Βιβλιο

Η «αισχρότητα» της φωτογραφίας

Ένας στοχασμός για την αμφιλεγόμενη σχέση αλήθειας και φωτογραφίας στο βραβευμένο από τον «Le Monde» μυθιστόρημα «Κατ' εικόνα του» του Ζερόμ Φεραρί

Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 726
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Κατερίνα Σχινά γράφει κριτική για το μυθιστόρημα «Κατ' εικόνα του» του Ζερόμ Φεραρί, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα

Ένας βαθύς στοχασμός για την αμφιλεγόμενη σχέση αλήθειας και φωτογραφίας στο βραβευμένο από τον «Le Monde» μυθιστόρημα του Ζερόμ Φεραρί.

Στο συναρπαστικό βιβλίο του Ρολάν Μπαρτ για τη φωτογραφία υπάρχει μια φράση η οποία μπορεί να συνοψίσει θαυμάσια την ιδέα που κινεί το μυθιστόρημα του Ζερόμ Φεραρί: «Οι αρχαίοι Έλληνες έμπαιναν στον Άδη οπισθοβατώντας∙ αυτό που είχαν μπροστά τους ήταν το παρελθόν τους». Κι όπως στον «Φωτεινό θάλαμο» οπισθοβατώντας ανατρέχει ο Μπαρτ στη ζωή της μητέρας του ξεκινώντας από την τελευταία της φωτογραφία και φτάνοντας στο πορτρέτο της ως παιδούλας, έτσι ανάστροφα μπαίνει και στη ζωή της Αντόνια, της φωτογράφου ηρωίδας του, ο Φεραρί. Μπαίνει στον σύντομο, ίσως ματαιωμένο βίο της από το τέλος, από τον πρώιμο και παράλογο θάνατό της σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα μετά από μια κουραστική, ανούσια μέρα που η Αντόνια την έχει περάσει φωτογραφίζοντας έναν γάμο. Η σορός της φτάνει στο χωριό της, ο ιερέας θείος της αναλαμβάνει, διστακτικός, την κηδεία της και καθώς η λειτουργία προχωρεί συνθέτει, μέσα από συνεχείς αναδρομές και στάσεις, ένα ρέκβιεμ στην ανιψιά του, ένα έξοχο ψυχολογικό της πορτρέτο.

Η Αντόνια κυριεύεται από ασυγκράτητο πάθος για τη φωτογραφία όταν παίρνει στα χέρια της την πρώτη της φωτογραφική μηχανή χαρισμένη, στα δεκατέσσερά της, από τον θείο της, με τον οποίο τη συνδέει βαθιά αλληλοκατανόηση. Βρίσκει δουλειά σε μια τοπική καθημερινή εφημερίδα, ερωτεύεται έναν κορσικανό εθνικιστή, παρακολουθεί τις διαμάχες στους κόλπους του αυτονομιστικού κινήματος και πολύ σύντομα διαπιστώνει ότι δυσφορεί καθηλωμένη στον ρόλο της παρατηρήτριας της αδιέξοδης κορσικανικής καθημερινότητας. Όταν, ωστόσο, φύγει για τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και βρεθεί στην καρδιά της διακεκαυμένης ζώνης θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν «ορισμένα πράγματα που πρέπει να μείνουν κρυμμένα»∙ ότι φωτογραφία και θάνατος είναι ενωμένα «με στενό δεσμό» όχι μόνο όταν ο φακός συλλαμβάνει τη φρίκη του πολέμου, τα ρυάκια του αίματος, τα πτώματα, αλλά και όταν αποτυπώνει κάτι ζωντανό, αφού η απεικόνισή του στο χαρτί μάς υποβάλλει την ιδέα πως είναι κιόλας νεκρό. Απηχώντας τις παρατηρήσεις του Μπαρτ, ενσωματώνοντας στην αφήγηση τις ιστορίες δύο άγνωστων φωτογράφων, του Γκαστόν Σερώ και του Ρίστα Μαριάνοβιτς, που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών στις αρχές του περασμένου αιώνα, ο Φεραρί θα σημειώσει ότι στις φωτογραφίες ακόμη και οι ζωντανοί μεταμορφώνονται σε πτώματα –γιατί κάθε φορά που απελευθερώνεται το κλείστρο ο θάνατος έχει ήδη περάσει από εκεί– και θα αποδυθεί σε έναν ήσυχο, χαμηλόφωνο, παρά την εσωτερική του ένταση, στοχασμό για το «σκάνδαλο» της φωτογραφίας, για το παράλογο του πολέμου, την ανθρώπινη θηριωδία, το μυστήριο της πίστης, για τη σχέση εικόνας και ομοιώματος, αλήθειας και αναπαράστασης, ανθρώπινης φύσης και θεϊκής παρουσίας, μέσα σε δώδεκα κεφάλαια που οι τίτλοι τους ανακαλούν τα υμνολογικά και ευχετικά μέρη της νεκρώσιμης ακολουθίας.

Η Αντόνια αρέσκεται να βλέπει τον εαυτό της «σαν μια εστιάδα» που συντηρεί, με τις φωτογραφίες της, «την τρεμάμενη φλόγα της αλήθειας». Όμως την ίδια στιγμή υποπτεύεται ότι οι φωτογραφίες της είναι υπερβολικά βαριές σε νοήματα «που δεν υπάρχουν». «Οι εικόνες της στερούνταν αθωότητας. Δεν αρκούνταν να παίρνουν το απλό ίχνος της στιγμής, αλλά εγγράφονταν, χωρίς η Αντόνια να καταλαβαίνει γιατί, μέσα σ’ ένα ολόκληρο δίκτυο, φλύαρο και πομπώδες, περιττών, ίσως και ψευδών, ερμηνειών». Σιγά-σιγά, η νεαρή φωτογράφος θα συνειδητοποιήσει την «αισχρότητα» της φωτογραφίας, το εγγενές της ψεύδος, τη χειριστική της δύναμη, και θα αποφασίσει να κρατήσει φυλαγμένες στη μηχανή της όσες ωμότητες συνέλαβε ο φακός της. Ξέρει ότι «μέσα στο αβλαβές διάστημα ενός εικονικού κόσμου ο θάνατος ξεθωριάζει και καταργείται». Το επικυρώνει και ο θείος της, που έχοντας ακολουθήσει το κάλεσμα της ιεροσύνης μετά από χρόνια δίχως θεό, είναι η πιο φωτεινή, η πιο ανθρώπινη μορφή του μυθιστορήματος: «Καμιά φωτογραφία, κανένα άρθρο δεν έχει προκαλέσει μέχρι τώρα κανένα σοκ (…) Οι άνθρωποι δεν θέλουν να τα βλέπουν αυτά και, αν τα δουν, προτιμούν να τα ξεχάσουν». Υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να γίνονται, κι αν γίνονται δεν πρέπει να έρχονται στο φως της μέρας, «αλλά να πνίγονται, να μένουν για πάντα κρυμμένα στα έγκατα της γης». Η εξεικόνιση του αποτρόπαιου είναι άσεμνη, ευτελίζει τη φρίκη. Κι αν οι φωτογραφίες είναι μια «πόρτα ανοιχτή στην αιωνιότητα», οι ίδιες δεν λένε τίποτε για το αιώνιο, αρκούνται στο εφήμερο, επιβεβαιώνουν το μη αναστρέψιμο και «αποδίδουν τα πάντα στο τίποτα». Διόλου τυχαία, μετά τον ενταφιασμό της Αντόνια, δεν θα βρεθεί καμιά φωτογραφία της για να κοσμήσει το μνήμα της.