Βιβλιο

Χάντκε - Μπέρνχαρντ: Αυτοβιογραφικοί και μόνοι

Ο Πέτερ Χάντκε και ο Τόμας Μπέρνχαρντ έδωσαν τα πιο λαμπρά δείγματα αυτοβιογραφικού λόγου

Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 719
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πρόσφατη επανακυκλοφόρηση της «Αυτοβιογραφίας» του Τόμας Μπέρνχαρντ (Εξάντας) και το Νόμπελ του Πίτερ Χάντκε

Είναι πολύ παλιά υπόθεση η εισβολή του αυτοβιογραφικού στοιχείου στη λογοτεχνία·  από την εποχή των «Εξομολογήσεων» του Ρουσώ εκατοντάδες συγγραφείς θέλησαν να ανασκάψουν την ιδιότυπη περιοχή του εγώ, μήπως και απαλλαγούν από το βάρος της ύπαρξης μέσω της αποδελτίωσης της προσωπικής περιπέτειας. Είναι συγγραφείς που είδαν τον κόσμο σαν μια ύλη βουβή, «μιαν ύλη που δεν αποκρίνεται», κι έτσι στράφηκαν στον εαυτό καθιστώντας τον ταυτόχρονα τεχνουργό, πρώτη ύλη και τελικό προϊόν της γραφής τους.

Πέτερ Χάντκε
Ο Πέτερ Χάντκε και ο Τόμας Μπέρνχαρντ, Αυστριακοί και οι δυο, έδωσαν τα πιο λαμπρά δείγματα αυτοβιογραφικού λόγου στη διάρκεια της βασανιστικής, υποσχετικής και ανήσυχης δεκαετίας του 1970, αντιδρώντας στο αίτημα για ωμό πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο που διατυπωνόταν, ιδιαίτερα ηχηρά, την προηγούμενη δεκαετία. Η πρόσφατη βράβευση του πρώτου με Νόμπελ και η επανέκδοση της «Αυτοβιογραφίας» του δεύτερου σε αναθεωρημένη μετάφραση του Βασίλη Τομανά από τις εκδόσεις Εξάντας είναι η επιφανειακή αφορμή για μια επάνοδο στο έργο τους· ωστόσο, η επίμονη γοητεία και των δύο έγκειται κυρίως στο πώς μίλησαν για τον εαυτό μέσα και έξω από τον κόσμο σε έργα όπου η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του αυτοβιογραφικού συγγραφέα και του αφηγητή του απειλείται αδιάκοπα με κατάρρευση.  

Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, την εποχή της περίφημης «νέας υποκειμενικότητας» –σε αντιδιαστολή με τη «νέα αντικειμενικότητα» του Μεσοπολέμου, που διατράνωνε την προσήλωση στο τεκμηριωμένο γεγονός–, ο Χάντκε αυτοανακηρύχθηκε μόνιμος κάτοικος του περίφημου χρυσελεφάντινου πύργου του και επέμεινε πως η μόνη δυνατότητα να κινητοποιήσει η λογοτεχνία τον αναγνώστη είναι σε προσωπικό, υπαρξιακό επίπεδο. Είχε ήδη γράψει την «Αμέριμνη δυστυχία» υπό το κράτος του πένθους για την αυτοκτονία της μητέρας του, ένα σύντομο κείμενο που μετεωρίζεται ανάμεσα στην προσωπική εμπλοκή και την αποστασιοποίηση απ’ αυτόν τον θάνατο, και από το ατομικό εκβάλλει συγκρατημένα στο καθολικό. Όταν το 1977 κυκλοφορήσει το «ημερολόγιο της εσωτερικής ζωής» του, μια σειρά καθημερινών στοχασμών που κατέγραψε στη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι από τον Νοέμβριο του 1975 ως τον Μάρτιο του 1977, με τίτλο «Το βάρος του κόσμου»,  ο κριτικός του περιοδικού Der Spiegel θα σημείωνε θορυβημένος την απουσία «κάθε συγκίνησης» από το κείμενό του, την «ψυχρότητα» απέναντι στα καθημερινά συμβάντα. Αλλά φυσικά εγγραφές όπως αυτή:  «Όταν, όπως συμβαίνει μερικές φορές, χάνω το αίσθημα της ζωής μου της ίδιας, ο τρόπος ζωής των άλλων ανθρώπων μου δίνει την εντύπωση απειλής· οι αναίσχυντοι ορισμοί τους για την πραγματικότητα ανακτούν τη δύναμη να με εκβιάζουν», αυτή: «Στην είδηση του θανάτου του φίλου μου είδα τον κόσμο σαν ένα δωμάτιο που το είχε εγκαταλείψει μετά την κηδεία του: μέσα, σαν σε γκαράζ, κείτεται το σώμα του με τα μαλλιά ακόμη ανάστατα απ’ το θάνατο· έξω, στο ρείθρο, η στάχτη απ’ το τσιγάρο του ακόμα καπνίζει» ή αυτή «Στο φούρνο έδωσαν στους άλλους πελάτες χαρτί να τυλίξουν το ψωμί, όχι όμως στον Βορειοαφρικανό» μόνο ψυχρότητα δεν αποπνέουν.

Είναι η ίδια περίπου εποχή που δημοσιεύεται το πρώτο μέρος της «Αυτοβιογραφίας» του Μπέρνχαρντ («Η αιτία»), όπου ο συγγραφέας δεν μιλάει για τα συμβάντα της ζωής του, αλλά για τον εαυτό του μέσα στη ζωή του, χωρίς ποτέ να εγγυάται την αλήθεια των όσων αποτυπώνει στο χαρτί, μπερδεύοντάς μας, αποκαλώντας το κείμενό του «μυθιστόρημα», και προειδοποιώντας μας ότι ακόμη κι αυτή τη «φαινομενική αλήθεια» που έχει αποφασίσει να εκθέσει, την παίρνει πίσω με την ίδια αποφασιστική χειρονομία. Κι ίσως γι’ αυτό, παρά την επίμονη αυθιστόρηση ενός δύσκολου βίου, ο Μπέρνχαρντ παραμένει τόσο αινιγματικός, τόσο ανεξιχνίαστος και τόσο μόνος. Στον Χάντκε υπάρχει πάντοτε μια προσδοκία αλλαγής, ακόμα και μεταρσίωσης: στον Μπέρνχαρντ αυτή η ελπίδα είναι θεμελιωδώς απούσα.