- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πρωτότυπο, επίκαιρο, ερεθιστικό είναι το μυθιστόρημα του Κώστα Β. Κατσουλάρη Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά. Από την πολυμεταχειρισμένη «κρίση» επιλέγεται –για πρώτη φορά, νομίζω– μια σκοτεινή πτυχή της, η σύγκρουση των γηραλέων πολιτικών νεολαίων των δυο ολοκληρωτισμών (Χρυσής Αυγής και Αντίφα).
Η ουσιαστική αντιπαράθεση, που κρύβει τη δική της βία, είναι γενικότερα ιδεολογική και πολιτιστική, ανάμεσα στην περήφανη καθυστέρηση, τον ταυτοτισμό/ρατσισμό και τον εκσυγχρονισμό, την ανοιχτή κοινωνία, ανάμεσα στην αγραβατοσύνη και την αριστεία.
Ο μύθος πλέκεται γύρω από τη σχέση ενός φιλόλογου, καθηγητή γυμνασίου (Αργύρης Σταυρινός) με ταλαντούχο μαθητή της Β’ τάξης (Νάσος Γκέτσος, Βορειοηπειρώτης), ο οποίος ξαφνικά εξαφανίζεται. Η έρευνα του καθηγητή για να τον βρει και να τον ξαναφέρει στο θρανίο εξελίσσεται σε κινδυνώδη περιπέτεια, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες συνωμοτικές ομάδες, στην αντιδημοκρατική εξέγερση αλλά και στον κόσμο των Αλβανών μεταναστών, ανάμεσα σε τρόμο, δυσπιστία, ομερτά και παρεξήγηση προθέσεων. Ο εκπαιδευτικός διώκεται και υπηρεσιακώς για παρενόχληση της οικογένειας του μαθητή του και με μετέωρη την υπόνοια για το είδος του ενδιαφέροντός του. Η υπερήφανη απάντησή του και η περιφρόνηση απέναντι στη γραφειοκρατία επισύρει την καταδίκη του σε αργία ενός έτους.
Ο Αργύρης Σταυρινός συμμετέχει σε Ομάδα συλλογικής ψυχοθεραπείας συναδέλφων του, όπου αναπτύσσονται αντιγνωμίες, αισθήματα, ιδιόλεκτα. Το προσωπικό του τραύμα, που μόνο προς το τέλος αποκαλύπτεται, εξηγεί μάλλον την παθιασμένη προσήλωσή του στον χαρισματικό μαθητή του: Είχε σκοτώσει, με το αυτοκίνητό του, τον γιο του ηλικίας τεσσάρων ετών, το 2004 (το παιδί θα είχε τώρα την ηλικία του Νάσου). Μετά το φοβερό δυστύχημα, η Σέρβα γυναίκα του τον εγκατέλειψε, παίρνοντας μαζί της το κοριτσάκι τους, ενός έτους, και επέστρεψε στην πατρίδα της. Αδυνατώντας να μιλήσει για αυτά στην Ομάδα, περιγράφει ομηρικές σκηνές και θέματα προκαλώντας απορίες και διαμαρτυρίες.
Η αφήγηση, τριτοπρόσωπη αλλά με κυρίαρχη προσωπική σφραγίδα, έχει άφθονες γλωσσικές και εννοιακές αναφορές στην Ιλιάδα, με λέξεις, στίχους, στο κείμενο και στους τίτλους κεφαλαίων (και του βιβλίου) και με ονόματα (προσωνύμια) προσώπων: τα μέλη της Ομάδας παίρνουν ονόματα ηρώων (Δόλων, Δόλοψ, Γοργυθίων, Κεβριόνης, Αψευδής, Ακάμας, Εκάβη) και οι άλλες γυναίκες ονόματα Νηρηίδων (Ωρείθυια, Δυναμένη, Κυμοθόη, Καλλιάνασσα), ενώ ο διευθυντής του σχολείου γίνεται Νεφελούρος (από το «νεφεληγερέτης»). Οι ιλιαδικές αναφορές στον πόλεμο, την ανδροκτασία και την αριστεία των ηρώων, αλλά και η ομηρική ισοτιμία Ελλήνων-«βαρβάρων», έντεχνα αντιπαραβάλλονται με την ανανδρία, τη χωσιά, τα συμμοριακά καμώματα και τα ήθη, τη μαστούρα της ανόητης καταστροφής και τη ρατσιστική προκατάληψη.
Το ηρωικό και το θαυμάσιο εισάγονται με την ηλεκτρονική συζήτηση δασκάλου-μαθητή, με φόντο την Ιλιάδα που διδάσκεται στη Β΄ γυμνασίου. Ο μαθητής μαγεύεται από τη μετάφραση του Ιακ. Πολυλά με «τα όμορφα και στρογγυλά ελληνικά», ενώ ο δάσκαλος ομνύει στη μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη («ο θείος Μαρωνίτης»), για την ακρίβεια, την ουσιαστική απόδοση του ομηρικού λόγου, αλλά και για την αποστασιοποίηση από το ιαμβικό μέτρο του δημώδους άσματος, με «τις ιδεολογικές προεκτάσεις». (Ως «ιδεολογία» θεωρείται μάλλον ο χαρακτήρας του δεκαπεντασύλλαβου, του «εθνικού των Ελλήνων στίχου». Αλλά αυτή η έκφραση έχει έννοια εθνοτική και όχι εθνικιστική: ο μετρικός ρυθμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου ως μίμηση ή απήχηση της χαμένης προσωδίας του ομηρικού δακτυλικού εξαμέτρου).
Στην ομηρολογική συζήτηση, ο δάσκαλος παρεμβάλλει ποιητικές ιδέες και στίχους από τα ιλιαδικά ποιήματα του Γ. Ρίτσου, τα οποία ο μαθητής χαρακτηρίζει «κλάψες». «Ένας κομμουνιστής κλαίει τη μοίρα του. Πουθενά Όμηρος». Κατά την άποψή του, το πνεύμα της Ιλιάδας το έχει αποδώσει ασυναγώνιστα, καλύτερα και από τον Καβάφη, ο Γ. Χειμωνάς, λέει παραθέτοντας στίχους από το Ο εχθρός του ποιητή (σ.240-241). Ο σοφός μαθητής συζητεί ισότιμα και «γενικότερα φιλολογικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα του Έπους».
Από το ατομικό στο συλλογικό, από το ηρωικό, το θαυμάσιο, την ποίηση και τον Λόγο περνάμε στη θλιβερή πραγματικότητα των συγκρούσεων, των δολοφονιών, της νυκτερινής κλοτσοπατινάδας και της πλατείας αντισυντάγματος. Ευτυχώς απουσιάζουν οι κάδοι απορριμμάτων με αποφάγια πολιτικής, οι λιποθυμίες στα νηπιαγωγεία της προπαγάνδας και οι ανοικονόμητες αυτοκτονίες.
Η τομή που κάνει το μυθιστόρημα στον νέο εθνικό μας διχασμό είναι μάλλον ηθογραφική (ηθολογική) και πολιτισμική παρά κοινωνιολογική ή πολιτική. Δεν αντιπαραβάλλεται, βέβαια, η ιλιαδική μάχη και η μήνις με την αθηναϊκή βατραχομυομαχία, η αριστεία των ηρώων με το νταηλίκι των κουκουλοφόρων και τη μαστούρα της οργής. Μόνο έμμεσα και προαιρετικώς συμπίπτουν τοπογραφικά η Ακαδημία του Πλάτωνα και ο Ίππιος Κολωνός με την Ακαδημία Πλάτωνος και τον Κολωνό των κουφιοκέφαλων. Τα ονόματα και οι φιλολογικές αναφορές λειτουργούν ειρωνικά. Το Έπος αναγραμματισμένο…
Οι νυκτοπορίες του καθηγητή στα ίχνη του χαμένου μαθητή του περιλαμβάνουν παρακολουθήσεις, επίσκεψη σε θύμα ξυλοδαρμού και άλλα ερευνητικά διαβήματα, ιδιαίτερα στον κόσμο των Αλβανών μεταναστών, σχεδόν εισβολή σε σπίτια της οικογένειας του Νάσου κ.τ.λ. Δεν αποφεύγεται η εμπλοκή του σε επεισόδια μεταξύ των αντιμαχομένων αλλά και ντίλερς, ενώ ακούγεται ο απόηχος της ντοπαρισμένης οργής στις πλατείες. Οι Αλβανοί μετανάστες, παρά την ουδετερότητά τους, γίνονται στόχος των ρατσιστικών ενστίκτων των υπερπατριωτών αλλά και των άλλων κάποτε. Στις δυτικές συνοικίες φαίνεται να επικρατούν οι αντίφα, αλλά οι χρυσαυγίετς «είχαν κερδίσει τις καρδιές των νοικοκυραίων». Η δολοφονία του Π. Φύσσα και οι αποκαλύψεις για την εγκληματική οργάνωση ανατρέπουν αυτό το κλίμα.
Πιο δύσκολα κατανοητή είναι η εξέλιξη του χαρισματικού μαθητή σε συνεργό των χρυσαυγιτών. Οι «αντίφα» κατηγορούν βλακωδώς τον δάσκαλο ότι αυτός έκανε φασιστάκι τον αγαπημένο του μαθητή. Ο Αργύρης βομβαρδίζεται από χρυσαυγίτικα σάιτ γεμάτα ομηρικές αναφορές και ίχνη κουλτούρας που δεν προσιδιάζουν σε κεφάλια του φασιστικού φυράματος. Αυτά φαίνονται σαν συνέχεια των φιλολογικών τιτιβισμάτων του ομηριστή με κοντά παντελονάκια, τώρα πασπαλισμένα ιδεολογικά με αντιδιαφωτισμό, καταλυτική κριτική της προόδου, της τεχνολογίας και του φιλελευθερισμού («το σημερινό παρά φύσιν πολίτευμα της δημοκρατίας»).
Η αιφνιδιαστική εισβολή του εξαφανισμένου μαθητή στο σπίτι του καθηγητή και η συζήτηση που ακολουθεί δεν λύνει το μυστήριο της εξέλιξης αυτής του μαθητή, αντίθετα, αυτός διαφωτίζεται για την προσωπική τραγωδία του δασκάλου.
Οι δολοφονίες και ο εκριζοσπαστισμός καλά κρατούν στον δημόσιο χώρο, ενώ στον ιδιωτικό έχουμε συναίνεση και ειρήνευση. Ο δάσκαλος κάνει ανακωχή με τους δικούς του δαίμονες και τις Ερινύες. Ετοιμάζεται να αποσυρθεί σ’ ένα νησάκι, απέναντι από την Τροία, όπως ο Αχιλλέας στη νήσο Λευκή, πενθώντας το θάνατο του Πατρόκλου. Ένας Αχιλλέας όλο λιγότερο ομηρικός, όλο περισσότερο ταυτισμένος με τον Αχιλλέα του Ρίτσου, «τον αποσυνάγωγο, τον ηττημένο». «Αρκετά με την Ιλιάδα. Αρκετά με το θέατρο της σκληρότητας».
Η άλλη άνιση μάχη, στο κείμενο, είναι ανάμεσα στην παράδοση του μυθιστορήματος μύησης και στη μεταμοντέρνα αυταφήγηση, επινόηση, επιμιξία, σ’ ένα κόσμο όπου «οι λέξεις δεν ταυτίζονται με τα πράγματα».