- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί γίνεται σάλος με το βιβλίο «Λευκός» του Μπρετ Ίστον Έλις;
Διαβάσαμε το νέο του βιβλίο, που προκαλεί αντιδράσεις
Κριτική για το νέο βιβλίο-αυτοβιογραφία του συγγραφέα Μπρετ Ίστον Έλις με τίτλο Λευκός που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.
Προσωπική ενδοσκόπηση ή καυστικό κοινωνικό σχόλιο; Επιλεκτική αυτοβιογραφία - απάνθισμα στιγμών που έζησε ή τον καθόρισαν, πρόκληση για διάλογο ή νέτα σκέτα ένα βιβλίο-κατρακύλα, όπου ρατσισμός και απαξιωτικές alt right υπέρ Ντόναλντ Τραμπ «σοφίες» το στέλνουν αλλά και τον στέλνουν στο ανάθεμα; Μανούλα στο παιχνίδι της πρόκλησης, επαγγελματίας προβοκάτορας και πάντα αθυρόστομος, ο Μπρετ Ίστον Έλις με το «Λευκός» καταθέτει ένα βιβλίο που προκάλεσε σάλο πολύ πριν εκδοθεί. Γιατί το «Λευκός» δεν είναι παρά μια πιο μακροσκελής εκδοχή της ύπαρξής του χρόνια τώρα μέσω των κοινωνικών δικτύων. Εκεί όπου, όπως γράφει, απέναντι σε μια οθόνη και με μια μπουκάλα τεκίλα, δέκα κιλά κατάθλιψη ή περίεργες σκόνες προς σνιφ, το παρορμητικό πληκτρολόγιό του έβαλε κατά πάντων: η «γενιά των φλώρων», όπως αποκαλεί τους μιλένιαλς, η «πολιτική ανυπακοή» του που τον έστειλε ευθέως να συνηγορεί υπέρ Τραμπ, η κανιβαλική του νοοτροπία να αποδομεί συναδέλφους εξόχως λιβελογραφικά, όπως κάνει με τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.
Ω, δεν χωρά αμφιβολία: άρχισε η κυνηγετική περίοδος και μετά από αυτό το βιβλίο κανένας μας δεν ξέρει τη συνέχεια. Είναι πολύ εύκολο να τον αποδομήσεις όπως αποδομεί: στο «Λευκός» η δυσφορία του αναγνώστη κινδυνεύει να εκτιναχθεί στα ύψη. Παρόλο που η πρόζα του Έλις είναι (πάντα ήταν) αξεπέραστη. Υπέροχα αστεία, αυτοσαρκαστική, αμακιγιάριστη και αυθεντική. Έμφαση στο αυθεντική. Να κάτι από το οποίο ποτέ δεν κινδύνεψε: από τα 25 του με το «Λιγότερο από το Μηδέν» ή αργότερα με τα «American Pchyco», «Νόμοι της Έλξης» και «Γκλαμόραμα», ο Έλις ήταν και παραμένει το τρομερό παιδί των αμερικανικών γραμμάτων, ένας απίστευτος στιλίστας, μια πένα που ήξερε πάντα να φωτίζει-ενισχύει όχι μόνο ό,τι έδειχνε ή ήταν λαμπερό και ορατό, μα και ό,τι υπέβοσκε κάτω από την ανέγγιχτη επιφάνεια των πραγμάτων.
Η λογοτεχνία του ανέσυρε στον αφρό τις αδυσώπητες αλήθειες και τα ψέματα που φύονταν ή υπόβοσκαν κάτω ή πίσω από τη λάμψη του Χόλιγουντ. Ή τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού στον σταρ σίστεμ ουρανό της Νέας Υόρκης. Κανένας δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Μόνο που στο «Λευκός», όσο κι αν η γραφή του παραμένει κοφτερή, κάπου δείχνει να τα χάνει.
Αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο, γιατί ακόμα κι έτσι παραμένει πάντα ένας συγγραφέας που αισθητικά η φόρμα, η δομή των λέξεων-σκέψης του και το «αντιδραστικό του πνεύμα» παλμογραφεί και ίσως μας διαφωτίζει λίγο περισσότερο για να καταλάβουμε τι είδους τρέλα, εμφύλιος πόλεμος, μανία και ρήγμα είναι αυτό που χώρισε στα δυο την Αμερική. Είναι λίγο σοκ και γκραν γκινιόλ για όσους τον λατρέψαμε (σ.σ. παραμένω θαυμαστής του, όπως και του Σελίν, γιατί έμαθα να ξεχωρίζω έργο, καλλιτέχνη ή φιλόσοφο, για να βάλω μέσα και τον Χάιντεγκερ, από το ανθρώπινο ον), μα πάντα αυτό ήταν ο Έλις: take it or leave it. Σε μια περίοδο που κατ’ αυτόν «η τυραννία της ταυτότητας» είναι το μέγιστο θέμα των καιρών, ο συγγραφέας διαλέγει να συνταχθεί με τη δεξιά άποψη - αναμφίβολα δικαίωμά του. Ή μάλλον... δικαίωμά του; Από εδώ ξεκινάει η συζήτηση για ένα βιβλίο γενναίο μεν, αλλά…
Το βιβλίο «Λευκός» του Bret Easton Ellis κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ
Και λίγος Μπρετ ακόμα!
Αυτό είναι το εισαγωγικό σήμειωμα του Έλις πριν ξεκινήσει η αφήγηση του «Λευκός». Πολύ διαφωτιστικό και πολύ κομβικό για τον αναγνώστη, μιας κι εδώ κρύβεται το συναισθηματικό βάρος αλλά και το ψηφιακό βίωμα που τον ώθησε να μπει στο κυρίως θέμα του. Ευχαριστούμε τον εκδότη Νίκο Χατζόπουλο και τη Μαριάνα Τσιγκάκου για την παραχώρησή του.
Κάποια στιγμή τα τελευταία χρόνια –δεν μπορώ να πω με σιγουριά πότε ακριβώς– άρχισε να με βασανίζει μια αφόρητη και παράλογη ενόχληση, απ’ ό,τι θυμάμαι αρκετές φορές μέσα στην ημέρα. Με ενοχλούσαν πράγματα τόσο ασήμαντα φαινομενικά, τόσο διαφορετικά απ’ ό,τι με απασχολούσε συνήθως, που έπρεπε να πάρω βαθιές ανάσες για να διώξω την αηδία και τη σύγχυση που μου προκαλούσε η ανοησία άλλων ανθρώπων, κι αυτό με είχε ξαφνιάσει. Ενήλικες, γνωστοί και άγνωστοι που έσπευδαν να εκφράσουν στα κοινωνικά δίκτυα τις απόψεις τους και τις κρίσεις τους, τις αλόγιστες ανησυχίες τους, πάντα με την ακλόνητη βεβαιότητα πως έχουν δίκιο. Κάθε ανάρτηση, κάθε σχόλιο και κάθε μήνυμα στο Tweeter φαινόταν να εκφράζει μια τοξική συμπεριφορά, ασχέτως αν αυτό ίσχυε πράγματι ή όχι. Εκείνος ο θυμός ήταν κάτι καινούργιο για μένα, κάτι που δεν είχα ξαναζήσει – και συνδυαζόταν με μια ανησυχία, με μια καταπίεση. Κάθε φορά που σέρφαρα στο διαδίκτυο, είχα την αίσθηση πως αντί να λέω απλά τις σκέψεις μου για κάτι, έκανα κάποιο λάθος. Αυτή η ιδέα ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό πριν από δέκα χρόνια –ότι δηλαδή μια άποψη μπορούσε να θεωρηθεί λανθασμένη κίνηση– αλλά σε μια κουλτούρα οργής και πόλωσης, άνθρωποι μπλοκάρονταν λόγω των απόψεών τους, άνθρωποι δεν ακολουθούνταν γιατί οι άλλοι ερμήνευαν ό,τι έλεγαν μ’ έναν μάλλον ανακριβή τρόπο. Οι φοβισμένοι άρχισαν να κρίνουν αμέσως όλο τον χαρακτήρα κάποιου από ένα προκλητικό ή προσβλητικό μήνυμα και εξαγριώνονταν. Πολλοί δέχονταν επιθέσεις και διαγράφονταν από φίλοι γιατί υποστήριζαν τον «λάθος» υποψήφιο. Ήταν λες και κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον άνθρωπο από μια σειρά λέξεων που είχαν γραφτεί βιαστικά σε μια μαύρη οθόνη. Γενικά, αν και η κουλτούρα μας φαινόταν να ενθαρρύνει τη συζήτηση, τα κοινωνικά δίκτυα είχαν γίνει παγίδα και ο πραγματικός στόχος τους ήταν να μας φιμώσουν. Κάτι άλλο που με θύμωνε πολύ συχνά ήταν το γεγονός πως κάποιοι εξαγριώνονταν συνεχώς με απόψεις που εγώ συμμεριζόμουν και υποστήριζα. Αυτή η προσπάθεια απώθησης είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθώ αντιμέτωπος με μια υποβαθμισμένη εικόνα του εαυτού μου: να φανταστώ πως ήμουν ηθοποιός, πράγμα που το δεν είχα σκεφτεί ποτέ και μου υπενθύμιζε διαρκώς τις αδυναμίες μου. Ακόμη χειρότερα, αυτός ο θυμός μπορούσε να γίνει τόσο εθιστικός που έφτανα σε σημείο να του παραδοθώ, εξαντλημένος και αμίλητος από το άγχος. Αν και τελικά, αυτό που ήθελε το σύστημα ήταν η σιωπή και η υποταγή.