Βιβλιο

Διηγήσεις από τα Τάγματα Ορεινών Μεταφορών

Το νέο βιβλίο του Ναπολέοντα Περγαλίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα

Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 698
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένα καμιόνι ανηφορίζει «με κατεβασμένα και δεμένα απ’ έξω τα παραπέτα» προς τον Κολινδρό της βόρειας Πιερίας. Μέσα, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, οι φοβισμένοι νεοσύλλεκτοι οδεύουν προς ένα άγνωστο που το φαντάζονται αποτρόπαιο.

Βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 1967∙ μόλις έχει γεννηθεί «από τα παραστρατιωτικά, στρατιωτικά και εξωστρατιωτικά αγκαλιάσματα που οργίαζαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας το αποτρόπαιο, εξωμήτριο τέρας: η δικτατορία των συνταγματαρχών». Και ο Ναπολέων Περγαλίδης, ένας από εκείνους τους φαντάρους, νεαρούς Λαμπράκηδες, παιδιά εξορίστων του εμφυλίου, δημοκράτες επιστήμονες και καλλιτέχνες, αναλαμβάνει, μισό αιώνα αργότερα, να αποτυπώσει μια εμπειρία για την οποία ελάχιστα έχουν γραφτεί: την απότομη μετάβαση από μια ισχνή, έστω, δημοκρατία, σ’ έναν εμφύλιο που μοιάζει να μην έχει τελειώσει, στα διάσπαρτα σ’ όλη την παραμεθόριο Τάγματα Ορεινών Μεταφορών. Εκεί που οι «ανεπιθύμητοι» φαντάροι –πλάι στους λίγους, μουδιασμένους μουσουλμάνους, και «ελάχιστα ακόμη παιδιά που δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε καμιά άλλη στρατιωτική υπηρεσία»– θα «σωφρονιστούν» εμβαπτιζόμενοι στα νάματα της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» της 21ης Απριλίου, με μέσο τους ξυλοδαρμούς, τις αγγαρείες και τις απανωτές φυλακές.

Οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του Ναπολέοντα Περγαλίδη παίρνουν τη σκυτάλη από τον Γιάννη Ατζακά που πριν από δέκα περίπου χρόνια εξέδωσε το αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Κάτω από τις οπλές» (εκδ. Άγρα), μια λυρική περιδιάβαση στα χρόνια της θητείας του στο Δεύτερο Τάγμα Κολινδρού. Όπως και ο Περγαλίδης, έτσι και ο Ατζακάς υπηρετεί την περίοδο της χούντας ως ημιονηγός, κοινώς «μουλαράς». Αλλά ημιονηγός ήταν και ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, ημιονηγός και ο σπουδαίος μεταφραστής Μπάμπης Λυκούδης στον οποίο ο Περγαλίδης αφιερώνει το βιβλίο του, ημιονηγοί και εκατοντάδες ακόμη νέοι που έζησαν τον στρατοκρατικό παραλογισμό στα χρόνια της δικτατορίας. Παιδιά ακόμα, θα βρεθούν σ’ έναν τόπο έρημο, «μια γλώσσα βράχων», όπως γράφει ο Περγαλίδης, ένα στρατόπεδο που το χτυπούσε ο ήλιος ολημερίς χωρίς ούτε υποψία σκιάς, «πένητες της ελευθερίας», «τσακισμένοι από ανθρωπάκια με αστέρια και γυαλιστερά κουμπιά». Εκεί, η βαναυσότητα, τα εκδικητικά παραγγέλματα, οι ατέρμονες, ανούσιες αγγαρείες, που μετατρέπονταν σε σισύφειες δοκιμασίες από την ίδια την επαναληπτική ματαιότητά τους, θα έρθουν αντιμέτωπες με τη σφύζουσα νιότη των έγκλειστων φαντάρων, σε μια διελκυστίνδα αντοχής∙ και μολονότι η εξουσία έχει πάντα το πάνω χέρι, η νιότη, η ζωή και η ανθρωπιά, δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι.

Σ’ όλη την έκταση της σύντομης, τρυφερής και κάποτε ευτράπελης αυτής μαρτυρίας μιας σπαταλημένης νιότης, τα πρόσωπα που αναδύονται μέσα από τις αφηγήσεις αντιστρατεύονται με τη βέβηλη θέρμη της ανυποταξίας τους τη μικρονοϊκή βαρβαρότητα των καραβανάδων. Ο Γιώργος και ο Άγγελος, ναυτικοί στην άλλη ζωή, που μόλις βραδιάσει για τα καλά μεταμορφώνουν το βεραντάκι του θαλάμου τους σε γέφυρα βαποριού και βυθίζονται σε μια θαλασσοπόρα ψευδαίσθηση παριστάνοντας πως ο κάμπος που απλώνεται μπροστά τους είναι ο ωκεανός, ο Τάκης, που παρά την αχρωματοψία του γεμίζει με τις σουρεαλιστικές του ζωγραφιές την αίθουσα του K.Ψ.M., ο Γιαννούχας, που μπαίνει στον θάλαμο καβάλα στο άλογο κραδαίνοντας μια σκούπα του στάβλου αντί για κοντάρι, είναι μορφές που συμπυκνώνουν την αντίσταση, μάταιη κι όμως θαρραλέα, στον ζόφο του στρατοπέδου. Ακόμα και τα ζώα, που περιορισμένα σε ελάχιστα τετραγωνικά κάποτε σπάνε την αλυσίδα τους και ορμούν προς το φως, γίνονται σύμβολα ελευθερίας. Και μπορεί ο αφηγητής (που έχει βρει καταφύγιο στη ζωγραφική όσο υπηρετεί τη θητεία του) να βάφει –στην τελευταία ιστορία της συλλογής– το τάγμα όπως το βλέπει, «γκρίζο με μαύρα τα πανωκάσια, μαύρους τους κρίκους του στάβλου, μαύρες τις αλυσίδες», όμως η νιότη είναι πιο δυνατή απ’ την καταστολή, η ζωή πιο νικηφόρα. «Μα δώσ’ του πάλι, γυρνάμε - γυρνάμε - γυρνάμε... κι όλα αλλάζουν», γράφει ο Περγαλίδης. «Ο δρόμος φαίνεται πιο φωτεινός, ο ουρανός πιο ήρεμος, ο ήλιος πιο κοντινός, πιο δικός μας. Ο ψίθυρος της λεύκας, σα να δίνει κάποιες υποσχέσεις».