- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μας ενδιαφέρουν τα Εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου;
Τι εισφέρει το βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου στη γνώση μας για τον ποιητή
Κριτική για το βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία, 2004-2012» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις IANOS
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πολύ νέα ακόμη, γνώρισα έναν σπουδαίο συνθέτη, τον Αργύρη Κουνάδη. Πολύ γρήγορα γίναμε φίλοι. Συναντιόμασταν όποτε ερχόταν στην Αθήνα από το Φράιμπουργκ όπου ζούσε, κάναμε μακροσκελέστατες συζητήσεις, ανταλλάσσαμε πολυσέλιδα γράμματα. Ήταν παροτρυντικός αλλά διόλου διδακτικός, καθοδηγητικός χωρίς να γίνεται ποτέ κουραστικός. Με βομβάρδιζε με ιστορίες, ανέκδοτα, καυστικές παρατηρήσεις για τους ομοτέχνους του. «Θα έρθεις ένα καλοκαίρι στη Σίφνο» μου είπε κάποτε. «Θα σε φιλοξενήσω στο σπίτι μου και θα σου τα πω όλα. Για τα φτενά ταλέντα, τις μεγάλες φιλοδοξίες. Τους πάντες θα περιλάβουμε, συνθέτες, παρασυνθέτες, μουσικούς… Έχω ράμματα για τη γούνα τους… Κουβέντα στην κουβέντα θα προκύψει μια απομυθοποιητική ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μουσικής».
Εκείνη η συνάντηση δεν έγινε ποτέ∙ θυμάμαι, ωστόσο, ένα από τα τελευταία τηλεφωνήματά μας, λίγο πριν αρρωστήσει. «Τι θα γίνει μ’ εκείνη την ιστορία που λέγαμε;» τον είχα ρωτήσει. «Θα πάνε χαμένα όλα εκείνα τα νόστιμα που μου διηγιόσουν;» «Έλα, βρε παιδί μου», απάντησε. «Τα λέγαμε μεταξύ μας, για να γελάμε. Έχει κανένα νόημα να αναπαράγουμε χολερικά σχόλια και μικροκακίες; Μιλάει το έργο, καλύτερα από μας».
Θυμήθηκα τον Αργύρη Κουνάδη, έξοχο χιουμορίστα, «τρελό Κεφαλονίτη» καθώς αυτοχαρακτηριζόταν, παράφορο, διορατικό, δριμύ στις κρίσεις του και ευγενή απέναντι στον καλλιτεχνικό μόχθο, ξεφυλλίζοντας το ογκωδέστατο (κοντά χίλιες σελίδες) βιβλίο της ενδιαφέρουσας πεζογράφου και καθηγήτριας στο ΑΠΘ Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, στο οποίο καταχωρίζονται συνομιλίες μιας δεκαετίας με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Σκεφτόμουν το είδος –αν είναι είδος η μεταποίηση μιας προφορικής, ελεύθερης συζήτησης σε γραπτό κείμενο– και τις προκλήσεις του: πώς μετατρέπεται ο φυσικός, ενδεχομένως χαοτικός, ακατάστατος, συχνά αντιφατικός λόγος μιας συνομιλίας ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που γνωρίζονται καλά και εκλαμβάνουν ως αυτονόητες πτυχές του κοινού τους βίου, σε λόγο συγκροτημένο, σφιχτό, ουσιαστικό, με περιεχόμενο που δεν θα φαντάζει ανοίκειο στον, αμέτοχο στη ζωή και στο συνάφι των συνομιλητών, αναγνώστη.
Το βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου παλαντζάρει ανάμεσα στη συνέντευξη και τη συνομιλία∙ ανάμεσα στην (συχνά σκανδαλοθηρική) εκμαίευση των απόψεων του Χριστιανόπουλου για τα λογοτεχνικά πρόσωπα και πράγματα από τη μια, και στο αβίαστο κουβεντολόι από την άλλη, όπου οι συνομιλητές εμφανίζονται ως ισότιμοι, ανταλλάσσουν γνώμες, καθημερινές ανησυχίες και προβλήματα της βιοτής, κάνουν αμοιβαίες εκμυστηρεύσεις και συζητούν τη δουλειά τους. Κυρίως, όμως, παλαντζάρει –και, καθώς δεν επιτυγχάνει την ισορροπία κατακρημνίζεται– ανάμεσα στον (εκπεφρασμένο αλλά ατελέσφορο) στόχο να παραγάγει γνώση για το πρόσωπο με το οποίο συνομιλεί και στον αρμόζοντα σεβασμό προς την ακεραιότητα του συνομιλητή της. Αυτή την ένταση ανάμεσα στη γνώση και τη δεοντολογία την περιέγραψε θαυμάσια ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Respect»: «Η τέχνη της συνομιλίας συνίσταται στη μη υπέρβαση κάποιων ορίων ιδιωτικότητας· στη ρύθμιση των κοινωνικών αποστάσεων ώστε το πρόσωπο που ερωτάται να μην αισθάνεται σαν έντομο κάτω από μικροσκόπιο, αλλά ούτε δέσμιο μιας οικειότητας που ενδέχεται να το εκθέσει».
Ας κρατήσουμε αυτό το τελευταίο: οι πάντες γνωρίζουμε πόσο αθυρόστομος, χολερικός, σαρκαστής υπήρξε στον ιδιωτικό του βίο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος· πόσο του άρεσε να «στολίζει» με χαρακτηρισμούς κριτικούς και λογοτέχνες, πόσο επιρρεπής ήταν στο κουτσομπολιό. Όμως παραμένει αμφίβολο αν θα ήθελε όλα αυτά τα σχόλια, που ανταλλάσσονται μεταξύ φίλων κατ’ ιδίαν, κεκλεισμένων των θυρών, «για να γελάσουμε», όπως θα έλεγε ο Κουνάδης, να δημοσιοποιηθούν – και ακόμη πιο αμφίβολο αν όλα αυτά τα σχόλια ενδιαφέρουν οποιονδήποτε αναγνώστη έξω από το λογοτεχνικό συνάφι. Τι εισφέρει το βιβλίο της Σταυρακοπούλου στη γνώση μας για τον άνθρωπο και το έργο;
Πέρα από λίγες σελίδες για την αρχαία και βυζαντινή γραμματεία και για το ρεμπέτικο, όπου αναδεικνύονται τα γόνιμα πάθη του ποιητή, πέρα από κάποιες παραινέσεις για τη μοναξιά ως συνθήκη δημιουργίας και σποραδικές εξομολογήσεις ιδιωτικών καημών που διεκδικούν κάποια καθολικότητα, οι χίλιες σελίδες του βιβλίου αναλώνονται στη χρήση, λυπάμαι που το λέω, ιδιωτικής ύλης για δημόσιους σκοπούς. Η συγγραφέας και οι φίλοι της αναδεικνύονται σε προνομιακούς συνομιλητές του Χριστιανόπουλου, αναλύονται εις βάθος, επαινούνται∙ οι «αντίπαλοι», πραγματικοί ή φανταστικοί, καταποντίζονται, πολλοί χωρίς τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (αν έμπαιναν, βέβαια στον κόπο, γιατί μάλλον θα απαξιούσαν) αφού δεν ζουν πια.
Όσο για τον ίδιο τον Χριστιανόπουλο, αυτός απεικονίζεται σαν ένας κακεντρεχής, ανούσια βιτριολικός, αυτοθαυμαζόμενος και ταυτόχρονα άκρως ανασφαλής, υπόρρητα φθονερός και επιθετικός γέρων που επιβεβαιώνεται εις βάρος όλων των άλλων. Αυτός ήταν; Πιθανόν. Μας ενδιαφέρει; Ελάχιστα, έως καθόλου. Σίγουρα όμως τα «εσώψυχα» ενός ποιητή με καβαφική καταγωγή, ιδιότυπα λυρικού, οδυνηρά αυτοβιογραφικού, που «διερεύνησε απογυμνωμένος το βίωμα», όπως έγραψε ο Δ. Κόκορης, δεν εξαντλούνται σε τόση και τέτοιαν ευτέλεια.