- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Ένα χαρέμι στο Παρίσι» του Γκυ ντε Μωπασάν
Το έργο, σε μετάφραση των Ανδρέα Στάϊκου και Νεκτάριου - Γεώργιου Κωνσταντινίδη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν
Η ταραχώδης ζωή και το τραγικό τέλος της Κικί του Μονπαρνάς στο «Ένα χαρέμι στο Παρίσι» του Γκυ ντε Μωπασάν (εκδόσεις Βακχικόν).
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Το άρθρο πραγματευόταν την ταραχώδη ζωή και το τραγικό τέλος της Κικί του Μονπαρνάς. Μια ιέρεια του έρωτα και της γαλλικής, μεσοπολεμικής νύχτας περνά απ' τη μυθολογία της ζωής σε εκείνη της τέχνης και του αστικού παραμυθιού που την εκτρέφει. Σκέφτομαι τη γερασμένη Κικί −τα παλιά υαλικά πεθαίνουν δύσκολα− μες στο κλουβί της, σαν εύρημα ενός πρωτόγονου κόσμου, να εκλιπαρεί για πέντε μονάχα φράγκα. Όπως τα κορίτσια του κ. Μισσέ που δεν διψούν για τίποτε, χρόνια πριν στην αυγή της δεύτερης, γαλλικής αυτοκρατορίας και της φήμης ενός ξέφρενου Παρισιού, έτοιμου να ικανοποιήσει όλες τις παρεκκλίσεις, όλες τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες της άρχουσας τάξης. Φαντάζει κωμικό με μια γενναία δόση πικρίας, το γεγονός πως οι ανθρώπινες αιρέσεις παραμένουν τόσο αμετακίνητες εμπρός σε κάθε είδους επανάσταση. Ο Γκυ ντε Μωπασάν, αυτός ο ιδιοφυής καταραμένος, γέννημα θρέμμα ενός κόσμου που μετά το 1848 αλλάζει την κατεύθυνσή του, υπογράφει αυτό το ερωτικό γαϊτανάκι. Μια πρόκληση στα χρηστά ήθη, μια ωμή απάντηση στα κινήματα για το ταπεινό Παρίσι, το καταδικασμένο στην εφευρετικότητα του αγοραίου έρωτα, της πόλης που πλάστηκε για να φιλοξενεί μορφές αντιπροσωπευτικές ενός κόσμου που καταρρέει για να επανέλθει δριμύτερος.
Ο Γκυ συνήθιζε πολλές φορές να λέει πως οι συνήθειές μας επιστρέφουν σαν αρρώστιες, πιο άγριες, πιο άγριες. Μα πρόκειται για ανεξακρίβωτη πληροφορία τούτη η εκδοχή, τόσο απροσδιόριστη και ανεπιβεβαίωτη, όσο η αγάπη της θελκτικής Ραφαέλας για τον άτυχο νεαρό υπάλληλο του σπιτιού.
Το έργο, σε μετάφραση των Ανδρέα Στάικου και Νεκτάριου - Γεώργιου Κωνσταντινίδη, έρχεται να υπενθυμίσει ένα ιδιότυπο, θεατρικό είδος που άνθισε στους κύκλους της παριζιάνικης ελίτ για να δώσει μερικά από τα πιο πνευματώδη κείμενα, πιστούς καθρέφτες μιας κοινωνίας με διακαή μέριμνα για την ανθρώπινη επιθυμία. Οι συνθήκες της εποχής επέβαλαν στους υψηλούς κύκλους τη λατρεία του θεάτρου. Δεν ήταν λίγα τα σαλόνια που μετατρέπονταν σε θεατρικές σκηνές ικανές να φιλοξενήσουν τα προκλητικά, διαδραστικά θεατρικά έργα που τόσο γοήτευαν την αριστοκρατία. Ο ντε Μωπασάν, πετυχημένος συγγραφέας και φημισμένος πλέον διηγηματογράφος, ενδίδει στις αδρά αμειβόμενες απαιτήσεις της ελίτ και καταθέτει την ιδιοφυή γραφή του σε αυτό το θεατρικό είδος που εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πορνογραφικό αν δεν στηριζόταν σε ένα πληρέστατο σενάριο που αναμιγνύει την πνευματώδη στάση με την πιο άσεμνη αργκό.
Μορφές που συναντώνται στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας, πρόσωπα σύμβολα όπως ο Εκκενωτής Βόθρων που γρήγορα υποκύπτει στα θέλγητρα του σπιτιού, ο προαγωγός, τα κορίτσια, οι τόσο κυνικές μαιτρέσες του σπιτιού υδατογραφούν τα πορτραίτα της εποχής. Η μυστηριακή και εξωτική ανατολή με τα απαράμιλλα βουνά των αρωμάτων της, η ασυδοσία του έρωτα και μια ανθρώπινη βιολογία σε διέγερση συνθέτουν μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτής της φάρσας εν στύσει. Έτσι ώστε, τόσο στα πρόσωπα όσο και τις περιστάσεις να διακρίνεται ο λόγος, όπως εύστοχα διασώζεται από τον Νάσο Βαγενά.
Η Ραφαέλα δεν παίρνει προφυλάξεις. Τα στήθη της είναι γυμνά, τα χείλη της κόκκινα. Είναι μια Μαρία της Γκραντούκα, ο Ιωάννης αυτής της νύχτας, αινιγματικός, σαν από κατακόκκινη κιμωλία. Το σαλόνι είναι κατάμεστο, οι θεατές αναψοκοκκινισμένοι, σαν έφηβοι, οι κυρίες κάπως μεθυσμένες, λίγο δύσκολες, μα μονάχα στην αρχή προτού δοθούν σε όλους, οι αξιωματικοί, με τα λίγα λεφτά και το εθνόσημο. Καημένη Γαλλία, τα παιδιά σου πέφτουν σε μαρασμό, βαδίζουν πλάι στους πειρασμούς και με τις καρδιές ανοιχτές ενδίδουν.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να αναπαρασταθεί το σκηνικό του έργου «Ένα χαρέμι στο Παρίσι» των εκδόσεων Βακχικόν που κατατάσσει στις μέρες μας σε μια περίοπτη θέση τον συγγραφέα του. Εμπνευσμένο από ένα ψέμα, το χαρέμι επαναφέρει στο προσκήνιο τον κοιμισμένο ερωτισμό της άρχουσας τάξης που ηθικολογεί, όπως σε κάθε εποχή διάλυσης και αποτροπιασμού. Διαμορφώνει με τον κυνισμό του τις συνθήκες για τις έξυπνες παρεξηγήσεις που καθιστούν τόσο εύπεπτο και ανατρεπτικό τον θεατρικό λόγο. Η μετάφραση των Στάικου και Κωνσταντινίδη χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της προφορικότητας, αυτή μιας αστείρευτης γλωσσικής δύναμης που συγκρατεί ατάραχο τον δεσμό με την παράδοση και την αληθινή ζωή.
Ο έρωτας στο Χαρέμι αφορά μια ενότητα καθαρά σωματική. Ίσως αυτά τα κορίτσια που προσφέρουν τα σώματά τους για λίγα μόνο φράγκα να συνιστούν ένα είδος συνέχειας των γυναικών της Ρώμης, των Λαπωνιδών, των Καφριδών.
Όχι, το γνήσιο ταλέντο του δεν θα του επέτρεπε να αποκρύψει οτιδήποτε απ' τον έρωτα. Όλα θα μπορούσαν να χαθούν από μια ακατανόητη αιδημοσύνη, ωστόσο προκύπτουν διαρκώς νέες, μεταφραστικές απόπειρες που φωτίζουν τόσο γοητευτικά τα περιθώρια του κόσμου ειπωμένα από ένα αστείρευτο ταλέντο που έσβησε τόσο νωρίς. Και όσα παρέμειναν στ' αφώνητο, τώρα λέγονται με το όνομά τους, καθώς η Γαλλία στο όνειρο αυτού του κόσμου φλέγεται, φλέγεται, φλέγεται απ' τη σφοδρότερη επιθυμία. Εκείνη των σωμάτων.