλανδικά, ιταλικά, δανέζικα, αραβικά, κινεζικά.