Βιβλιο

Τι σκαρώνει η Σώτη Τριανταφύλλου;

«Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό», που θα κυκλοφορήσει την 1η Νοεμβρίου, είναι το τρίτο βιβλίο μιας εν εξελίξει τετραλογίας για τη Σοβιετική Ένωση

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 719
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου μιλάει για το καινούργιο της μυθιστόρημα «Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό» και για τη συλλογή πολιτικών άρθρων «Σύντομη δεκαετία» (ATHENS VOICE Books)

Το «Τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο», που πήρε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, είχε κυκλοφορήσει το 2017 (εκδόσεις Πατάκη). Από τότε έγιναν πολλά… Κυκλοφόρησε ένα ογκώδες δοκίμιο για τον αντιαμερικανισμό με τίτλο «Μόνοι στον κόσμο: ο αντιαμερικανισμός στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία», μια αναθεωρημένη έκδοση του «Λος Άντζελες, οδηγώντας στη Νότια Καλιφόρνια» που είχε πρωτοβγεί το 2006 (εκδόσεις Μελάνι) και ο πέμπτος τόμος της σειράς πολιτικών κειμένων με τίτλο «Σύντομη δεκαετία» (εκδόσεις ATHENS VOICE Books). Και την 1η Νοεμβρίου κυκλοφορεί το καινούργιο μυθιστόρημα «Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό». Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο μιας εν εξελίξει τετραλογίας για τη Σοβιετική Ένωση (όλα από τις εκδόσεις Πατάκη): το πρώτο ήταν το «Εργοστάσιο των μολυβιών» (το 2000), μια ιστορία που άρχιζε πριν από την επανάσταση των μπολσεβίκων και τέλειωνε τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ακολούθησε το 2013 το «Σπάνιες γαίες» με ήρωα έναν κλόουν, τον Πραβιέν Σεργκέγεβιτς Μακάρεφ, που ζούσε στο Μούρμανσκ, στον Αρκτικό Κύκλο, στα χρόνια του Στάλιν. Τώρα, σ’ αυτό το τρίτο μυθιστόρημα, η Σώτη αφηγείται την ιστορία μιας συνηθισμένης γεωργιανής οικογένειας και περιγράφει τις τελευταίες μέρες της Σοβιετικής Γεωργίας.

Με το καινούργιο σου βιβλίο μάς μεταφέρεις στην Τιφλίδα, το Τμπίλισι. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να μετακινηθείς από τους αγγλικούς εμφύλιους πολέμους, όπου τοποθετείς την ιστορία του Λούσιους Πρέσκοτ στο «Τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο», στο Τμπίλισι της δεκαετίας του 1980;
Στην Τιφλίδα, στο Μπατούμι, στην Τσιάτουρα… Για πολλούς Έλληνες τα μέρη είναι γνώριμα, αν και χαμένα στο παρελθόν. Με τους Γεωργιανούς είμαστε γείτονες στη μνήμη. Μετακινούμαι από τη μια χώρα στην άλλη, κι από τη μια γλώσσα στην άλλη, επειδή είναι πολλά τα ερωτήματα που με απασχολούν. Ας πούμε ότι στο «Τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο» πραγματεύομαι το πρόβλημα της αφοσίωσης και της προδοσίας. Είναι κάτι που με απασχολούσε και στις «Σπάνιες γαίες»: οι μεγάλοι φιλοσοβιετικοί κατάσκοποι –ο Κιμ Φίλμπυ, ο Γκάυ Μπέρτζες, ο Ντον Μακλίν που εμφανίζονταν κατά κάποιον τρόπο σ’ εκείνο το βιβλίο– προδίδουν την πατρίδα τους τη Βρετανία, πλην όμως δεν την αναγνωρίζουν ως πατρίδα τους… Ο Κιμ Φίλμπυ, φτάνοντας στη Σοβιετική Ένωση για να εγκατασταθεί, αναφώνησε: I came home… Ήταν τυχερός που ήρθε αντιμέτωπος με τη Βρετανία και όχι με μια άλλη χώρα· τους Ρόζενμπεργκ οι αμερικανικές αρχές τούς έστειλαν στην ηλεκτρική καρέκλα· ακόμα και σήμερα υπάρχει τουλάχιστον μια ντουζίνα κατασκόπων που σαπίζουν κυριολεκτικά στις αμερικανικές φυλακές. Don’t fuck with the mouse! Στο «Λούνα παρκ στο ιερό βουνό» –ο τίτλος αναφέρεται σε ένα πάρκο στον λόφο Μτατσμίντα της Τιφλίδας στην κορυφή του οποίου ανεβαίνεις με τελεφερίκ– μια παρέα νεαρών Γεωργιανών αποπειράται να αυτομολήσει στη Δύση. Με τραγικά αποτελέσματα. Θέλω να πω ότι τα βιβλία φαίνονται συχνά πολύ διαφορετικά, αλλά τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες ίσως μοιάζουν.

Και το αμερικανικό σκηνικό μερικών βιβλίων, όπως «Ο υπόγειος ουρανός» και η «Συγχώρεση», είναι το διαλεκτικό, ας πούμε, αντίθετο του σοβιετικού σκηνικού. Για να μην πω ότι σ’ αυτά τα «αμερικανικά» βιβλία δίνεις μερικές πληροφορίες για το τι θα έγραφες αργότερα στο δοκίμιο περί αντιαμερικανισμού...
Το θάμβος για τις ΗΠΑ ή για τη Σοβιετική Ένωση δείχνει εξίσου ρηχή σκέψη και παιδαριώδες δέος έναντι του μεγάλου μεγέθους. Ο ρόλος της λογοτεχνίας δεν είναι ούτε να εγκωμιάσει, ούτε να καταβαραθρώσει συστήματα, ιδεολογίες και πολιτισμούς: στις «Σπάνιες γαίες» παρουσιάζω τον Στάλιν γεμάτο σκοτούρες· τα γεγονότα τον έχουν ξεπεράσει… Σίγουρα δεν είναι «δικτάτορας», ακόμα λιγότερο τέρας. Η λογοτεχνία είναι άσκηση ενσυναίσθησης: όσο περισσότερο συμπονούμε τους λογοτεχνικούς μας ήρωες τόσο καλύτερη γίνεται. Στην πραγματικότητα, η διαφορά ανάμεσα στον φασισμό και στον κομμουνισμό φαίνεται στο πεδίο της λογοτεχνίας: με τον κομμουνισμό μπορείς να γελάσεις, μπορείς να ανασύρεις κωμικά, σουρεαλιστικά στοιχεία. Με τον φασισμό αυτό γίνεται δυσκολότερο, με τον ναζισμό ίσως γίνεται αδύνατο.

 Στο «Λούνα παρκ στο ιερό βουνό» έχεις εμπνευστεί την ιστορία από μια αληθινή αεροπειρατεία;
Ναι. Αλλά έχουν γραφτεί τόσα για εκείνη την αεροπειρατεία που δεν υπήρχε λόγος για μια ακόμα ανάλυση του γεγονότος. Το βιβλίο δεν έχει τίποτα κοινό με εκείνη την υπόθεση, είναι ένα μυθιστόρημα με εντελώς διαφορετικούς ήρωες και πλοκή. Μέχρι τις τελευταίες μέρες της Σοβιετικής Ένωσης κι ενώ φαινόταν ότι θα κατέρρεε, άνθρωποι προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Δύση κάνοντας διάφορα τρελά πράγματα: κολυμπώντας, κλέβοντας αεροπλάνα, φτιάχνοντας σήραγγες… Μερικοί τα κατάφεραν, άλλοι όχι.

Άλλα γεγονότα που περιγράφεις είναι ωστόσο απολύτως αληθινά, όπως το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ...
Είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς για τη δεκαετία του 1980 χωρίς να αναφερθεί στο Τσερνόμπιλ. Σημάδεψε τη ζωή όλων των Ευρωπαίων. Μόνο στην Ελλάδα θάφτηκε ως προπαγάνδα των Δυτικών: δεχτήκαμε, για μια ακόμη φορά, το σφυροκόπημα της ψευδολογίας του ΚΚΕ και των χρήσιμων ηλίθιων. Αλλά οι Σοβιετικοί είδαν τις επιπτώσεις με τα μάτια τους: τα λειριά των πετεινών μαύρισαν από τη ραδιενέργεια και τα φασόλια έφεγγαν στο σκοτάδι. Υπερβάλλω αλλά όχι και τόσο. Η Ιρίνα Νόζαντζε σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Χρονικά της Σοβιετικής Γεωργίας» – και δεν ξέρει πού αρχίζει η αλήθεια και τελειώνει το ψέμα, ή η απόκρυψη της αλήθειας.

Λες ότι για πολλούς Έλληνες η Γεωργία είναι γνώριμη, αλλά οι περισσότεροι από μας δεν ξέρουμε τίποτα!
Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα ούτε για τη σοβιετική εποχή, εκτός αν κάνουμε τον κόπο να ερευνήσουμε. Η προπαγάνδα συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως μεγαλώνουν για λίγο τα νύχια των νεκρών. Ή από μια δύναμη αδρανείας. Μερικοί νομίζουν ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν περιφραγμένη με συρματοπλέγματα κι άλλοι ότι ήταν ο σοσιαλιστικός παράδεισος που χάσαμε διαπράττοντας ύβρη ισάξια του προπατορικού αμαρτήματος. Υπάρχει σύγχυση ως προς τα ιστορικά γεγονότα, ως προς όλα τα ιστορικά γεγονότα: η δεξιά πιστεύει ότι τον Χίτλερ νίκησαν οι Αμερικανοί, η αριστερά ότι τον κατατρόπωσε ο Μεγάλος Στάλιν. Απλοϊκές ερμηνείες προς επίρρωση προεπιλεγμένων ιδεολογιών. Στο βιβλίο ένας από τους χαρακτήρες λέει: «είμαι πρόθυμος να ζήσω σε χοιροστάσιο αν είναι σοβιετικό» – τίποτα, ούτε καν η αλήθεια, δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα στον κομμουνιστή και στην κομματική του ταυτότητα. Κομμουνιστική μεταφυσική. Αλλά η σοβιετική Γεωργία δεν ήταν στρατόπεδο με συρματοπλέγματα. Εξάλλου, δεν μιλάμε για την εποχή του Στάλιν, αλλά για την εποχή «της χορτοφαγίας» όπως έλεγε η Αχμάτοβα. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι Σοβιετικοί κατοικούσαν σε απρόσωπες πόλεις η καθεμιά από τις οποίες είχε ένα άγαλμα του Λένιν, ένα πάρκο Γκόρκι, μια λεωφόρο της Επανάστασης, κι ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνταν η οδός Μαγιακόφσκι, η πλατεία Μαγιακόφσκι και η αλέα Μαγιακόφσκι. Οι άνθρωποι ζούσαν τη ζωή τους όπως τη ζει η οικογένεια Νόζατζε και όπως περίπου τη ζούμε όλοι.

Πράγματι, η ζωή της οικογένειας Νόζατζε δεν διαφέρει πολύ από μια αντίστοιχη ελληνική οικογένεια…
Αν αντικαταστήσουμε τη φράση «πήγα στην κατασκήνωση των Πιονιέρων» με τη φράση «πήγα στην κατασκήνωση στον Άγιο Ανδρέα», ορίστε…! Ιδιαίτερα όταν γράφουμε για συνηθισμένους ανθρώπους, για εικοσάρηδες φοιτητές ή για μια οικογένεια εργάτη σαπωνοποιίας, είναι προφανές ότι οι άνθρωποι εργάζονται, καβγαδίζουν, αγαπιούνται, παρακολουθούν τηλεοπτικές σειρές κι αναρωτιούνται τι θα φορέσουν την Κυριακή. Πάνε σινεμά και φιλιούνται στο σκοτάδι.

Σ’ αυτό το βιβλίο, παρότι μιλάς για τη Σοβιετική Ένωση, γλιστράς στην ιστορία το ροκ εντ ρολ.
Αναπόφευκτα. Η νεανική παρέα που θέλει να εγκαταλείψει τη Γεωργία ακούει Beatles, Led Zeppelin και τέτοια. Σε όλες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες το ροκ ήταν μια μορφή αντίστασης: το έχει περιγράψει αριστοτεχνικά o Τομ Στόπαρντ στο θεατρικό του έργο «Ροκ εντ ρολ». Στη Γεωργία υπήρχε τοπική ροκ σκηνή και το ροκ φεστιβάλ του Τμπίλισι το 1980 έχει μείνει στην ιστορία: οι μπαμπάδες και οι γραφειοκράτες παραλίγο να πάθουν αποπληξία. Eμφανίστηκαν στη σκηνή πανκ, ντυμένοι με πέτσινα τονίζοντας τις ανατομικές τους λεπτομέρειες και παίζοντας κιθάρα ανάσκελα. Τα κομμάτια μιλούσαν για το σεξ και για άλλα απαράδεκτα πράγματα, όπως τις μπανιέρες: η μπανιέρα ήταν σύμβολο καπιταλιστικής χλιδής – μαζί με τα πούρα και τα μικρά κατοικίδια. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα. Το ροκ εντ ρολ στη δεκαετία του 1970 ήταν ο τρόπος για να αντισταθούμε στην εμφυλιοπολεμική πολιτική και στην αισθητική των αντάρτικων, στην αφόρητη πίεση της εντοπιότητας και των ριζών. Η χούντα των συνταγματαρχών και η κομμουνιστική αριστερά είχαν κοινό την αποστροφή στην «έκλυση των ηθών» την οποία διευκόλυναν οι ξενόφερτες μουσικές... Οι λίγο μεγαλύτεροί μας –αυτοί που περιέγραφε ο Νίκος Νικολαΐδης στις ταινίες του–, ένας θαυμαστός μικρός κύκλος ανθρώπων, είχαν ήδη βγάλει τη γλώσσα τους σ’ αυτόν τον διπολικό αυταρχισμό από την περίοδο της χούντας. Είχαν ενηλικιωθεί ενώ εμείς ήμασταν ακόμα τσικό.

Την άνοιξη κυκλοφόρησε και ο πέμπτος τόμος της σειράς πολιτικών κειμένων σου με τίτλο «Σύντομη δεκαετία» από τις εκδόσεις ATHENS VOICE Books. Πόσο εύκολο είναι για σένα να περνάς από τον σχολιασμό της καθημερινότητας στη μυθοπλασία, από το «συμβαίνει τώρα» στη μυθιστορηματική απόδοση ιστορικών γεγονότων;
Βρίσκομαι σε διαρκή συντονισμό με την επικαιρότητα την οποία προσπαθώ να εντάσσω στην ιστορία. Είναι ένας τρόπος σκέψης: το να βλέπεις πώς το παρόν γίνεται αμέσως παρελθόν και εντυπώνεται στη μνήμη ή ολισθαίνει στη λήθη. Προπάντων, με τον χαρακτήρα που ’χω, καταγράφω τα επεισόδια της ανθρώπινης κωμωδίας: αυτή η κωμωδία είναι το υλικό της μυθοπλασίας.

Λες ότι θα σκαρώσεις ένα ακόμα μυθιστόρημα για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά όχι ακόμη. Τι σκαρώνεις τώρα;
Έχω πολλά σχέδια απλωμένα σ’ ένα μεγάλο τραπέζι. Δεν ξέρω ποιο θα πάρει προτεραιότητα.