Βιβλιο

Χρίστος Κυθρεώτης: H πολυρρυθμία του καθημερινού

Το μπλουζ μιας γενιάς. Ένας νέος δικηγόρος ετοιμάζεται να φύγει από την Ελλάδα για το Λουξεμβούργο, όπου τον περιμένει μια ακαθόριστη δουλειά.

Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 709
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το νέο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη «Εκεί που ζούμε» (εκδόσεις Πατάκη) είναι ένας πίνακας αντιθέσεων.

Κιρκάδια μυθιστορήματα ονομάστηκαν εκείνα που εκτυλίσσονται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, εκείνα που αρχίζουν και τελειώνουν «circa diem», τουτέστιν κατά τη διάρκεια μιας μέρας. Ο όρος είναι επιστημονικός, προέρχεται από τη χρονοβιολογία, θυμίζει ότι η λειτουργία του ανθρώπινου σώματος είναι συντονισμένη στον 24ωρο κύκλο φωτός - σκότους. 

Όμως τα περισσότερα κιρκάδια μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τη μία και μόνη μέρα για να δείξουν πως δεν υπάρχει μία και μόνη μέρα, και μολονότι επιλέγουν το εικοσιτετράωρο ως δομική βάση, δραπετεύουν από τα στενά χρονικά του όρια, σπάνε το πλαίσιο. Το έχει πει πολύ χαρακτηριστικά o καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Μάικλ Σέρινγκαμ, που έχει γράψει με μεγάλο οίστρο για τον ρόλο του «καθημερινού» στη γαλλική λογοτεχνία, από τους σουρεαλιστές ως τον Ζορζ Περέκ: «Το περίγραμμα μιας μέρας μπορεί να παράσχει πρόσβαση στην ολότητα που είναι το καθημερινό». Είναι ό,τι έκανε η Βιρτζίνια Γουλφ στην «Κυρία Ντάλογουεϊ», ο Σωλ Μπέλοου στο «Άδραξε τη μέρα», ο Ίαν ΜακΓιούαν στο «Σάββατο», ο Μάλκολμ Λόουρι στο «Κάτω απ’ το ηφαίστειο» και βεβαίως ο Τζέιμς Τζόυς στον «Οδυσσέα» του. Μια μονάχα μέρα αντιπροσωπεύει τη ζωή, κομμάτι της οποίας αποτελεί, ως μεταφορά και συνεκδοχή της. 

Στο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, ο νεαρός δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης ξεκινάει τη μέρα του ένα πρωινό του Ιουνίου «με τους ήχους από τα ξυπνητήρια να αντηχούν στον ακάλυπτο, τα τριξίματα των κρεβατιών, τις βρύσες που ανοίγουν και τις ντουλάπες που χτυπούν να συνοδεύουν σαν κρουστά το βουητό των αυτοκινήτων που έρχεται από την Ιπποκράτους και δίνει την εντύπωση ότι δεν σταματά ποτέ – μόνο αυξομειώνεται». Είναι τριάντα πέντε ετών, εργάζεται έντεκα χρόνια σ’ ένα δικηγορικό γραφείο και ετοιμάζεται να φύγει από την Ελλάδα για το Λουξεμβούργο, όπου τον περιμένει μια ακαθόριστη ως προς το αντικείμενό της θέση που περιγράφεται με τον ευφημισμό «lawyer linguist», μια θέση που διεκδίκησε και πήρε μετά από εξετάσεις, χωρίς ακριβώς να ξέρει το γιατί, έρμαιο κι αυτός της γενικής απροσδιοριστίας που σκιάζει τις επιλογές μιας ολόκληρης γενιάς.

Για την ώρα, ωστόσο, οι δουλειές πιέζουν και ο Αντώνης, με υπόκρουση τη «μουσική της πόλης», θα επιχειρήσει να συνθέσει ένα στοιχειώδες χρονοδιάγραμμα αυτής της καλοκαιρινής Παρασκευής – παρότι γνωρίζει εξ αρχής ότι το πλάνο του θα αποτύχει αφού τα προβλήματα των επερχόμενων ωρών θα είναι άλλα από εκείνα που με το ξεκίνημα της μέρας προεξοφλεί, προβλήματα απροσδόκητα, προσώρας άγνωστα, τυχαίες ανατροπές σύμφυτες με τη συνθήκη της αβεβαιότητας μέσα στην οποία πλοηγεί την καθημερινότητά του.

Για την ώρα, λοιπόν, σκέφτεται ότι έχει να στριμώξει σε μια μέρα ένα σωρό υποχρεώσεις:  να υποστηρίξει στο δικαστήριο την αγωγή μιας κυρίας εναντίον του Ινστιτούτου Αισθητικής το οποίο την εξαπάτησε φέρνοντάς την στην αξιοθρήνητη θέση να χρωστάει στις τράπεζες 75.000 ευρώ τα οποία ασφαλώς δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει∙ να συναντήσει νωρίς το απόγευμα τη Στέλλα, με την οποία ήταν ζευγάρι στα φοιτητικά τους χρόνια και με την οποία ακόμη διατηρεί μια «παράξενη φιλία»∙ να συνοδέψει τον πατέρα του στο «τελευταίο επαγγελματικό του ταξίδι» στον Ορχομενό, όπου θα παραδώσει ένα γεωτρύπανο, και τέλος, αν προλάβει, να περάσει αργά το βράδυ από ένα μπαράκι που γιορτάζει τα δυο χρόνια της λειτουργίας του ώστε να δει τους φίλους του και την Άννα, «ό,τι πιο κοντινό σε δική του γυναίκα είχε ποτέ», με την οποία, βέβαια, έχουν χωρίσει. Ένα εικοσιτετράωρο υπερπλήρες, μια φούγκα, θα λέγαμε, που κορυφώνεται όταν το απρόοπτο θα εισβάλλει επιτακτικό.

«Εκεί που ζούμε», Χρίστος Κυθρεώτης, εκδ. Πατάκη

Το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη είναι ένα έξοχο δείγμα αφηγηματικής πολυρρυθμίας, όπου ο ρυθμός του εαυτού (πιο σιωπηλός, πιο ενδόμυχος) αντενεργεί με τον ρυθμό των άλλων – είτε αυτοί είναι πρόσωπα, είτε ομάδες, οι φίλοι ας πούμε, είτε η απρόσωπη δραστηριότητα που παρασύρει τον Σπετσιώτη από τη στιγμή που βγαίνει από το σπίτι του για να ριχτεί στην απρόβλεπτη καθημερινότητα. Είναι μια συμφωνία πάνω σε ένα θέμα χτισμένο με πολλά μοτίβα – σχέση πατέρα και γιου, απώλεια και απουσία, πόλη και περιπλάνηση, αποτυχία και αυτοαμφισβήτηση, το τυχαίο των επιλογών, το σώμα ως τόπος συνάντησης βιολογικών και κοινωνικών ρυθμών, η φθορά και το τέλος των πραγμάτων –  ένας πίνακας αντιθέσεων, μέσα στον οποίο οι αντιθέσεις αυτές αλληλοαναγνωρίζονται δημιουργώντας μια ενότητα πιο πραγματική, και σίγουρα πιο πολύπλοκη από τα επιμέρους στοιχεία της.

Επιπλέον, αυτή η μία μέρα από τη ζωή του Αντώνη Σπετσιώτη είναι τόσο βεβαρυμένη με αντηχήσεις από όλες τις μέρες που έχουν προηγηθεί και με προμηνύματα για όσες θα επακολουθήσουν, ώστε αποστάζει την ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας καθεαυτήν: «τίποτε ποτέ δεν τελειώνει, όλα μένουν εκκρεμή και ανοιχτά». Κι αν ο καθένας μας είναι για τον άλλον ένα «ημιτελές μυθιστόρημα» είναι γιατί κανείς μας δεν θα καταφέρει ποτέ «να πει την ιστορία», όπως γράφει ο Χρίστος Κυθρεώτης, την ιστορία που είμαστε όλοι μας, την ιστορία που σχεδόν πάντα αγνοούμε.