- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Είναι ο αστυνόμος Καπετάνος ο Έλληνας Βαλάντερ;
Διαβάσαμε το αστυνομικό μυθιστόρημα «Τοξικά μάτια» του Δημήτρη Σίμου
Συνέντευξη με τον Δημήτρη Σίμο, συγγραφέα του βιβλίου «Τοξικά μάτια» με ήρωα τον αστυνόμο Καπετάνο και φόντο τη Χαλκίδα
Στο εξώφυλλο του νέου σου βιβλίου ο Πέτρος Μάρκαρης φιλοφρονεί τον ήρωά σου: «ο Αστυνόμος Καπετάνος είναι η ελληνική εκδοχή του επιθεωρητή Βαλάντερ». Δεδομένου πως κι εδώ, στο τρίτο σου βιβλίο, η πόλη όπου ο Καπετάνος εξιχνιάζει τη σκοτεινή υπόθεση «Τοξικά μάτια» είναι η Χαλκίδα, με ποια αντίστοιχη μοιάζει η Χαλκίδα; Αν…
Είναι τιμή για μένα που αυτός ο άνθρωπος, ο συγγραφέας που μου «δίδαξε» μέσα από τα έργα του τι σημαίνει ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, έδωσε αυτή τη φιλοφρόνηση στον ήρωά μου, τον αστυνόμο Καπετάνο. Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ελληνική αστυνομική δραματουργία και, λέω δραματουργία και όχι απλά λογοτεχνία, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τα τηλεοπτικά του σενάρια για το «Ανατομία ενός εγκλήματος» ή τις τηλεοπτικές διασκευές των βιβλίων του που επιμελήθηκε ο ίδιος στο «Νυχτερινό δελτίο» και στην «Άμυνα Ζώνης». Στέφανε, εδώ θα σου αποκαλύψω κάτι, την περίοδο που οι εκδόσεις ήρθαν σε επαφή με τον κύριο Μάρκαρη, εγώ «έτρεμα σαν ψάρι». Είναι οι μέρες που τις θυμάμαι ως μέρες με τη μεγαλύτερη αγωνία στη συγγραφική μου ζωή. Ο ίδιος διάβασε και τα 3 βιβλία και μετά αποφάνθηκε πως ναι, θέλω να γράψω κάτι στο εξώφυλλο. Αυτό για μένα είναι η μεγαλύτερη νίκη μου μέχρι σήμερα, ας πούμε πως κέρδισα μια σφραγίδα πιστοποίησης «πως κάτι κάνω καλά». Μάλλον ο αστυνόμος Καπετάνος κάτι κάνει καλά στη Χαλκίδα, στο νησί της Εύβοιας. Σε ένα που στα δικά μου μάτια μοιάζει με τη Σικελία του Μονταλμπάνο ή με τη Βαρκελώνη του Μανώλο.
Προσαρμόζεις κάποιους από τους «κωδικούς» της Ντραγκέτα στην Εύβοια: άνομος τζόγος, διεφθαρμένοι δημοτικοί άρχοντες και βουλευτές, καταχρήσεις οικολογικών κονδυλίων, τοξικά απόβλητα και παράνομο εμπόριο μέσω επικερδών χωματερών που κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά σκοτώνουν, και μια δήλωσή σου πως εμπνεύστηκες την ιστορία από γεγονότα που συνέβησαν στην Ιταλία. Μήπως ήθελες το βιβλίο σου να αποπνέει και ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, πλην των άλλων «τοξικών» παραμέτρων του, για την Ελλάδα του σήμερα;
Είναι ξεκάθαρο πως τα κείμενά μου, και στα τρία βιβλία της σειράς, αποπνέουν τις κοινωνικές μου θέσεις και απόψεις. Σε αυτό το σημείο να πω πως χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ στις εκδόσεις Bell και την ομάδα τους που πάντα με υποστηρίζουν και μου δίνουν τον χώρο να εκφράσω και να δείξω μέσα από τις ιστορίες μου τη δική μου οπτική γωνία για πολλά θέματα που μας «καίνε». Δεν αποσκοπώ σε μια προσέγγιση διδακτισμού, οι ίδιες οι ιστορίες μου μιλάνε από μόνες τους, δεν χρειάζεται ο συγγραφέας να καθοδηγήσει τον αναγνώστη, χρειάζεται απλά να τον κάνει μέρος της ιστορίας. Εξάλλου η μεγαλύτερη αρχή μου από άποψη τεχνικής στη λογοτεχνία -και την ακολουθώ πιστά- είναι: «Μην πεις, μην περιγράψεις, δείξε, πράξε». Γνωρίζεις πως πίσω από κάθε μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του προηγείται μια σημαντική έρευνα. Έτσι και στα «Τοξικά μάτια» η έρευνα αποτέλεσε μεγάλο κομμάτι όλης της προετοιμασίας μου. Τα γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο, δυστυχώς, είναι αποτέλεσμα της έρευνάς μου. Συμβαίνει γύρω μας, η κόλαση και ο παράδεισος είναι εδώ.
Είναι αίσθησή μου ή όντως εκεί το πας; Πως δηλαδή η οικογένεια του αστυνόμου Καπετάνιου είναι οι συνάδελφοί του; Ο Ορέστης και η Μινιόν ειδικά μοιάζει να λειτουργούν ακόμα και ως «ιερός σκοπός» γι’ αυτόν: τους νοιάζεται, τους εμπιστεύεται, μεριμνά γι’ αυτούς το ίδιο ή και περισσότερο κι από το αν ήτανε αδέλφια του, παιδιά του ή σύντροφός του.
Δεν έχω προορισμό, δεν ξέρω δηλαδή πού το πάω. Εγώ έγραψα για να φέρω κάτι διαφορετικό στην ελληνική crime σκηνή, αν αυτό το «διαφορετικό» το αποδεχτεί το κοινό, θα το δείξει ο χρόνος και ο κόσμος. Εγώ έφτιαξα έναν ήρωα που να μπορεί να φέρει την αλλαγή σε μια κοινωνία με την ευρύτερη έννοια, που προτιμά να κάθεται στον καναπέ της, από το να σηκωθεί και να αρπάξει τον κόσμο, να τον ταρακουνήσει και να τον φέρει στα καλά του. Ο αστυνόμος Καπετάνος είναι ένας έντονα συναισθητικός άνθρωπος. Ο χαρακτήρας του, η φύση του, είναι να νοιάζεται για τους άλλους και η ομάδα του (Μινιόν, Ορέστης, Βαμβακάς) είναι μέλη της «οικογένειάς» του, και θα κάνει τα πάντα για να τους προστατέψει.
Σε μια παλιότερη συνέντευξή σου δήλωσες πως όταν γράφεις ξέρεις μόνο την αρχή και το τέλος της ιστορίας, καθώς στην πορεία οι ήρωες αποφασίζουν και η διαδρομή σχεδιάζεται μόνη της ώρα με την ώρα και σελίδα με τη σελίδα. Αυτό συνέβη και στα τρία σου βιβλία; Δεν υπήρξε κάποια ανατροπή πλάνου, ας την πω, ώστε ένας ήρωας από μόνος του να ξεφύγει τόσο που να σε κάνει να ανατινάξεις το πλάνο;
Ανατροπές υπήρχαν πολλές, αλλά όχι στο τέλος ή στην αρχή. Ξέρεις, όταν ξεκινάς να γράψεις ένα βιβλίο, στο τέλος που το έχεις τελειώσει, δεν είσαι ποτέ ο ίδιος άνθρωπος και αυτό υποσυνείδητα ορίζει και την εξέλιξη των χαρακτήρων σου. Οι ήρωές μου είναι «ζωντανοί», αληθινοί, αν δεν ξέφευγαν από αυτό που όριζε ο δημιουργός τους, θα προβληματιζόμουν, κάτι δεν θα είχα κάνει σωστά.
Ο αστυνόμος Καπετάνος είναι ένας έντονος, αυτοσαρκαστικός χαρακτήρας, όπως θα έχεις διαπιστώσει. Σε πολλές στιγμές μέσα στην ίδια τη δράση ο ίδιος γνωρίζει πως είναι μάταιο αυτό που πράττει, καθώς δεν θα μπορέσει να φέρει μια μόνιμη αλλαγή - είναι αυτός ο κυνισμός του που είπες. Παρ' όλα αυτά το κάνει, έχει την ευθύνη και την αναλαμβάνει. Επιτυχία για αυτόν είναι να προσπαθήσει, να ξανα-προσπαθήσει, να μην πάψει να κινείται, να μη σταματήσει να ελπίζει. Ο Μπέκετ έλεγε «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
Επιστρέφω στη Χαλκίδα! Περισσότερο για Γκόθαμ Σίτι πλέον μου μοιάζει μέσα από τα βιβλία σου παρά πόλη του Σκαρίμπα, των τρελών νερών, των ουζερί και της χαλαρής εκδρομής από Αθήνα για το γουίκεντ. Τι λένε οι εκεί αναγνώστες σου; Πώς αντιμετωπίζουν την από πλευράς σου προσέγγιση και την ανάδειξη ενός τόσο «μαύρου», τουριστικά, προφίλ;
H Χαλκίδα και γενικότερα η Εύβοια καθώς οι ιστορίες αναπτύσσονται σε όλο το νησί, (εδώ στα «Τοξικά μάτια», έχουμε την ιστορία να αναπτύσσεται στη Βόρεια Εύβοια), θα είναι για πάντα η πόλη του Σκαρίμπα, του Μυταρά και των ουζερί. Αλλά και η Σικελία δεν ήταν πάντα η πόλη των θαλασσινών στη λαδόκολα, της πίτσας, του Ήλιου, και όμως κάτω από όλα αυτά φωλιάζει το μεσογειακό noir. Εκεί ζει και αναπνέει, στον ήλιο, στην αλμύρα, στις ψητές γαρίδες, στον βροχερό χειμώνα, στην υγρασία που τρυπάει τα κόκκαλα, στις βάρκες στο λιμάνι και στους χωματόδρομους που σπάει το σασί στα αμάξια, στην παρανομία, το χρήμα, τον φθόνο και τα πάθη.
Είμαι αρκετά χαρούμενος που τα βιβλία μου έχουν αρχίσει και δημιουργούν ένα είδος λογοτεχνικού τουρισμού για το νησί. Μόλις εχθές και για πολλοστή φορά με ρώτησαν «Το ουζερί της κυρά Μάρω, που πάει ο Καπετάνος, Πού είναι;». Δεν το αποκάλυψα, αν και το μέρος είναι αληθινό και τα φαγητά πεντανόστιμα.
Η Νεφέλη είναι το πρόσωπο κλειδί στα «Τοξικά μάτια». Θα ήθελες να μας τη συστήσεις; Γιατί νομίζω πως από αυτήν ξεκινά και τελειώνει η τρίτη σου ιστορία.
Η Νεφέλη είναι η πρωταγωνίστρια της παράλληλης ιστορίας που αναπτύσσεται στο βιβλίο. Μια κωφή εργάτρια στη γραμμή συσκευασίας του βιομηχανικού εργοστασίου παραγωγής λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Νεαρή, εργατική, με ένα παρελθόν που θα διαμορφώσει τις πράξεις της. Είναι ο χαρακτήρας του βιβλίου που τράβηξε τα βλέμματα από κοινό και κριτικούς και νομίζω δικαιωματικά.
Στοιχηματίζω πως ήδη έχεις σκεφτεί όχι μόνο την τέταρτη αλλά και την πέμπτη περιπέτεια του Καπετάνου. Μη σου πω πως άρχισες και να τη γράφεις. Τρεις ερωτήσεις σε μορφή μιας τελικής: α) πόσες ώρες της ημέρας ζεις μαζί του και τον σκέφτεσαι, β) πόσες ώρες την ημέρα γράφεις μεθοδικά γι’ αυτόν, γ) ο «Βαλάντερ» σου καταφέρνει να σε βιοπορίσει ή προς το παρόν για τα προς το ζην κάνεις και κάτι άλλο, ώστε να μπορείς τις υπόλοιπες ώρες να τα λέτε οι δυο σας;
α) Ο Καπετάνος ζει μαζί μου όσες ώρες ζω και εγώ! β) Αφιερώνω αρκετές ώρες, εκτός από την περίοδο που νιώθω εξουθενωμένος και προτιμώ να τον αφήσω λίγο στη ρουτίνα του. Να κάνει καμιά δουλειά γραφείου, (να καθαρίσει και λίγο το σπίτι του), πριν βγει στη δράση. γ) Έχω εισπράξει κάποιο χρηματικό ποσό και νιώθω ευλογημένος για αυτό.
Τα τρία βιβλία της σειράς και εύχομαι και τα επόμενα έχουν αγαπηθεί και χαρακτηριστεί ως εμπορικά βιβλία και ευχαριστώ θερμά τους αναγνώστες για αυτό. Επίσης είναι μεγάλη η χαρά, μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα, η σειρά να έχει αποκτήσει τόσες διακρίσεις και βραβεία. Το πιο σημαντικό είναι όμως το #teamkapetanos, όπως μας αποκαλώ όλους μας. Αυτοί δίνουν νόημα σε αυτό το ταξίδι και έχουν αποδείξει πως είναι εδώ για να συνεχίσουμε σε νέα ταξίδια. Η αγάπη και υποστήριξη που μου έχουν δείξει με κάνει να θέλω να κάνω πάντα το επόμενο βήμα, το κάτι καλύτερο. Δεν μπορώ να δω τη συγγραφή ως επάγγελμα, με την έννοια πως, αν με βάλεις στο σπίτι και με κλείσεις, χωρίς να έχω επαφή με ανθρώπους, χωρίς να ζω, δεν θα μπορέσω να γράψω. Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε. Αυτή είναι η αξία που ακολουθώ.
Το μυθιστόρημα «Τοξικά μάτια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.