- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η καρδιά είναι ύπουλο πράγμα
Οι δύο Ισπανίες στις σελίδες ενός κλασικού μυθιστορήματος που υπερβαίνει το θέμα του
«Πέντε ώρες με τον Μάριο» του Miguel Delibes: Η βιβλιοκριτική της Κατερίνας Σχινά για το μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60, σ’ ένα αστικό σπίτι που πενθεί. Ο Μάριο, καθηγητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, έχει μόλις πεθάνει ξαφνικά στα 49 του χρόνια από καρδιακή προσβολή, και τώρα βρίσκεται στο κρεβάτι του, δεχόμενος τις ύστατες φροντίδες των οικείων του ενόψει της κηδείας του.
«Σκοτεινοί όγκοι» γνωστών και φίλων συρρέουν στο σπίτι, συλλυπούνται τη σύζυγό του, τη σαραντατετράχρονη Κάρμεν, «κολλάνε στο χέρι της σαν βεντούζες και την υποχρεώνουν να σκύψει πρώτα προς την αριστερή πλευρά, ύστερα προς τη δεξιά» σε μια απομίμηση σταυρωτών ασπασμών. Κι εκείνη, σαστισμένη, θυμωμένη, ανταποκρίνεται στον ρόλο της, ρίχνοντας πότε πότε ματιές στον Μάριο «που δεν είναι ο Μάριο», γιατί παρότι δεν έχει χάσει το χρώμα του, όντας «ο πιο υγιής πεθαμένος που κατασκεύασαν ανθρώπινα χέρια», ο θάνατος, έτσι κι αλλιώς, τον έχει μεταμορφώσει.
Κι ύστερα, όταν όλοι φύγουν, ξεκινάει η ολονυχτία· μπροστά στη σορό του άντρα της, η Κάρμεν θα αφήσει να απελευθερωθεί όλη της η πικρία για μια σχέση που δεν κερδήθηκε στα είκοσι πέντε χρόνια της κοινής τους ζωής. Μερικές υπογραμμισμένες παράγραφοι από τη Βίβλο, που η Κάρμεν ανακαλύπτει έκπληκτη στο κομοδίνο του συζύγου της, αποδεσμεύουν ένα κύμα αναμνήσεων και γεννούν έναν πυκνό και αποδιοργανωμένο μονόλογο που ανασυνθέτει τον έγγαμο βίο του ζεύγους και αποκαλύπτει τις βαθιές αντιθέσεις ανάμεσά τους. Η μικροαστική, συμβατική νοοτροπία της Κάρμεν αντιδιαστέλλεται προς το φιλελεύθερο, αντισυμβατικό πνεύμα του Μάριο, το οποίο η σύζυγός του εξακολουθεί να αμφισβητεί και να επικρίνει και μετά θάνατον.
Η ζωή του Μάριο είναι για την Κάρμεν μια ακολουθία από χαμένες ευκαιρίες. Το έργο του της φαίνεται σκοτεινό και ακατανόητο (αρνείται να γράψει ερωτικές ιστορίες, παρότι η ίδια τον εφοδιάζει με την «ενδιαφέρουσα» κατ’ αυτήν πλοκή μιας παράνομης σχέσης για την οποία συζητεί ο περίγυρός της), οι φίλοι του είναι επιτηδευμένοι, η σεξουαλικότητά του ατροφική, ο αντικαταναλωτισμός του (ποτέ δεν της αγόρασε αυτοκίνητο, προτιμώντας το ποδήλατο για τις μετακινήσεις του) εξοργιστικός. Του καταλογίζει φανταστικές απιστίες και, ενώ προτάσσει την αρετή της, είναι υπερβολικά περήφανη για τα στήθη της και για τους θαυμαστές της, επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο τις φιλοφρονήσεις που της επιδαψιλεύει ένας απ’ αυτούς. Πιστή καθολική, τον μέμφεται για την ανεξιθρησκεία του· γοητευμένη από τον φρανκισμό, τον ψέγει για την ελευθεροφροσύνη του. Η εξομολόγηση του τέλους, κορυφώνει τον «πολυφωνικό της μονόλογο» – όπως τον αποκαλεί ο μεταφραστής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για να επισημάνει ότι μέσα από τον λόγο της Κάρμεν περνά εμμέσως ο λόγος άλλων πολλών χαρακτήρων «που ασφυκτιούν και οραματίζονται μιαν άλλη Ισπανία» – σε μια υστερική κρίση, που θα καταλαγιάσει απότομα όταν ένα από τα πέντε της παιδιά, ο συνονόματος με τον πατέρα του Μάριο, θα μπει χαράματα στο δωμάτιο, βάζοντας τέλος σ’ αυτό το εξαντλητικό, σαν ψυχαναλυτική συνεδρία, νυχτέρι.