- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χρήστος Χωμενίδης: Από «λόγιος» προτιμάει το «φαρσέρ»
Το βιβλίο του ο «Φοίνικας» (εκδ. Πατάκη) κέρδισε το βραβείο κοινού των Public ως το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα για το 2019.
Ο Χρήστος Χωμενίδης μιλά για το βραβείο κοινού των Public αλλά και για τη Χούντα, τα Εξάρχεια και την επιλογή του να υπογράψει κατά της επίθεσης στα γραφεία της ATHENS VOICE
Ρώμη, καλοκαίρι. Με το μικρό χέρι της κόρης του δεμένο στο δικό του πλησιάζει το ATM. Έχει ζέστη, αλλά αντέχεται. Λίγα βήματα πριν το μηχάνημα μία κυρία αγνώστου προέλευσης και ταυτότητας τον πλησιάζει και του ρίχνει ένα χαστούκι. Μπροστά στα μάτια της κόρης του.
Στο καφέ-ζαχαροπλαστείο της οδού Δημοκρίτου στο Κολωνάκι η πόρτα ανοιγόκλεινε φέρνοντας ζέστη και τη φασαρία του δρόμου. Μεσημεράκι. Γύρω στις 16.00. Την προηγουμένη, η Νέα Δημοκρατία έχει κερδίσει τις εκλογές. Σαν κάποια άρτια πλάκα φανερά έμπειρου φαρσέρ, στο πίσω δεξιά τραπεζάκι του μαγαζιού «Desire» κάθεται ο Αντώνης Σαμαράς.
Ο Χρήστος Χωμενίδης δύο τραπεζάκια παραδίπλα παραγγέλνει τον καφέ του, ατμίζει το ηλεκτρονικό τσιγάρο του και καυχιέται για τις καινούργιες εσπαντρίγιες φιστικί χρώματος. Έχει ήδη ξεκινήσει να διηγείται ιστορίες. Μιλάει για το ΚΤΕΛ που θα πάρει από τη Αθήνα για να πάει στην Κέρκυρα να συναντήσει την κόρη του. Έπειτα, και από το πουθενά σαν άλλη Ντένη Μαρκορά από τους θρυλικούς «Δύο ξένους» μεταπηδά σε μία άλλη θύμηση της ζωής του. Αφορμή για τη συνάντησή μας έχει αποτελέσει το βραβείο κοινού των Public στο «Φοίνικά» του (εκδ. Πατάκης) ως το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα για το 2019. Από την άλλη, υπάρχουν εκατοντάδες αφορμές για να συναντήσει κάποιος τον Χρήστο Χωμενίδη σε ένα γαλλικό καφέ-ζαχαροπλαστείο και να τον αφήσει να του διηγείται ιστορίες. Από το παρόν και από το μέλλον.
Κεφάλαιο Πρώτο: «Λόγοι να χαρείτε που “έπεσε” η Χούντα»
Στο Κολέγιο μπήκε το 1974. Το 1979 πέθανε ο πατέρας του και «συνέχισα εκεί με υποτροφία», μου εξηγεί.
«Το σχολικό έτος 1973-1974, εγώ πήγαινα δευτέρα δημοτικού. Μία μέρα καθώς πήγαινα στο φροντιστήριο πέσαμε σε μποτιλιάρισμα. Ήταν Παρασκευή στις 7 το απόγευμα. Οι φοιτητές έκαναν κατάληψη στο Πολυτεχνείο. Βρέθηκα παγιδευμένος έξω από την πύλη του την ώρα της εξέγερσης. Θυμάμαι ένα τρόλεϊ παρκαρισμένο κάθετα στον δρόμο και τους φοιτητές να γράφουν εκεί συνθήματα. Θυμάμαι την εικόνα μου ως παιδάκι που παρότι ήμουν αρκετά φιλελεύθερο απορούσα “ποιος θα τα σβήσει αυτά”».
Μέχρι τότε η μόνη διαδήλωση που είχε δει ήταν μία διαδήλωση –εκδήλωση ουσιαστικά– της εγκυκλοπαίδειας “Ο Θαυμαστός Κόσμος των Ζώων” που για να διαφημιστεί είχε παρουσιάσει «κάτι ζέβρες» που έκαναν παρέλαση στο κέντρο της Αθήνας. «Αυτή ήταν η προηγούμενη εμπειρία μου με πλήθος γιατί οι γονείς μου δεν πήγαιναν στο γήπεδο».
«Έγινε το Πολυτεχνείο, τελείωσε το Πολυτεχνείο, τέλειωσε και η Χούντα του Ιωαννίδη που ήταν η πιο σκληρή χούντα και εμείς δώσαμε εξετάσεις Ιούνιο. Πετύχαμε ένα πολύ μικρό ποσοστό των μαθητών που δώσαμε. Οι γονείς μου ως δώρο, επειδή πέρασα, με έστειλαν κατασκήνωση. Εγώ τις κατασκηνώσεις τις σιχαινόμουν. Αισθανόμουν απαίσια. Και ευχόμουν “Θεούλη μου, να γίνει κάτι να μην πάω”. Και έγινε η Κύπρος και έπεσε η χούντα και διαλύθηκε η κατασκήνωση».
«Για εμένα η πτώση της Χούντας ήταν διπλή χαρά: α) γιατί δεν πήγα κατασκήνωση και β) γιατί γυρίσαμε στη δημοκρατία».
Ένα απωθημένο: «Όλοι έχουμε απωθημένα. Μία βλακεία που έκανα στη ζωή μου ήταν ότι όταν ήμουν μικρός δεν ασχολήθηκα καθόλου με τα σπορ. Αυτό είναι ένα απωθημένο. Ότι δεν έχω βάλει ούτε ένα γκολ. Τελειώνοντας τη δεύτερη τάξη του Λυκείου, οι φίλοι μου που είναι οι ίδιοι μέχρι σήμερα, “έστησαν” μία φάση για να βάλω ένα γκολ!».
Κεφάλαιο Δεύτερο: «Πώς να εκθέσετε τα παιδιά σας στη ζωή»
«Τα παιδιά κατά τη γνώμη μου πρέπει να εκτίθενται. Πρέπει να τους λες τι συμβαίνει. Δεν θα τους έλεγα πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να τους δημιουργήσουν έντονο άγχος ή αγωνία».
Θα τους μιλούσε και για βία; Η βία «λειτουργεί και συμβολικά», θα πει. «Ένα παιδί μπερδεύει τη φαντασία με την πραγματικότητα και το ίδιο κάνουν πλέον και οι μεγάλοι. Εμείς έχουμε μία έκθεση στο αίμα, τον τρόμο, τα πτώματα, που αν εξαιρέσεις εκείνους που είχαν όντως πάει στον πόλεμο, οι υπόλοιποι που ανήκουν σε προηγούμενες γενιές από τις δικές μας δεν είχαν εικόνα. Δηλαδή, ο Μπεχράκης σού έφερνε να σου δείξει τι σημαίνει πόλεμος. Αυτό είναι μία κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών».
«Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, ο μέσος Αμερικάνος πολίτης δεν είχε οπτικό υλικό. Τώρα παντού υπάρχει οπτικό υλικό. Ίσως επειδή ο κόσμος δεν αντέχει τόση βία, το ντοκιμαντέρ το αντιλαμβάνεται ως fiction».
«Εγώ την κόρη μου την είχα πάει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των προσφύγων στο Λαύριο. Της είχε κάνει εντύπωση πώς τα παιδάκια ήταν τόσο χαρούμενα και πώς οι γυναίκες προσφυγοπούλες ήταν συνέχεια σε κίνηση ενώ οι άντρες δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Αυτό μου έκανε και εμένα εντύπωση. Πώς αυτοί οι μουσουλμάνοι, δηλαδή, ήταν μονίμως με ένα τσιγάρο στα χείλη και τη σαγιονάρα στο πόδι και άραζαν με τους φίλους τους».
«Βάψαμε ένα παράπηγμα που υπήρχε εκεί για αίθουσα πλυντηρίων και οι γυναίκες ήταν τρομερά συμπαραστατικές, μας έλεγαν “ευχαριστώ” κτλ, και ταυτόχρονα οι άντρες μας κοιτούσαν λες και ήμασταν εντελώς τρελοί που πήγαμε εκεί να δουλέψουμε».
Κεφάλαιο Τρίτο: «Πώς να αντιμετωπίσετε ένα πιθανό λιντσάρισμα στα social media»
Με κοίταξε στα μάτια σαν να περίμενε ώρα γι’ αυτήν την ερώτηση και τελικά με ρώτησε o ίδιος: “τι έγινε με εσάς;”. Έπειτα συνέχισε: «Υπέγραψα κατά της επίθεσης στα γραφεία της ATHENS VOICE. Τώρα, ξέρουν τη διεύθυνσή μου, θα έρθουν να τα σπάσουν και σε μένα. Θα κάνω όμως αυτό που έκανε και ο Καραγκιόζης αν έρθουν. Θα τους τυφλώσω με μουσταλευριά».
Με δυνατή βροντερή φωνή, σαν να βγάζει λόγο σε κάποιο συνέδριο με τίτλο «Οδηγός Επιβίωσης στο Ίντερνετ», μου εξηγεί: «Δεν έχω social media γιατί εάν είχα είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι ένα βράδυ θα γυρίσω σπίτι μου μεθυσμένος, θα γράψω κάτι και θα έχει καταστραφεί η καριέρα μου, δεν θυμάμαι ποιος ηθοποιός το είχε πει αλλά ταυτίζομαι απόλυτα μαζί του. Νομίζω ότι ήταν ο Μπραντ Πιτ».
«Ναι, γράφονται και απίστευτες μαλακίες. Ωστόσο σήμερα το ad hoc λειτουργεί μόνο ως προς την πλευρά της ενοχοποίησης και ποτέ ως προς την αντίστοιχη της ελάφρυνσης. Δηλαδή όταν έχεις έναν άνθρωπο που όλος του ο βίος και η πολιτεία είναι δημοκρατικά δεν μπορεί επειδή είπε μια μαλακία να τον χαρακτηρίζεις ναζί. Αντίστοιχα, αν βγει ο Μιχαλολιάκος και κάνει μία αντιρατσιστική δήλωση θα πούμε ότι ανένηψε;». Γελάει. Γελάω. Γελάμε. Συνεχίζει. «Αυτό που εγώ παρατηρώ είναι ότι κάθε μέρα βρίσκουν στα social media έναν άνθρωπο και τον κατακρεουργούν. Μπορεί αυτός να είναι ο οποιοσδήποτε. Νομίζω ότι έχουμε χάσει το μέτρημα στο πόσα διαδικτυακά λιντσαρίσματα έχουμε δει να γίνονται».
«Είναι μαθηματικά βέβαιο όμως ότι θα ξεχαστεί. Όπως όλα. Υπάρχει σύγχυση πια στο μυαλό μας. Πλέον είναι τόση η πληροφορία που δεν θυμόμαστε ποιος είπε τι. Ή πότε το είπε. Εμένα με έχουν κατηγορήσει επανειλημμένα ότι είχα πει κάτι για τον Πάριο και τη συγκεκριμένη ατάκα την είχε πει στην πραγματικότητα ο Χειμωνάς».
Ανεξαρτήτως εάν έχει δίκιο ή άδικο ο «λιντσαρισμένος», είναι λύση το να καθίσεις να περιμένεις πότε θα ξεχαστεί; Είπα δυνατά τη σκέψη μου. Εκείνος ένωσε τα χέρια μπροστά στο τραπέζι και πίεσε ελαφρά τα ακροδάχτυλα μεταξύ τους λες και έτσι, θα έπαιρναν τη δύναμη να σηκωθούν στον αέρα.
«Καλό είναι να μην απαντάς. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσεις ψυχική δύναμη είναι το να μην ασχολείσαι. Ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του. Τι θα κάνεις; Θα καθίσεις να απαντάς σε ανθρώπους τους οποίους ανυπολήπτεσαι;»
Κεφάλαιο Τέταρτο: «Ο Μισέλ και τα Εξάρχεια»
Η συζήτηση πήρε μετρό. Κατέβηκε στη στάση «Πανεπιστήμιο» και άρχισε να προχωράει προς τη Χαριλάου Τρικούπη. Διέσχισε τη Ναυαρίνου και πήρε το δρόμο για το λεγόμενο «άντρο» των Εξαρχείων. Υιοθετεί ο ίδιος τον εν λόγω χαρακτηρισμό; «Θα μας τα πει ο νεόκοπος υπουργός, ο Μισέλ», απαντά. Και με ένα «Του έχω εμπιστοσύνη» συνεχίζει. «Αισθάνομαι πιο ήρεμος τώρα που ανέλαβε».
Έβγαλε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο και κοίταξε προς το παράθυρο. «Η αίσθησή μου ωστόσο είναι ότι αυτό το μπαχαλακιστάν είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω είναι άλλα πράγματα πολύ πιο σοβαρά. Είναι ναρκωτικά, λαθρεμπόριο. Αυτό τώρα, σημαίνει δύο πράγματα: Ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό και ότι το θέμα είναι πολύ απλούστερο. Γιατί αν σπάσεις την κορυφή και φανεί τι συμβαίνει εσωτερικά θα χαθεί κάθε πολιτικό πλεονέκτημα».
«Βεβαίως μπορεί να λες ότι θέλουμε να έχουμε μία ελευθεριακή γειτονιά στην Αθήνα. Και εγώ υπέρ θα ήμουν σε κάτι τέτοιο. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για αυτό. Μιλάμε για ένα άντρο συμμοριών που δεν έχουν καμία πολιτική ταυτότητα».
Χτύπησε το κινητό του. Απάντησε και το έκλεισε μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Πάνω που πήρε ανάσα για να συνεχίζει ένας κύριος που καθόταν στο τραπέζι ακριβώς δίπλα μας τον διέκοψε: «Δεν με ενδιαφέρουν αυτά που λέτε». Στα όρια του κωμικού με το αγενές, του ζήτησε να μιλάει πιο σιγά γιατί γράφει. Ο Χρήστος Χωμενίδης με ένα αφοπλιστικό βλέμμα τον κοίταξε με απορία. Στη συνέχεια ψύχραιμα, του απάντησε «Ούτε εμένα αυτά που γράφετε». Με κοιτάει με ύφος 12χρονου που χτύπησε το κουδούνι για επιστροφή στην τάξη πάνω ακριβώς στη στιγμή που θα εκτελούσε πέναλτι μου λέει: «Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Πήγαινα στους παιδότοπους που έπαιζε η κόρη μου και έγραφα». Και κάπως έτσι, επανήλθαμε στην κανονικότητα. Και την πολιτική.
«Διαμορφώνεις πολιτική άποψη επηρεαζόμενος από χιλιάδες αστάθμητους παράγοντες σε βαθμό που πλέον οι ψηφοφόροι δεν έχουν το όριο της ιδεολογικής συνέπειας. Θεωρώ ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων δεν έχει κανένα απολύτως ιδεολογικό πρόβλημα να φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ και να πάει στη Νέα Δημοκρατία.
«Το κλασικό παράδειγμα σε αυτό είναι μία κυρία μικροαστή η οποία αγαπούσε πάρα πολύ τον Κωστάκη, τον Κώστα Καραμανλή και στη συνέχεια αγάπησε πολύ τον Αλέξη».
Κεφάλαιο Πέμπτο: «Τι σημαίνει το υποκοριστικό ενός ηγέτη»
Κωστάκης. Γιωργάκης. Γιατί όχι και Αλεξάκης; Τι πήγε λάθος ή πολύ σωστά;
«Στην περίπτωση του Τσίπρα συμβαίνει και το εξής ανάποδο: Ενώ ο ίδιος τη σύντροφό του την αποκαλεί με υποκοριστικό τα μέσα την αποκαλούν με ολόκληρο το όνομά της. Φαντάζομαι δεν θα την έχει πει ποτέ ο ίδιος Περιστέρα».
«Πιστεύω ότι το Κωστάκης, Γιωργάκης κτλ το λέμε για κάποιον που είναι γόνος. Το υποκοριστικό διαστέλλει τον γόνο από τον πρόγονο. Δεν υπήρχε το «Κωστάκης» στον Σημίτη, αυτόν τον έλεγαν Κινέζο».
Κεφάλαιο Έκτο: «Γιατί να μη γίνετε λογογράφος»
Κάθε φορά που στις συνεντεύξεις τον ρωτούν για την περίοδο που υπήρξε λογογράφος του Γιώργου Παπανδρέου θυμώνει. Κάθε φορά. Η δική μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
«Γιατί δεν με ρωτάτε πώς ήταν το ταξίδι μου στην Κένυα το 2000; Το έκανα για δύο εβδομάδες αυτό και δεν αφουγκραζόμουν τίποτα. Έπειτα μου ξαναπροτάθηκε και το αρνήθηκα».
«Το αρνήθηκα αφενός γιατί οι πολιτικοί έχουν μία πάγια τακτική να έχουν τους λογογράφους τους και αφετέρου γιατί στην πραγματικότητα νομίζω ότι το ζητούμενο θα ήταν ο κάθε πολιτικός να γράφει τον πολιτικό του λόγο μόνος του έτσι ώστε να μπορεί να τον προσαρμόζει ο ίδιος αναλόγως το ύφος και το ήθος του».
Του είπα ότι σήμερα όλοι έχουν και μου αντέτεινε: «Ο Βενιζέλος δεν έχει λογογράφο».
«Όταν μπήκα στην ομάδα των λογογράφων του Γιώργου Παπανδρέου ήμουν 38 χρονών και αισθανόμουν σαν να είμαι πέντε. Ένιωθα ότι έχω άπειρα χρόνια μπροστά μου να κάνω πράγματα και ότι έτσι θα είχε την πολυτέλεια να κάνω και αυτό. Τώρα δεν νιώθω κάτι τέτοιο. Δεν του έγραφα εγώ τα λόγια του. Ήμασταν μία ομάδα που γράφαμε και εκείνος έπαιρνε τα κείμενα και έκανε κολάζ. Δεν ήταν καμία φοβερή εμπειρία».
Ένα highlight πάνω στο κείμενο: «Εκείνη την εποχή, η ατζέντα που είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν εξόχως ενδιαφέρουσα. Προσπάθησε να αποποινικοποιήσει την κρίση, έκανε το σύμφωνο συμβίωσης. Έχοντας το 2004 την ψευδαίσθηση ότι η χώρα πηγαίνει καλά, είχε στο μυαλό του ότι μπορεί να περάσει στην λεγόμενη “πράσινη ανάπτυξη”».
«Οι επόμενες ατζέντες ήταν όλες πάνω στο “πώς θα διαχειριστούμε την κρίση” και το “να μη χρεοκοπήσουμε”. Η μόνη καινούργια ατζέντα είναι αυτή που ήρθε τώρα με τον Κυριακό αλλά είναι και λογικό γιατί μόνο τώρα θα μπορούσε να έρθει. Δεν θα γινόταν να έρθει το ’12. Δηλαδή αυτό που λέει ο Τσίπρας ότι κλείνει ένας κύκλος, πράγματι, έκλεισε».
Κεφάλαιο Έβδομο: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας»
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας θα φανεί σε 20 χρόνια από τώρα και είναι η υπογεννητικότητα. Ο πληθυσμός δεν αντικαθίσταται. Οι συνταξιούχοι αυξάνονται και τα πιτσιρίκια μειώνονται».
«Φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να γίνει μία αντίστοιχη πολιτογράφηση με αυτήν που συνέβη με τους ανθρώπους που ήρθαν τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα από την Αλβανία. Οι οποίοι πραγματικά, “αιμοδότησαν” την Ελλάδα και οικονομικά και από πολλές απόψεις».
Κεφάλαιο Όγδοο: «Πώς θα γίνετε από φανατικός καπνιστής φανατικός ατμιστής»
Σηκώθηκε από το τραπέζι και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι θύμωσε με κάτι. Άκυρο. Καθώς απομακρυνόταν από το τραπέζι έψαχνε με τη βροντερή του φωνή έναν φορτιστή για το ηλεκτρονικό του τσιγάρο.
«Δεν είχα σκοπό να κόψω το τσιγάρο. Κάπνιζα δύο πακέτα την ημέρα και ήμουν πολύ ευτυχής γι’ αυτό. Άσε που διαμαρτυρόμουν για τους νόμους».
Παρόλα αυτά, αυτή τη στιγμή βρίσκεται απέναντί μου δημιουργώντας μεγάλα και μικρά σύννεφα καπνού από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο. «Μία μέρα, έφτασα νωρίτερα στο σημείο που περιμένω την κόρη μου να την πάρω από το σχολικό. Έτσι, άρχισα να περπατάω στον δρόμο. Πέτυχα λοιπόν ένα κατάστημα με καπνικά και μπήκα μέσα. Πήρα ένα τέτοιο για πλάκα. Την επόμενη φορά που κοίταξα το ρολόι μου και αναρωτήθηκα πού ήταν τα τσιγάρα μου ήταν έντεκα το βράδυ».
Έτσι μπήκε στη ζωή του το ηλεκτρονικό τσιγάρο συρρικνώνοντας την εμφάνιση του κανονικού στη μία φορά την ημέρα: «Κάνω ένα κάθε πρωί και το περιμένω πώς και τι». Ως ένα κομμάτι της ρουτίνας του.
Κεφάλαιο Ένατο: «Η Τέχνη της ρουτίνας»
«Ξυπνάω το πρωί και γράφω. Βέβαια έχω ρουτίνα. Δεν γίνεται χωρίς ωράριο. Πρέπει να βγάλεις τη δουλειά σου. Και όπως έλεγε και ο μέγας σεναριογράφος Βαγγέλης Γκούφας, “η έμπνευση βρίσκεται στην άκρη του στυλό”. Δηλαδή τώρα βρίσκεται πάνω στο πληκτρολόγιο. Τι; Θα περιμένεις νομίζεις την έμπνευση να σου έρθει; Όχι βέβαια».
«Το βρίσκω μπανάλ, μωρέ, το να παριστάνεις τον “κατεστραμμένο συγγραφέα”. Επίσης, γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα πράγματα σε πολλούς άλλους χώρους. Ο Μπουκόφσκι ήταν ένας πάρα πολύ καλός συγγραφέας ο οποίος έπινε. Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος είναι αλκοολικός γράφει σαν τον Μπουκόφσκι».
Κεφάλαιο Δέκατο: «Πώς να αξιοποιήσετε το ένα και μοναδικό ταλέντο σας»
Σε διάφορες συνεντεύξεις του έχει δηλώσει ότι την περίοδο της κρίσης σκεφτόταν σοβαρά την πιθανότητα να αναλάβει να γράφει επικήδειους επί πληρωμή. «Και όχι μόνο αυτό», είπε και ρούφηξε λίγο ατμό νικοτίνης. «Είχα σκεφτεί να ταξιδεύω από πόλη σε πόλη μέσα σε ένα βανάκι παρέα με πλανόδιους πωλητές και να ρωτάω “ποιος θέλει να του γράψω την ιστορία της ζωής του” με –ξέρω και εγώ– 2.000 ευρώ.
Την εποχή της βαριάς κρίσης σκεφτόμουν ότι εγώ το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω στη ζωή μου είναι το να γράφω. Έπρεπε λοιπόν να βρω ένα επάγγελμα που να είναι σχετικό με αυτά που ξέρω να κάνω και να μπορεί να μου δίνει τα προς το ζην».
«Από τα πράγματα που έχουν επηρεάσει την πορεία της εξέλιξής μου είναι ένα από τα πιο ωραία βιβλία που υπάρχουν στην Ελλάδα: “Τα Απομνημονεύματα του Μάρκου Βαμβακάρη” τα οποία είχε υπαγορεύσει ο Μάρκος λίγο πριν πεθάνει σε μία Αυστραλέζα ερευνήτρια. Σε αυτά λοιπόν λέει ότι, κάποια στιγμή, ήρθαν στη μόδα το ρεμπέτικο του Τσιτσάνη που ήταν λαϊκό και το αρχοντορεμπέτικο και έτσι εκείνο το οποίο ο ίδιος υπηρετούσε και το οποίο ήταν και η πηγή όλων των επόμενων είχε βγει εκτός μόδας και άρα εκείνος δεν είχε καθόλου δουλειά. Ήταν στα αζήτητα. Τότε λοιπόν είπε: “Τι να κάνω; Αγόρασα μία καρότσα και ένα ψωράλογο, έγινα μανάβης και με τη βροντερή αυτή φωνή, διαλαλούσα τα φρούτα μου”. Ο Μάρκος τα έλεγε αυτά. Ο Μάρκος ο οποίος ήξερε ποιος ήταν».
«Αυτό ως ηθική στάση μου αρέσει πάρα πολύ και νομίζω ότι ανά πάσα στιγμή πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το οτιδήποτε».
Ευτυχώς, όπως συνέχισε, έγραψε τη «Νίκη» η οποία είχε μεγάλη επιτυχία και έτσι δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι από τα παραπάνω.
Κεφάλαιο Ενδέκατο: «Η αρχή του γραψίματος»
Τις πρώτες του αράδες τις έγραψε στην έκτη δημοτικού. Ήταν ένα ποίημα. «Τότε, είχε έρθει στο σχολείο μας ένας μετρ του σκακιού που λεγόταν Τριαντάφυλλος Σιαπέρας. Είκοσι παιδάκια είχαν επιλεγεί από όλο το σχολείο να παίξουν μαζί του. Το καθένα είχε μπροστά του μία σκακιέρα και εκείνος έπαιζε ταυτόχρονα με όλους. Γι’ αυτόν ήταν σαν να έχει 20 οθόνες μέσα στο κεφάλι του. Επρόκειτο για μία επίδειξη σκακιστικής δεινότητας. Ήθελα πάρα πολύ να μπω και εγώ στην εικοσάδα, ωστόσο, δεν με έκριναν κατάλληλο να είμαι στην ομάδα αυτή. Έτσι και εγώ έγραψα ένα ποίημα που έλεγε: “Είκοσι παίκτες του σκακιού παίξανε το Σιαπέρα που η νίκη τον περίμενε πάνω σε μια σκακιέρα”».
«Το διάβασα στην τάξη και τους άρεσε. Χώρια που ήταν ένα αστείο ποιηματάκι, είχα βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίζω την πραγματικότητα». Και την απόρριψη, του λέω και συμφωνεί. «Μπορεί η πραγματικότητα να σε ξεβράζει ορισμένες φορές, ε το δικό μου κόλπο όταν συμβαίνει αυτό είναι το να κάνω την απόρριψη τέχνη».
Κεφάλαιο Δωδέκατο: «Πώς να ανατινάξετε ένα αεροπλάνο»
«Μου άρεσε πάρα πολύ όταν ήμουν μικρός να συναρμολογώ αεροπλανάκια. Πήγαινα με τη μαμά μου κάθε Σάββατο που δεν είχαμε μάθημα στο Κολέγιο –ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων σχολείων που είχαν– σε ένα κατάστημα στην Ακαδημίας που λεγόταν “Καλφάκης” και έπαιρνα ένα συναρμολογούμενο αεροπλανάκι. Ήταν η σαββατιάτικη διασκέδασή μου. Το χαρακτηριστικό είναι ότι όταν συναρμολογούσα γύρω στα δέκα από αυτά, πήγαινα στο χαρτοπωλείο της γειτονιάς το οποίο είχε ο κύριος Καμπούρογλου και αγόραζα δυναμιτάκια. Το θυμάμαι σαν και τώρα. Έπαιρνα ένα σελοτέιπ έδενα το δυναμιτάκι στις ρόδες του αεροπλάνου, άναβα το φυτίλι και έβλεπα το αεροπλάνο να ανατινάζεται. Καταπληκτικό δεν είναι αυτό το πράγμα; Μου έπαιρνε ώρες να κατασκευάσω κάτι και μετά έπαιρνα χαρά με το να το βλέπω να καταστρέφεται».
Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο: «Ψυχαναλύστε το με μία αυτοβιογραφία»
«Δεν έχω κάνει ψυχανάλυση ποτέ. Δηλαδή να επιστρέψω στην παιδική μου ηλικία και να την αναλύσω, κτλ. Σκοπός μου όμως είναι κάποτε να γράψω τα απομνημονεύματά μου».
«Έχω σκεφτεί μάλιστα ότι εάν βρίσκομαι σε κατάσταση νοσηλείας και δεν μπορώ να γράψω θα ήθελα να έρθει κάποιος να του υπαγορεύω και να τα γράφει. Ξέρεις αυτό με τη νοσηλεία το έχω ζήσει και με τη μαμά μου και με τον μπαμπά μου, που πέθαναν και οι δύο από καρκίνο. Οπότε έχω στο μυαλό μου, όταν μου συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήθελα να έχω κάποιον απέναντί μου να του διηγούμαι τη ζωή μου και να τη γράφει».
«Όταν ήμουν πιτσιρικάς, ήμουν τρομερό κωλόπαιδο. Έκανα φάρσες. Χτυπούσα κουδούνια και έφευγα, μπούρδες δηλαδή».
«Δεν έχω ζήσει περιπέτειες τύπου να προσγειωθώ με αλεξίπτωτο στη Σαχάρα κτλ αλλά συγκρατώ ένα στίχο ενός τραγουδιού: “ό,τι αγαπούσα το αποθέωνα”. Αυτό, λοιπόν, το έχω. Προσπαθώ να αντιμετωπίσω τη ζωή και το καθετί που συμβαίνει σε αυτή σαν ένα τεράστιο δώρο. Θέλω κάθε πρωί να ξυπνάω κατάπληκτος από την ομορφιά του γύρω κόσμου. Είμαι ο άνθρωπος που περπατάει και σφυρίζει. Και τραγουδάει. Παράφωνα μάλιστα».
«Αυτή η αντίληψη ζωής διατρέχει τον “Φοίνικα”». Ο οποίος βραβεύτηκε ως το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα στα φετινά βραβεία κοινού του Public. «Ναι και ήθελα πολύ να πάρει αυτό το βραβείο. Θα απογοητευόμουν, αν δεν το έπαιρνε. Το ήθελα πολύ γιατί το ψηφίζει ο κόσμος».
«“Ποιος κόσμος” μπορεί να ρωτήσουν οι διάφοροι σοφολογιότατοι και εγώ θα απαντήσω “190.000 άνθρωποι”. Το γεγονός ότι 190.000 άνθρωποι ψηφίζουν για ένα βραβείο βιβλίου κάτι δείχνει. Θέλω να αρέσω στους ανθρώπους που ξέρουν από λογοτεχνία αλλά θέλω να αρέσω και στον άνθρωπο ο οποίος διαβάζει στο μετρό ή για να περνάει την ώρα του».
Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο: «Τι θα γινόσασταν, αν δεν ήσασταν αυτό που είστε»
«Θα ήθελα πολύ να ήμουν πιανίστας. Να παίζω σε μπαρ και να με χειροκροτάει ο κόσμος. Ή κρούνερ, όπως ήταν ο Αζναβούρ, ο Βοσκόπουλος».
Γελάω ακούγοντας τα δύο ονόματα το ένα πίσω από το άλλο. Εκείνος καταλαβαίνει τον λόγο και μου εξηγεί: «Ο Βοσκόπουλος παίρνει το συναίσθημα και το δίνει πίσω».
Μία μπάντα που θα «ανάσταινε» για μία και μοναδική συναυλία: «Τους Stones τους έχω δει. Η απάντηση λοιπόν είναι μία: Τους Beatles, παρότι είναι γνωστό ότι στο live τους δεν ήταν πολύ καλοί. Ίσως και τους Kings».
Μία υπερδύναμη: «Θα ήθελα να ζήσω 400 χρόνια. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι δεν θα πεθάνουν όλοι οι δικοί σου άνθρωποι και ότι δεν θα πάθεις ό,τι και ο τζίτζικας σύμφωνα με τον μύθο».
Παραλίγο να γινόταν δικηγόρος. «Θα μου πήγαινε, πιστεύω» μου λέει και μετά αλλάζει γνώμη. «Δεν ξέρω, βέβαια. Γιατί όταν ήμουν στην άσκηση, έκανα βόλτα και μέχρι να πάω στα δικαστήρια, κοιτούσα τα ψάρια στα pet shops, μιλούσα με τους ανθρώπους. Ήμουν πολύ σουλατσαδόρος και παραμένω».
Κατά τη διάρκεια της άσκησής του το «Σοφό παιδί» μπήκε πρώτο στα best sellers. «Έτσι κατάλαβα ότι αυτό ήταν το άστρο μου και πρέπει να το ακολουθήσω. Δεν έγινε όμως μεταφυσικά όλο αυτό. Δηλαδή δεν είχα ένα όνειρο παιδάκι που αποφάσισα να το ακολουθήσω παρά τις αντιξοότητες κτλ. Όχι. Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι άπαξ και άρχισα να γράφω, δούλεψα πολύ γι’ αυτό».
«Είχα πάει πρόσφατα στο πατρικό μου σπίτι και βρήκα χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες που δεν κατέληγαν πουθενά. Από αυτές κράτησα τις πενήντα για δείγμα και τις υπόλοιπες τις πέταξα».
Κεφάλαιο Δέκατο Πέμπτο: «Γιατί να μη συμπαθείτε τους λόγιους»
Τον ρώτησα εάν ανήκει στο κλαμπ των λογίων αυτού του τόπου και χτύπησε με δύναμη την πλάτη στην καρέκλα του. Σαν να τον σημάδεψα με κάποια σφαίρα. Ευτυχώς, δεν υπήρξαν αίματα στο σκηνικό. «Για εμένα αυτός είναι ο χειρότερος από όλους τους χαρακτηρισμούς. Λόγιος είναι αυτός ο οποίος απέχει από τη ζωή σύμφωνα με τον Σολωμό».
«Ο Καρυωτάκης ήταν τρομερός φαρσέρ. Αυτή του η διάσταση αποσιωπάται γιατί έχει επικρατήσει εκείνη του αυτοκτονικού, ωστόσο δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση ότι ήταν λόγιος ο Καρυωτάκης. Ίσα ίσα που το κοροϊδεύει αυτό το πράγμα στο ποίημά του “Σταδιοδρομία”».
«Δεν αρέσει σε κανένα φυσιολογικό άνθρωπο το να πηγαίνει σε ένα καφενείο που είναι όλο λόγιοι και δάσκαλοι και μιλούν με έναν τρόπο ποζεράτο. Δεν είμαι καθόλου αυτό. Αυτό είμαι;»
Επίλογος: «Ένας συγγραφέας σε συνέχειες (ελεύθερου χρόνου και ζωής)»
«Μου αρέσει πολύ να κάνω συναναστροφές με ανθρώπους. Να πηγαίνω σινεμά, θέατρο, να βγαίνω, να τρώω και να πίνω».
«Δεν έχω αδέλφια και, όπως λένε, οι φίλοι είναι η οικογένεια του μέλλοντος. Γι’ αυτό έχω τους ίδιους φίλους από το δημοτικό».
The End: «Θα σου πω αυτό που μου έλεγε η μαμά μου: ‘Έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Ένα δικαίωμα μόνο δεν έχουμε: Το να μην κάνουμε τα πάντα για να είμαστε όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένοι γίνεται”».