Βιβλιο

Μπορίς Βιαν: 60 χρόνια από τον θάνατό του

Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας διαβάζεται σήμερα ακόμα περισσότερο.

A.V. Guest
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από το θάνατό του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα Μπορίς Βιαν.

Της Μαρίας Ρούσσου

Ερχόμενη στο Παρίσι αρχές Ιουνίου, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Στις γυάλινες προθήκες των περιπτέρων που διαφημίζουν τα λογοτεχνικά περιοδικά (ναι, εδώ διαφημίζονται και τα λογοτεχνικά περιοδικά), και μάλιστα στο εξώφυλλο του «Nouveau magazine littéraire», φιγουράριζε ο Μπορίς Βιαν, το νεανικό είδωλο των σίξτις, που σήμερα ξαναζεί μια νέα ζωή. Το εκτενές αφιέρωμα του περιοδικού στο κάποτε «κακό παιδί» των γαλλικών γραμμάτων είναι για τα 60 χρόνια από το θάνατό του, μόλις στα 39 του, στις 23 Ιουνίου του 1959.

Η σχέση μου με τον Μπορίς Βιαν ξεκίνησε στην εφηβεία, μιά και τα κυριότερα μυθιστορήματά του ήταν γνωστά και μεταφρασμένα στην Ελλάδα ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Είχε συναρπάσει αρκετούς της γενιάς μας με το πρωτότυπο, σουρεαλιστικό αλλά και τόσο ποιητικό του γράψιμο. Σε ένα περιοδικό μάλιστα που είχαμε βγάλει το μακρινό 1979, κάποιοι φοιτητές Οδοντιατρικής με λογοτεχνικές ανησυχίες, είχα αποπειραθεί να μεταφράσω και ορισμένα ποιήματά του, μια  και κανείς μέχρι τότε δεν το είχε επιχειρήσει. Αν δεν κάνω λάθος, αυτή  η πτυχή του λογοτεχνικού έργου του παραμένει ακόμα και σήμερα σχετικά άγνωστη στη χώρα μας. Το ίδιο  όπως και τα υπέροχα τραγούδια που έγραψε και τραγούδησε ο ίδιος, και που ίχνη της επιρροής του νομίζω πως βρίσκει κανείς τουλάχιστον στον Διονύση Σαββόπουλο και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, πιθανότατα και σε άλλους. 

Να λοιπόν που ο αγαπημένος Μπορίς βρίσκεται πάλι στον «Αφρό των ημερών», για να θυμηθούμε τον τίτλο από το πασίγνωστο πλέον μυθιστόρημά του που τον καθιέρωσε ως σπουδαίο συγγραφέα, δυστυχώς μετά θάνατον, εξ αιτίας μιας σειράς ατυχών γεγονότων.  

Ο συγγραφέας μας, παιδί ευκατάστατης αστικής οικογένειας -όχι ρωσικής καταγωγής όπως νομίζουν κάποιοι- ονομάστηκε έτσι από τη φιλόμουση μητέρα του που λάτρευε την όπερα «Μπόρις Γκοντούνοφ» του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Μόντεστ Μουσόργκσκι. Ο μικρός Μπορίς πήρε ελευθεριακή ανατροφή από τους γονείς του, έζησε μια καταπληκτική παιδική ηλικία και, καθώς υπήρξε χαρισματικό παιδί, παράλληλα με τις σπουδές του ως μηχανικός στην Εκόλ Σαντράλ έμαθε να παίζει τρομπέτα, μυήθηκε στη τζαζ την οποία λάτρεψε, κι έφτιαξε το σχετικό μουσικό σχήμα με τον αδελφό του και κάποιους φίλους.

Δυστυχώς, στα δώδεκα του χρόνια, προσβλήθηκε από ρευματικό και ύστερα και από τυφοειδή πυρετό, που του άφησαν μια μόνιμη αορτική ανεπάρκεια.

Λίγο νωρίτερα, το 1929, ο πατέρας του που ήταν εισοδηματίας και δεν είχε δουλέψει ποτέ, είχε καταστραφεί οικονομικά στο Μεγάλο Κραχ. Ο κύρος Βιαν αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει, και -σαν να μην έφτανε αυτό-  δολοφονείται το 1944 από διαρρήκτες μέσα στο σπίτι του. Αυτά τα γεγονότα, σε συνδυασμό με τον πρόωρο θάνατο του επιστήθιου φίλου του Λουσταλό, σημαδεύουν τον πρώην ξένοιαστο νεαρό Βιαν ανεξίτηλα, γιατί συνειδητοποιεί το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής, την αδυσώπητη τραγικότητά της και την ανημπόρια του ατόμου απέναντι στη δύναμη του πεπρωμένου.

Αυτό το στοιχείο του παράλογου της ύπαρξης είναι διάχυτο στο έργο του και κυρίως σ' αυτή την υπέροχη ιστορία αγάπης που είπα νωρίτερα, τον «Αφρό των ημερών», που γράφτηκε σε μόλις τρεις μήνες στις λευκές σελίδες πίσω από έντυπα της Στατιστικής Υπηρεσίας (AFNOR), όπου εργαζόταν ο συγγραφέας το 1946. Το βιβλίο αυτό είναι η εξιστόρηση ενός άτυχου έρωτα μεταξύ δύο νέων, του Κολέν και της Κλοέ, που έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να είναι ευτυχισμένοι, όπως είχε και ο συγγραφέας- κι όμως, η σκιά του επερχόμενου θανάτου πλανιέται διαρκώς, ενώ οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τα αντικείμενα και τα ζώα σ' ένα ονειρικό σκηνικό.

«Όλα τα πτώματα έχουν το ίδιο χρώμα»

Η Κλοέ (το όνομα από τον τίτλο ενός τραγουδιού του Ντιούκ Ελλιγκτον ) αρρωσταίνει βαριά μετά το γάμο με τον Κολέν, εξαιτίας ενός νούφαρου που φυτρώνει στα πνευμόνια της και απειλεί μεγαλώνοντας να τη σκοτώσει. Μάταια προσπαθεί ο αγαπημένος της να την κρατήσει στη ζωή, δουλεύοντας σκληρά για να της αγοράζει καθημερινά λουλούδια και φάρμακα. Ακόμη και το σπίτι τους συρρικνώνεται και σκοτεινιάζει όσο προχωρεί η αρρώστια, το δε αγαπημένο τους ποντικάκι με τα μαύρα μουστάκια ,προσπαθεί να καθαρίσει τα θολά τζάμια των παραθύρων για ν' αφήσει να περάσει λίγο φώς. Όταν η Κλοέ πεθαίνει, το απαρηγόρητο ποντικάκι, μην αντέχοντας την ψυχική συντριβή του Κολέν, παρακαλεί μια γάτα να το κατασπαράξει για να λυτρωθεί από την αβάσταχτη θλίψη.

Στο αριστουργηματικό αυτό υπερρρεαλιστικό μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 1947 από τον σπουδαίο εκδοτικό οίκο «Γκαλιμάρ» (κατά προτροπή του Ρεμόν Κενό, που ήταν φίλος του, επίσης μεγάλος συγγραφέας και υπεύθυνος στον οίκο), ο Βιαν μοιάζει να περιγράφει το δικό του μπρά ντε φέρ με το θάνατο.

«Η ζωή μοιάζει μ' ένα δόντι», τραγουδούσε κάποτε ο στιχουργός και μουσικός Μπορίς. Στην αρχή φύτρωσε εν αγνοία μας, όπως η ύπαρξή μας, ύστερα ήρθε η τερηδόνα (αλληγορία της αρρώστιας) και, παρά τον αγώνα για διατήρηση του πολύτιμου δοντιού, πρέπει να το ξεριζώσουμε για να λυτρωθούμε οριστικά από τον πόνο που μας προκαλεί. Αλλά αυτό κάθε άλλο παρά συμβαίνει πάντα. Παρά τους ξέφρενους ρυθμούς της ζωής του, με ελάχιστες ώρες ύπνου, προσπαθώντας να χωρέσει πενήντα ζωές μέσα σε μόλις μία, ξέρει ότι και το δικό του νούφαρο (πού λέγεται αορτική ανεπάρκεια) όλο και μεγαλώνει απειλώντας τη ζωή του. 

Ξετυλίγοντας το κουβάρι της σύντομης ζωής του, απορείς πως χώρεσαν τόσες ζωές μέσα σε 39 μόλις χρόνια. Έχεις το αίσθημα ότι ανοίγεις μια ρώσικη μπάμπουσκα, αυτές τις κουκλίτσες όπου κάθε μια τους περιέχει μιαν άλλη μικρότερη: ανοίγεις τη ζωή του πεζογράφου και βρίσκεις μέσα τον ποιητή, κι βρίσκεις τον στιχουργό, τον θεατρικό συγγραφέα, τον σεναριογράφο, τον λιμπρετίστα, τον μεταφραστή αμερικάνικων αστυνομικών ιστοριών, τον μουσικοκριτικό της τζαζ και του ροκ εντ ρολ, τον τρομπετίστα του κλαμπ «Le tabou», του Σεν Ζερμέν ντε Πρέ, τον μηχνικό, ακόμα και τον εφευρέτη (ναι, το έκανε κι αυτό).

«Ένας αμερικανός στο Παρίσι». Αυτός θα ήταν ο καλύτερος τίτλος γι αυτή την ιδιόρρυθμη και ιδιοφυή προσωπικότητα με τα άπειρα ταλέντα. Ο Βιαν, χωρίς να έχει μάθει αγγλικά στα θρανία, μυήθηκε στη γλώσσα αυτή από τη πρώτη του γυναίκα τη Μισέλ, την οποία παντρεύτηκε το 1941. Η ίδια τον μύησε και στη μετάφραση. Διαβάζει με πάθος αμερικάνικη λογοτεχνία -Γουίλλιαμ Φόκνερ και πολλούς άλλους- κι αποφασίζει, κατά προτροπή της Μισέλ,  να μεταφράζει αστυνομικές νουβέλες, ιστορίες φρίκης,  αλλά και επιστημονική φαντασία, την οποία λατρεύει (όλα τα παραπάνω σε νουάρ και παλπ εκδοχές).

Χάρη στον συγγραφέα αυτόν αγάπησαν οι Γάλλοι τον Ρέιμοντ Τσάντλερ («Ο μεγάλος ύπνος», «Η κυρά της λιμνης» κλπ), τον Πήτερ Τσένι (δημιουργό του ντετέκτιβ Λέμι Κόσιον), τον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Α.Ε. Βαν Βόγκτ («Ο κόσμος των μη- Α») και πολλούς άλλους. Για δε την επιστημονική φαντασία είχε προτείνει σε αρθρο του στους «Μοντέρνους καιρούς», περιοδικό που εξέδιδαν ο Ζαν Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, να αναγνωριστεί ως νέο αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. 

Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι πλήρωσε ακριβά την αγάπη του για το αμερικάνικο νουάρ. Την ίδια χρονιά, ενας φίλος του εκδότης αστυνομικών ιστοριών (εκδόσεις «Scorpion»),  με οικονομικές δυσκολίες, του ζήτησε να του βρει επειγόντως ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με πιασάρικο τίτλο, που να πουλήσει πολύ. Ο Βιαν του πρότεινε να γράψει ένα ο ίδιος, μια που ήξερε καλά τη συνταγή ως μεταφραστής. Ο εκδότης συμφώνησε κι έτσι γεννήθηκε το πασίγνωστο «Θα φτύσω στους τάφους σας», που το έγραψε ο Βιαν τον Αύγουστο του 1946 σέ 15 μόνο μέρες, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στο Σαιν Τροπέ, με το ψευδώνυμο Βέρνον Σάλλιβαν.

«Θα φτύσω στους τάφους σας»
Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ, γιατί διέθετε όλα τα συστατικά ενός καλού νουάρ: κοφτούς διαλόγους, βία, σεξ και ολίγη πολιτική (φυλετικές διακρίσεις). Αλλά, όπως το δημιούργημα του Δρ. Φρανκεστάιν κατέστρεψε τον δημιουργό του, έτσι και ο «Βέρνον Σάλλιβαν», ο επινοημένος συγγραφικός εαυτός, «κατάπιε» τον αυθεντικό συγγραφέα Μπορίς Βιαν.

Ο οίκος «Γκαλιμάρ» που είχε εκδώσει όχι μόνο τον «Αφρό των ημερών», αλλά και το «Ο Βερκοκέν και το πλαγκτόν», τα δυο πρώτα μυθιστορήματα του Βιαν, αρνήθηκε να εκδώσει τα επόμενα, τον «Ψυχοβγάλτη» και το «Φθινόπωρο στο Πεκίνο». Οι λόγοι ήτα δύο. Το 1946, ο Βιαν ήταν υποψήφιος για το σπουδαίο βραβείο της «Pléiade» το οποίο δινόταν σε νέους συγγραφείς, μαζί με 100.000 φράγκα και την τιμή να κάνουν συμβόλαιο με τον οίκο «Γκαλιμάρ» για τα επόμενα βιβλία τους. Παρά την υποστήριξη των Σαρτρ, Κενό, Καμί, Ελιάρ, που ήταν στη σχετική επιτροπή, ο Βιαν έχασε το βραβείο από έναν ασήμαντο αββά Γκροζάν που κανείς δεν τον θυμάται πια, αλλά είχε τη θερμή υποστήριξη του Αντρέ Μαλρό. Το γεγονός δημιούργησε ψυχρότητα ανάμεσα στον συγγραφέα και τον οίκο.

Το δεύτερο «χτύπημα» ήρθε από ένα τυχαίο περιστατικό. Το αστυνομικό του βιβλίο «Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας» συνδέθηκε με κάποιο έγκλημα πάθους που συνέβη τη ίδια χρονιά της έκδοσης του βιβλίου: ένας έμπορος στραγγάλισε την ερωμένη του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, και η αστυνομία βρήκε πάνω στο κομοδίνο ένα αντίτυπο αυτού του έργου. Την επομένη, κάποια εφημερίδα κυκλοφόρησε με πηχυαίο τίτλο «Ιδού ο ηθικός αυτουργός», δείχνοντας με το δάχτυλο τον Μπορίς Βιαν, ο οποίος μάταια προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τον «Βέρνον Σάλλιβαν». Ήταν πια κοινό μυστικό ποιός ήταν ο δημιουργός αυτού του ανήθικου πονήματος που απειλούσε τα χρηστά ήθη. 

Μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε, ο Βιαν είδε τον «Γκαλιμάρ» να του κλείνει οριστικά την πόρτα. Τα επόμενα μυθιστορήματά του εκδόθηκαν από μικρότερους εκδοτικούς οίκους και πέρασαν εντελώς απαρατήρητα. «Έφτυσαν πάνω στο έργο του», τιτλοφορεί το αφιέρωμά του το «Nouveau magazine littéraire».

«Ο έρως είναι τυφλός»
Παρά τη υποστήριξη του Κενό, του Σαρτρ, του Καμί και άλλων σημντικών διανοουμένων που συνέχισαν να πιστεύουν στην αξία του έργου του, ο Βιαν όσο ζούσε γνώρισε επιτυχία μόνο ως Βέρνον Σάλλιβαν, γράφοντας απομιμήσεις αμερικανικών αστυνομικών περιπετειών. Ο ίδιος έλεγε σε φίλους του με πικρία: «θέλησα να εξιστορήσω στους ανθρώπους πράγματα που δεν είχαν ξαναδιαβάσει, αλλά οι άνθρωποι προτιμούν να διαβάζουν αυτά που ήδη ξέρουν». Το αναγνωστικό κοινό του καιρού τους αδιαφόρησε, στη συνέχεια, για τα «διαμαντάκια» του που αγαπήθηκαν τόσο από τις επόμενες γενιές, για ιστορίες δηλαδή που συνδυάζουν το παράδοξο, τη φαντασία και το παράλογο με την πιο σπαρακτική συγκίνηση. Τα δυο μυθιστορήματα που απέρριψε ο «Γκαλιμάρ» καθώς και το «Κόκκινο χορτάρι», έπρεπε να περιμένουν τη γενιά της αμφισβήτησης, τη γενιά του Μάη του ’68 για να βρουν τη θέση τους στα ράφια των νεανικών βιβλιοθηκών.

Όσο περιφρονημένο έμενε το κυρίως συγγραφικό του έργο, τόσο η φήμη του ως νυκτόβιου θαμώνα των τζαζ κλαμπ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε μεγάλωνε. Οι άνθρωποι του καιρού του τον γνώρισαν, εκτός από συγγραφέα νουάρ, και ως μουσικοκριτικό της τζαζ, ως τραγουδοποιό, ακόμα και ως ηθοποιό. Ως αρθρογράφος σε μουσικά περιοδικά, με το αλάνθαστο μουσικό του ένστικτο, έμαθε στους Παριζιάνους την αξία της μαύρης μουσικής και κυρίως της «αγίας τριάδας» Ντουκ Έλινγκτον, Λιούις Άρμστρονγκ και Ντίζι Γκιλέσπι. Είχε την τύχη να γνωρίσει μάλιστα από κοντά αυτά τα «ιερά τέρατα» της τζαζ, αφού τους κάλεσε τους να παίξουν στο Παρίσι. Χάρη στο ταλέντο του αυτό, τον προσέλαβε η δισκογραφική εταιρία «Φίλιπς» ως καλλιτεχνικό διευθυντή. Ο ίδιος επίσης διέγνωσε μέσω της αρθρογραφίας του από νωρίς την αξία του Ζορζ Μπρασένς αλλά και του Σέρζ Γκενσμπούρ.

Αρχείο Boris Vian - Le déserteur

Ως τραγουδοποιός, ο Βιαν σατίρισε με τους στίχους του τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής του. Πιστός στο βολτεριανό πνεύμα «Οι μεγάλοι συνθλίβουν τους μικρούς κι οι μικροί τους τσιμπάνε»,  επιτέθηκε κυριολεκτικά σε ό,τι σάλευε. Τόλμησε μάλιστα να βγάλει γλώσσα στον πρόεδρο Σαρλ ντε Γκολ με το τραγούδι του «Ο λιποτάκτης» («Le déserteur»), καλώντας τους νέους ν' αρνηθούν  να συμμετάσχουν στους αποικιακούς πολέμους της Γαλλίας, τόσο στης Ινδοκίνας που τελείωνε, όσο και στης Αλγερίας που μόλις άρχιζε (1954). Το τραγούδι απαγορεύτηκε, αλλά έζησε μια νέα ζωή τις δεκαετίες ’60 και ΄70, με τις εξεγέρσεις των Αμερικανών φοιτητών ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τότε τραγουδήθηκε από την Τζόαν Μπέζ στα γαλλικά, και το είπε μάλσιτα σαν να ήταν η μητρική της γλώσσα.  

Από τη δηλητηριώδη πένα του δεν γλίτωσε ούτε ο νομπελίστας γιατρός και ιεραπόστολος δρ Αλμπερτ Σβάιτσερ, στον οποίο απευθύνεται ερωνικά σ΄ ένα του ποίημα γράφοντας: «Για ποιόν συναρμολογείτε δρΣ. βάιτσερ αυτούς τους νέγρους σήμερα // και που θα ξανασπάσουν αύριο;».

«Ας αρχίσει η μουσική»
Επί των ημερών του είδε ν' ανεβαίνει και το θεατρικό του έργο «Τεμαχισμός για όλους» («L 'equarissage pour tous»), το οποίο όχι μόνο πήρε κακές κριτικές, αλλά στοίχισε και στο δημιουργό του 100.000 φράγκα πρόστιμο για προσβολή των ηθών. Καλύτερη υποδοχή είχε, αντίθετα, το θεατρικό του «Οι οικοδόμοι της αυτοκρατορίας». Ως ηθοποιός δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα, αλλά οι σινεφίλ ίσως τον θυμούνται στην ταινία του Ροζέ Βαντίμ «Επικίδυνες σχέσεις», πλάι στη Ζαν Μορο, τον Ζαν Λικ Τρεντινιάν και τον σπουδαίο Ζεράρ Φιλίπ.

Ο Μπορίς Βιαν, που έπαιξε με τη φωτιά, δημιουργώντας μια ρέπλικα του εαυτού του ως «Βέρνον Σάλλιβαν», χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους του δημιουργός σκανδάλων με την αθυροστομία και την ειρωνεία, πέθανε με τρόπο «αντάξιο» της φήμης του: στις 23 Ιουνίου 1959, ενώ προβαλλόταν η κινηματογραφική μεταφορά τού «Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας», συγχυσμένος επειδή θεωρούσε πως η ταινία προδίδει το βιβλίο του, παθαίνει  καρδιακή προσβολή και πεθαίνει πριν φτάσει στο νοσοκομείο. 

Σήμερα, ο συγγραφέας που αντιμετωπίστηκε ως «διαρκές σκάνδαλο» και δεύτερης κατηγορίας όσο ζούσε, θεωρείται από τους σημαντικότερους διανοουμένους της μεταπολεμικής Γαλλίας, πρόδρομος του «Νέου Μυθιστορήματος» («Nouveau Roman») σύμφωνα με τον ίδιο τον «πατέρα» του νέου λογοτεχνικού ρεύματος, τον  Αλέν Ρομπ -Γκριγιέ. Θεωρήθηκε επίσης πρόδρομος της «Λογοτεχνίας του παραλόγου» με το «Φθινόπωρο στο Πεκίνο», το μεγαλύτερο σε έκταση μυθιστόρημα του, στο οποίο δεν υπάρχει ούτε φθινόπωρο ούτε Πεκίνο, πρόκειται όμως για ένα γοητευτικό αφήγημα, μια μηχανή κατασκευής λέξεων και φανταστικών καταστάσεων.

Τι ήταν τελικά αυτή η ιδιοφυής προσωπικότητα, με τα άπειρα ταλέντα και την προκλητική στάση απέναντι στην κοινωνία της εποχής του; 

Τον καλύτερο κατά τη γνώμη μου χαρακτηρισμό τον έδωσε πριν από μερικά χρόνια στην εφημερίδα «Το Βήμα» ο Νίκος Μπακουνάκης. Ο Μπορίς Βιαν υπήρξε ένας «αφηγητής» («story teller»). Αφηγήθηκε ιστορίες με τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, επέλεξε να αφηγηθεί είτε σε πεζό είτε σε έμμετρο λόγο μ’  ένα τρόπο που εμπεριέχει τη τζαζ μουσική –την οποία λάτρεψε και μελέτησε όσο κανένας, ως μια μουσική έκφραση χωρίς αυστηρά καθορισμένα όρια,  που επιτρέπει τον αυτοσχεδιασμό και το παιχνίδι με τα μουσικά όργανα. Κι ήταν ό,τι ακριβώς ταίριαζε σ' αυτό το παιδί που αρνήθηκε να μεγαλώσει, μέλος του απίθανου «Κολεγίου της Παταφυσικής» (=της «επιστήμης των Φανταστικών Λύσεων») του Αλφρέντ Ζαρί από τα 9 του χρόνια, επειδή κατά δήλωσή του «από τότε σκεφτόταν πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούσαν να σκεφτούν».

Έχουν περάσει σχεδόν εκατό χρόνια  από τη γέννηση του (1920) και το έργο του θεωρείται πλέον «all time classic», όπως για παράδειγμα οι Beatles, που ξεκίνησαν λίγο μετά το θάνατό του. Ο Βιαν διαβάζεται κυρίως από εφηβικό αναγνωστικό κοινό, ο δε «Αφρός των ημερών» διδάσκεται στα γαλλικά λύκεια. Το σύνολο του έργου του συγκαταλέγεται σήμερα στη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδας» («Pléiade»): ύψιστος τίτλος τιμής για Γάλλο συγγραφέα, που δηλώνει την αντοχή στο χρόνο και δεν δίνεται ποτέ σε συγγραφείς εν ζωή. Εξάλλου, τραγούδια του επίσης έχουν τραγουδήσει, ανάμεσα σε άλλους, οι Άνρι Σαλβαδόρ, Μαγκάλ Νοέλ και Μορίς Σεβαλιέ.

Σε μια έρευνα αναγνωστικού κοινού των βιβλιοπωλείων FNAC και της εφημερίδας «Le Monde», στην ερώτηση «Ποιά βιβλία της γαλλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη σας;», ο «Αφρός των ημερών» έρχεται δέκατος, με πρώτο τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμί, ανάμεσα στα 100 πιό αγαπημένα αναγνώσματα του 20ου αιώνα.   

Στη χώρα μας έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν, ανάμεσα στ΄ άλλα, και τα εξής:
 - «Ο αφρός των ημερών» - εκδ. «Γράμματα» και «Νεφέλη»
- «Φθινόπωρο στο Πεκίνο» -εκδ. «Νεφέλη»
- «Το κόκκινο χορτάρι»- εκδ. «Χ. Μπαρμπουνάκης»
- «Ο ψυχοβγάλτης» - εκδ. «Χατζηνικολή»
- «Οι οικοδόμοι της αυτοκρατορίας» - εκδ. «Δωδώνη» 

Ως Βέρνον Σάλιβαν:
- «Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας»-εκδ. «Νεφέλη»
- «Όλοι οι νεκροί έχουν το ίδιο δέρμα»- εκδ. «Γράμματα»
- «Και να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους»-εκδ. «Γράμματα»
- «Έχουν μαύρα μεσάνυχτα» - εκδ. «Γράμματα»
- «Πορνογραφικά γραπτά» -  εκδ. «Νεφέλη»