Βιβλιο

«Βουδαπέστη», ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα για την ίδια τη Λογοτεχνία

Όπου ο θρυλικός Βραζιλιάνος μουσικός Σίκο Μπουάρκε «κεντάει» και στη γραφή

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 704
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Σίκο Μπουάρκε είναι ένας ζωντανός θρύλος της βραζιλιάνικης μουσικής, που διαπρέπει πλέον και στη Λογοτεχνία. Το βιβλίο του, η «Βουδαπέστη» κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Καστανιώτη,

Ο Ζοζέ Κόστα είναι ένας πετυχημένος Βραζιλιάνος «γκοστ ράιτερ», δηλαδή συγγραφέας-φάντασμα που γράφει βιβλία τα οποία υπογράφουν άλλοι. Κάποτε, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Βουδαπέστη, βλέποντας ουγγαρέζικη τηλεόραση κι ακούγοντας την εντελώς ξένη γλώσσα, βιώνει ένας είδος αποκάλυψης. Γυρίζει στο Ρίο, εγκαταλείπει έναν κακό συνέταιρο, αφήνει τη γυναίκα του να φύγει με άλλον, κι επιστρέφει παρορμητικά στη Βουδαπέστη, όπου μέσα από διάφορα απίθανα και ίσως γκροτέσκα γεγονότα, όχι μόνο μαθαίνει καλά ουγγρικά, αλλά εξελίσσεται σε κορυφαίο και περιζήτητο γκοστ ράιτερ στην ουγγρική πεζογραφία, ενώ παράλληλα κάποιος Ούγγρος γκοστ ράιτερ γράφει το μυθιστόρημα που διαβάζουμε εμείς (!).  

Αυτή θα ήταν μια σύντομη εισαγωγή στο υπέροχο μυθιστόρημα «Βουδαπέστη» του Σίκο Μπουάρκε (γέννηση: 1944), ενός ζωντανού θρύλου της βραζιλιάνικης μουσικής, που διαπρέπει πλέον και στη Λογοτεχνία (πεζογραφία, ποίηση, θέατρο). Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε ωραία μετάφραση (και σημειώσεις) της Μαρίας Παπαδήμα, απευθείας από τα πορτογάλικα της Βραζιλίας. 

Ειδικότερα σημεία:
Α. Η λογοτεχνία, η συγγραφή, οι ίδιοι οι συγγραφείς, η επιτυχία και η αποτυχία τους βρίσκονται στο επίκεντρο του βιβλίου. 

Β. Συναφώς, ακολουθούν οι γλώσσες: ομοιότητες, διαφορές, μηχανισμοί κατάκτησης, οικειοποίησης και αποποίησης μιας γλώσσας

Γ. Συνέχεια αναζητείται η ταυτότητα, και μάλιστα μια ορισμένη αντρική ταυτότητα, μέσα από διαδικασίες όπως το ψεύδος, η εξιδανίκευση, η φθορά, η ζήλια, η απόρριψη, η εξιλέωση. 

Δ. Υπάρχει ένα συνεχές «παιχνίδι» σχετικά με το ποιος έχει γράψει τι. Αποκορύφωμα: όταν ο Ζοζέ Κόστα, που παρά τη θέλησή του χειροκροτείται ως συγγραφέας της Βουδαπέστης, φωνάζει δημόσια «Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν είμαι εγώ», η φωνή του χάνεται στα γέλια του πλήθους, που δεν ενδιαφέρεται για ιδιωτικές λεπτομέρειες.

Ε. Μεγάλη σημασία έχουν μια σειρά παραλληλίες /διττότητες: δύο γλώσσες, δύο πόλεις, δύο προσωπικότητες σε «συσκευασία» μιας, δύο γυναίκες (η κ. Βάντα Κόστα και μια σπουδαία Ουγγαρέζα ερωμένη, η Κρίσκα), δύο γιοι (της Βάντας και της Κρίσκας) κ.λπ.    

ΣΤ. Εκτός από την Κρίσκα και τον γιο της, όλοι οι Ούγγροι ήρωες –από μείζονες συγγραφείς μέχρι αστυνομικοί– έχουν τα ονόματα των παικτών της περίφημης «χρυσής» εθνικής ομάδας της Ουγγαρίας του 1954 (Πούσκας, Κότσις, Χιντεγκούτι κλπ), κάτι που δίνει μια καθόλου αμελητέα ποδοσφαιρική διάσταση στο βιβλίο.

Ζ. Το χιούμορ με τις διάφορες μορφές του, από τη φάρσα μέχρι τη λεπτή ειρωνεία, είναι διάχυτο. Ένα παράδειγμα: Οι γκοστ ράιτερς κάνουν κι αυτοί τα διεθνή συνέδριά τους (όπως οι «κανονικοί» συγγραφείς), όπου βγάζουν στη φόρα ποια βιβλία σπουδαίων συγγραφέων έχουν γράψει οι ίδιοι. Μόνο που στην «αληθινή ζωή», βέβαια, αυτό θα ήταν αδύνατο, γιατί οι γκοστ ράιτερς «δεν υπάρχουν», είναι αόρατοι.

Παραθέτω τώρα ελάχιστα επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο, που δείχνουν, νομίζω, το συγγραφικό στιλ του Μπουάρκε: 

Θα ’πρεπε να απαγορεύεται να περιγελούν όποιον αποτολμά να εκφραστεί σε ξένη γλώσσα.
Ήμουν απασχολημένος μ’ αυτό, όταν, zil, χτύπησαν το κουδούνι, θυμόμουν ακόμα πως το κουδούνι στα τούρκικα λέγεται zil. Τυλιγμένος με την πετσέτα, άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα μύτη με μύτη μ’ έναν γέρο που φορούσε τη στολή του ξενοδοχείου και κρατούσε στο χέρι του ένα ξυραφάκι μιας χρήσης. Είχε κάνει λάθος στο δωμάτιο και βλέποντάς με, έκανε ένα ω λαρυγγικό, σαν το ω ενός κωφάλαλου. Γύρισα στο μπάνιο μου, αλλά το βρήκα παράξενο που ένα πολυτελές ξενοδοχείο χρησιμοποιούσε έναν κωφάλαλο για κλητήρα. Όμως στο μυαλό μου έμεινε το zil, είναι μια ωραία λέξη, πολύ καλύτερη απ’ το κουδούνι. 

Δεν υπερέβαλε η Κρίσκα όταν με συμβούλεψε να αποφεύγω τις άλλες γλώσσες κατά την περίοδο της εκμάθησης. Μετά από μια νύχτα που πέρασα μιλώντας τη γλώσσα μου και βλέποντας στον ύπνο μου ότι η Κρίσκα μιλούσε πορτογαλικά, έπιασα τον εαυτό μου να μην μπορεί να προφέρει ουγγρικές λέξεις, όπως ένας μουσικός που φυσάει ένα όργανο φάλτσα.
Για έναν μετανάστη, η προφορά μπορεί να είναι ένα είδος εκδίκησης, ένας τρόπος να κακομεταχειριστεί τη γλώσσα που τον καταπιέζει. Θα αναμασάει πάντα κάποιες λέξεις από αυτή τη γλώσσα που δεν εκτιμά, αυτές που του είναι απαραίτητες για τη δουλειά του και για την καθημερινότητά του, ούτε μία παραπάνω. Και ακόμη κι αυτές, θα τις ξεχάσει στο τέλος της ζωής του για να επιστρέψει στο λεξιλόγιο της παιδικής του ηλικίας. Όπως ξεχνάει κανείς τα ονόματα των κοντινών του προσώπων, όταν η μνήμη αρχίζει να χάνει νερά, σαν πισίνα που αδειάζει σιγά-σιγά, όπως ξεχνάει κανείς τη χτεσινή μέρα και μένουν οι αναμνήσεις οι πιο βαθιές. Αλλά για όποιον υιοθέτησε μια καινούργια γλώσσα, σαν να επέλεξε μια μητέρα, για όποιον αναζήτησε και αγάπησε όλες της τις λέξεις, η επιμονή της ξενικής προφοράς είναι μια άδικη τιμωρία.