- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη δεν είναι 82 χρονών
Αλλά γράφει σαν να είναι, στο νέο της βιβλίο «Το (σχεδόν) ημερολόγιο μιας 82χρονης»
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη καθρεφτίζει τον τρόπο που ευχόμαστε να γεράσουμε στο νέο της βιβλίο «Το (σχεδόν) ημερολόγιο μιας 82χρονης» (εκδ. Παπαδόπουλος).
Με τη Μανίνα γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά – του δημοτικού. Θα ήταν αστείο να κάνουμε μία κουβέντα για την τρίτη ηλικία και το νέο της βιβλίο «Το (σχεδόν) ημερολόγιο μιας 82χρονης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, χωρίς να γελάμε. Στην ίδια παρέα που ανήκουμε και οι δύο, όλοι φίλοι από τα παλιά αντιμετωπίζουμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τα γηρατειά: σαν να μην υπάρχουν, σαν να αφορούν άλλους. Κι ας μιλάμε, όποτε βρισκόμαστε, για παθήσεις, πόνους μέσης, φάρμακα, αγωγές. «Αυτό το ’χω. -Κι αυτό το ’χω. -Κι εγώ το ’χω».
Το βιβλίο, ένα ημερολόγιο μιας γυναίκας που ζει την ηλικία της με το volume στο 11, θα ευχόμασταν να καθρεφτίζει τον τρόπο που θα γεράσουμε όλοι. Το αισιόδοξο είναι ότι η Μανίνα βάσισε την ηρωίδα της σε υπαρκτά πρόσωπα που τα γνωρίζει καλά, και, ναι, ζούνε έτσι, μιλάνε έτσι, αυτό που θα θέλαμε και για εμάς όταν έρθει εκείνη η εποχή. Προς το παρόν, τη συζητάμε.
«Όταν μου ήρθε η ιδέα για αυτό το βιβλίο, άρχισε να τρέχει, βγήκε πολύ εύκολα. Υπήρχε, το είχα στο μυαλό μου. Και με το που είδα τη Ρούλα Μητροπούλου ένα βράδυ σε ένα μίτινγκ των παλιών συνεργατών του "Ταχυδρόμου", είπα "να’ τη! Αυτή είναι η ηρωίδα μου!". Ήταν κομψή, εύθυμη, αστεία. Πάντα δούλευε, πάντα ήταν δυναμική, έχει τα τραύματά της όπως όλοι – δεν έφτασε στα 80 χωρίς απώλειες. Απολαμβάνει την οικογένειά της αλλά είναι ανεξάρτητη, έχει τη δική της ζωή».
Άνθρωποι σαν τους φίλους μας.
Ακριβώς. Σκεφτόμουν δηλαδή αυτό, έτσι όπως μιλάμε εμείς τώρα, που είμαστε μπροστά στο φάσμα των γηρατειών… Δηλαδή όταν γεράσουμε δεν θα μιλάμε πια έτσι; Δεν θα γελάμε; Δεν το ήθελα. Αφού μας ξέρω, εμείς θα παραμείνουμε έτσι: σαν τη Μελίνα, την ηρωίδα του βιβλίου. Η οποία βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα, γυναίκες που γνωρίζω καλά και βρίσκονται σε αυτό το ηλικιακό φάσμα. Είναι απόλυτα αληθινές, ζούνε την τρίτη ηλικία τους με το χιούμορ, το κέφι και τη ζωντάνια που είχαν και στα 30 και στα 40, σε όλη τους τη ζωή. Άλλη μία γυναίκα από την οποία εμπνεύστηκα είναι η περιβόητη Κατερίνα που είχε το κατάστημα Monblümchen και έκανε και πόρτα στο «Άτομο», cult φυσιογνωμία της Αθήνας. Είναι μία «μεγάλη» γυναίκα, θέλω να πω είναι κοντά στην ηρωίδα μου, και δεν έχει σταματήσει να ντύνεται εκκεντρικά, όπως ντυνόταν. Ή η Ματούλα, η γνωστή, του Κολωνακίου που, όποτε τη βλέπεις, είναι σαν μοντελάκι. Στο μυαλό μου είχα και την Iris Apfel. Έτσι κι εγώ, λοιπόν, πήρα για ηρωίδα μια γυναίκα που δούλευε πόρτα σε μαγαζιά γιατί η σύνταξή της δεν της έφτανε. Και ο κολλητός της δεν έχει σύνταξη γιατί είναι, καλή ώρα, σαν κάποιους φίλους μας, που έχουν φτάσει σε συντάξιμη ηλικία αλλά δεν έχουν τα απαραίτητα ένσημα.
Βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι «ο μέσος γέρος».
Είναι οι γέροι που θα γίνουμε εμείς, Γιάννη. Εμείς στα 80 έτσι θα είμαστε. Θα έχουμε τα ίδια θέματα που έχει αυτή η γυναίκα. Όπως η φίλη της, που χάνει τα λογικά της, κι αν δεν είχε χρήματα στην άκρη θα είχε βρεθεί στον δρόμο, δεν υπάρχει κάπου που θα μπορούσε να πάει. Ή ο κολλητός της ηρωίδας, που καλλιεργεί τα χασίσια και τα πουλάει για να βγάλει πέντε δεκάρες και αναγκάζεται να το κάνει και αυτή γιατί δεν δουλεύει πια. Κι επίσης ήθελα να δείξω όλο αυτό τον φασισμό της καθημερινότητας εναντίον της τρίτης ηλικίας. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια πήγε ο μπαμπάς μου να μπει στο λεωφορείο και του φώναξε ο οδηγός «Άντε, ρε παππού, πάρε τα πόδια σου». Ήμουν δίπλα και είχα νιώσει πάρα πολύ άσχημα.
Παλιά λέγανε «ηλικιωμένο» όποιον πάταγε τα 50.
Έχει ανέβει το όριο ζωής. Ο πατέρας μου κλείνει τα 93 και μπαίνει στα 94. Μακάρι όλοι να φτάσουν σε τέτοιες ηλικίες. Γι’ αυτό και η Μελίνα, η ηρωίδα, λέει ότι δεν κοιτάζει το μέλλον, κοιτάζει μόνο το παρόν. Αυτό είναι το «μάθημα» του βιβλίου. Ότι λέει στον άλλον «Θα τα πούμε αύριο» και μετά σκέφτεται «Χμ, είναι μεγάλη κουβέντα αυτό. Ας μην το λέω, γιατί ποιος ξέρει μέχρι αύριο».
Μια άλλη φράση του βιβλίου είναι «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι τη μοναξιά».
Αυτό ακριβώς. Θέλει τους φίλους της, θέλει αυτούς που αγαπάει, όπως κι εμείς. Μιλάμε στο τηλέφωνο, μπορεί να έχουμε να μιλήσουμε έξι μήνες αλλά μας συνδέει, υπάρχει το κονέξιον του παρελθόντος. Αυτό είναι που αισθάνεσαι ότι σε πάει και στο μέλλον. Νιώθεις πιο ασφαλής.
Και ότι είναι άνθρωποι της ράτσας σου.
Ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αυτή έχει την εγγονή της και την κόρη της, με την οποία τσουρομαδιέται συνέχεια, η εγγονή περνάει να τη δει όποτε μπορεί γιατί οι εγγονές τώρα είναι σε άλλο τριπάκι, αλλά έχει τον κολλητό της, τη φίλη της που μένει δίπλα… Τα έκανα πολύ βολικά βέβαια όλα για να κυλήσει η ιστορία… Και έχει και την άλλη φίλη της, την Όλγα, που μένει στου Παπάγου και είναι λίγο τζαζεμένη, χάνει στροφές.
Είναι κι αυτό ένα option, καταλαβαίνω.
Κι έχουμε όλοι στο μυαλό μας ή στη ζωή μας, ανθρώπους που είναι έτσι.
Δεν με μελαγχόλησε γιατί είχα στο μυαλό μου τη Ρούλα Μητροπούλου, όπως σου είπα. Τη θαυμάζω απεριόριστα. Θέλω να γίνω μία Ρούλα. Εμένα η Ρούλα με έβαλε στο ΤΑΙΣΥΤ, δεν είχα ασφάλιση και μια μέρα με φώναξε και μου λέει «Πήγες να κάνεις το βιβλιάριό σου; -Όχι. -Αύριο αν δεν το κάνεις, μην έρθεις, σε απολύω». Πήγα την άλλη μέρα και τα έκανα, με έσωσε.
Χαϊβάνια τότε εμείς, δεν ασχολούμασταν με τέτοια.
Μα στα 25 σου ασχολιόσουν ποτέ θα πάρεις σύνταξη;
Εδώ τώρα και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται.
Θα σου πω πότε μελαγχόλησα. Το έγραφα πέρσι το καλοκαίρι, όταν ήμουν στη Θάσο διακοπές και τότε έγινε η τραγωδία στο Μάτι. Είχα μόλις πάρει τα παιδιά μου από το Μάτι. Στο κείμενο είχα ήδη γράψει ότι αυτή πηγαίνει στο Μάτι για μπάνιο μαζί με έναν καινούργιο της φίλο, ίσως γκόμενο, ακολουθούσα βήμα βήμα τις ημέρες στο ημερολόγιό της, τότε είχα πάει στο Μάτι πολλές φορές και το είχα γράψει, το πόσο ωραίο είναι. Ήμουν ακριβώς σε εκείνο το σημείο όταν συνέβη η τραγωδία. Και έπαθα σοκ, μελαγχόλησα πάρα πολύ. Έλεγα, δεν γίνεται να μην το βάλω στο βιβλίο. Έτσι, την επικαιρότητα τη χρησιμοποίηση κανονικά στη ροή του γραψίματος.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με αισιοδοξία, πάντως.
Δεν με κατέθλιψε το βιβλίο, ίσα ίσα μού έβγαλε ένα φόβο. Δηλαδή με απενοχοποίησε, να σου πω; Έβαλα μία γυναίκα που σκέφτεσαι σαν κι εμάς περίπου, με φίλους που σκέφτονται κι αυτοί σαν κι εμάς. Έλεγα ότι, ναι, μπορεί να υπάρξουνε αυτοί οι άνθρωποι. Το βιβλίο ξεκινάει με το ΙΚΑ, που πάει και στέκεται στην ουρά, και ήδη, από την πρώτη σελίδα, είναι ντυμένη σαν Αγιοβασίλης. Και της τη λένε και απαντάει «Όχι, αγάπη μου, εγώ αυτό θα φοράω». Το έκανα «μεγαλύτερο από τη ζωή» και αυτό με ανέβασε πάρα πολύ ψυχολογικά.
Είναι η πιο αισιόδοξη σκέψη που μπορείς να έχεις: Ότι μεγαλώνοντας δεν θα χάσουμε αυτό που είμαστε.
Την παιδικότητα, τη ράτσα μας, την εφηβεία μας. Αυτό που κουβαλάμε. Δηλαδή, οι γονείς μας την εφηβεία τους την έχασαν. Τη θυσίασαν… Δεν έχουν χιούμορ. Κάθισα κι έκανα ρεπορτάζ όπως θα κατάλαβες, στην τρίτη, τι τρίτη; τέταρτη ηλικία. Και μια μέρα, η Μελίνα ξυπνά και δεν μπορεί να πατήσει το πόδι της. Τι μπορεί να έχει, τι μπορεί να παθαίνει. Αυτά που παθαίνουν οι φίλοι μας, αυτά που συζητάμε. Μία σκιά στο στήθος, ζάχαρο. Ένας φίλος μας που έχει τρελά νούμερα ζάχαρο, μια μέρα που ήμασταν σπίτι του, ανοίξαμε το ντουλάπι της κουζίνας και ήταν τίγκα στα κρουασάν με σοκολάτα, αυτά που απαγορεύεται να τρώει. Σαν μωρό, δηλαδή.
Το θέμα είναι να έχεις διατηρήσει την ενεργητικότητά σου, όταν φτάσεις σε τέτοιες ηλικίες.
Η γιαγιά μου, στα 85 της, είχε πάει στον γιατρό και του είχε πει: «Γιατρέ, όταν είμαι στο ποδήλατο και γυρίζω να κοιτάξω πίσω, έχω έναν τρομερό πόνο εδώ, στο σβέρκο» (γέλια). Κι ο γιατρός της απάντησε: «Εγώ που είμαι 45 και όταν οδηγώ και κοιτάζω πίσω πονάω εδώ». Η γιαγιά συνέχισε να κάνει ποδήλατο μέχρι λίγο πριν πεθάνει. Έμενε στην Ερέτρια βέβαια, ήταν πιο εύκολο. Είχε ένα τρίκυκλο ποδήλατο με καλάθι, έβαζε τα ψώνια της πίσω και πήγαινε… Έτσι κι εμείς, θα παθαίνουμε διάφορα, τι να κάνουμε. Όπως ένας άλλος φίλος μας που είχε τον άκανθα στο πόδι. Έχασε τριάντα κιλά και πέρασε ο άκανθας. Όλοι πια κάτι παίρνουμε για κάτι. Συναντιόμαστε και δεν είναι η κουβέντα μας πια τα οικονομικά, αλλά τα φάρμακα.
Αν ήταν άντρας ο ήρωας θα ήταν διαφορετικό;
Δεν ξέρω, να σου πω την αλήθεια. Εγώ τώρα έβαλα την ψυχολογία της γυναίκας. Μπαίνει, ας πούμε, στο ταξί και της αρέσει ο ταξιτζής και γι’ αυτό της φτιάχνει όλη η μέρα. Βέβαια μετά παθαίνει το στομάχι της και χαλιέται. Αυτό δεν ήξερα πώς θα μπορούσα να το κάνω με άντρα. Επίσης, τις γυναικείες φιλίες τις ξέρω. Γράψε αυτά που ξέρεις, δηλαδή· αυτό τον κανόνα ακολούθησα.
Εγώ το θέλω και ταινία αυτό, Μανίνα.