Βιβλιο

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης στην εποχή των ανακαλύψεων

Αυτή είναι η ζωή του όπως μας τη διηγήθηκε
Αγγελική Μπιρμπίλη
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης μιλάει στην Αγγελική Μπιρμπίλη & τον Γιώργο Σωτηρέλλο για τον υπαρξισμό, τους μπίτνικς, τη λογοτεχνία, την επιστημονική φαντασία.

Η Αγγελική Μπιρμπίλη και ο Γιώργος Σωτηρέλλος βρήκαν τον Κουτρουμπούση σε κάποιο σημείο του σύμπαντος και είχαν μαζί του μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης: Για τον υπαρξισμό, τους μπίτνικς και την μποέμικη ζωή, τη λογοτεχνία, την ποίηση και την επιστημονική φαντασία. Διαβάστε τη, αλλά μην παραλείψετε να αναζητήσετε τα βιβλία του. Είναι δυσεύρετα, αλλά αξίζουν τον κόπο. Και μην ξεχνάτε ότι κρατάνε το παιδί σας αλυσοδεμένο!

Ποιος ήταν ο Κρισγιαούρτι; Τι ήταν ο θάλαμος του Μυθογράφφ; Πού βρίσκονται τα καταστήματα της Παλιάς Σελήνης; Γιατί ο μεσιέ Αντρέ Μπρετόν μπορεί και να ήταν ένας κακός άνθρωπος; Τι Τρέχει, τελικά; Οι απαντήσεις βρίσκονται στο έργο του Πάνου Κουτρουμπούση. Συγγραφέας, ποιητής, εικαστικός και μπίτνικ par excellence, έγραψε πολλά χιλιόμετρα on the road σε μία εποχή που η περιπλάνηση είχε νόημα και το lifestyle ήταν επιστημονική φαντασία. Από την Παράγκα του Σίμου και την Ύδρα, στα café της Ρώμης και του Παρισιού, στο Λονδίνο, στους δρόμους της Ουάσινγκτον και στα χωριά του Μεξικού, ένα χρονικό δρόμου καταγράφεται πάνω σε κουτιά τσιγάρων, για να καταλήξει σήμερα στην εποχή των ανακαλύψεων.

Πάνο, τελικά υπήρξαν έλληνες μπίτνικ ή μιλάμε για ένα μύθο που έφτιαξαν οι δημοσιογράφοι;
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ακόμα η μόδα να κατασκευάζονται μύθοι και μάλιστα για τόσο ασήμαντες, για το πλατύ κοινό και τους ελέγχοντες τα πράγματα, κοινωνικές μικρο-παραλλαγές. Υπήρχε μια παρέα, ή μάλλον μια αλληλοσυνδέση από μικρές παρέες, απ’ τους οποίους κάτι λίγοι είχαμε πάει στο εξωτερικό ή είχαμε διαβάσει σουρεαλισμό, πράγμα που ‘χαν κάνει και οι αμερικάνοι μπιτ εξάλλου, ή όπως και εγώ, είχαμε διαβάσει τα πρώτα βιβλία του Μπάροουζ, του Κέρουακ, του Κόρσο, το περιοδικό “Evergreen Review” και μπορεί έτσι να θεωρηθεί ότι η τάση μας ήταν προς τα ‘κει.

Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του 60. Τότε δεν εμφανίζονται και οι πρώτοι ξένοι μπίτνικ στην Ελλάδα;
Οι ξένοι που έρχονταν στην Ελλάδα ήταν drifters και μπίτνικ αλλά όχι τόσο γνωστοί, εκτός από τον Γκίνσμπεργκ και τον Κόρσο, αλλά κι αυτοί τότε ήταν άγνωστοι έξω απ’ τις προσωπικές τους γνωριμίες.

Ποιοι πέρασαν τότε από την Ελλάδα;
Πέρασε ο Γκίνσμπεργκ, ο Κόρσο που έμεινε κιόλας –γιατί ο Γκίνσμπεργκ ήταν περαστικός πάντα, ο Σίνκλερ Μπέιλς, επίσης.  Νοτιοαφρικανός αυτός, είχε περάσει από τη σκηνή της Ταγγέρης και του Παρισιού, όπου αν δεν ήταν αυτός δεν θα έβγαζε ο Ζιροντιάς το “Naked Lunch” του Μπάροουζ στο Olympia Press, και από τότε είχε μείνει ανά διαστήματα στην Αθήνα.

Πώς έγινε η επαφή με όλους αυτούς;
Ήταν στο τέλος του ’61, νομίζω, που έρχεται ο Γκίνσμπεργκ, από Ινδίες, και είχε μαζί του την διεύθυνση του Σπύρου του Μεϊμάρη, ο οποίος είχε κάνει Σαν Φραντζίσκο ένα χρόνο και ήξερε τον Φερλινγκέτι. Αυτός έδωσε στον Άλεν διευθύνσεις στην Αθήνα. Ο Σπύρος έγραφε ποιήματα και ήταν μάλλον ο μοναδικός έλληνας μπιτ ποιητής. Ένα βράδυ τον φέρνει στου Ζαχαράτου στο Σύνταγμα και τον γνωρίζουμε. Πηγαίνουμε και με έναν άλλο Αμερικανό στο ξενοδοχείο του όπου είχε κάποιο περίεργο χόρτο και καπνίζουμε για πρώτη φορά. Μετά πήγαμε και φάγαμε στο «Παλιό Πανεπιστήμιο» στην Πλάκα, ένα παλιό ταβερνάκι, και εκτυλίχθηκε μία παραισθησιακή συζήτηση. Μια άλλη φορά τον ξενάγησε σε έναν πυργίσκο που είχαμε νοικιάσει στη Γιάννη Σταθά, μαζί με μια Αγγλίδα που ήταν στην παρέα τους. Τον Σίνκλερ Μπέιλς γνώρισα περισσότερο στις διάφορες επίσκεψη του στην Αθήνα. Ήμασταν φίλοι. Αυτός ήταν περίπτωση, έμπαινε και έβγαινε και στις κλινικές και προκαλούσε σκάνδαλα. Ο Μπέιλς πέθανε πρόπερσι στο Γιοχάνεσμπουργκ ταλαιπωρημένος με νοσοκομεία.

Εσείς ήσασταν σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα;
Μπα, δεν γυρνάγαμε ως ομάδα, ξέρεις, ξεφράχτοι μάλλον! Ήμασταν μια παρέα της πλατείας Συντάγματος, στον τότε Παπασπύρου, που σιγά-σιγά έγινε τώρα McDonald’s, που αργότερα μαζευόμαστε στο Βυζάντιο στο Κολωνάκι. Οι πιο γνωστοί για σήμερα θα ήταν ο Πουλικάκος που ήταν Κολωνακιώτης ούτως ή άλλως, ο Γιώργος ο Μακρής που ήταν και με τους μεγαλύτερους αλλά ενσωματώθηκε στην δική μας παρέα, ο Πάγκαλος με τον Άλκη Αγγελόπουλο, ανίψια και οι δύο του Τσίγκου του ζωγράφου, που και ο ίδιος καθόταν μαζί μας στο Βυζάντιο, ο Ακριθάκης αργότερα… Ο Τσαρούχης καθόταν καμιά φορά για λίγο και έλεγε τα ωραία του. Γυρνοβολάγαμε γενικά και περνάγαμε ανέμελα, με συζητήσεις, διαβάσματα, κοπέλες, χωρίς πρόβλημα για το μέλλον. Υπήρχαν όμως και άλλοι μπιτνικοειδείς ξένοι, Αμερικάνοι κυρίως, συγγραφείς, ποιητές, οι οποίοι ζούσαν εδώ και μερικοί απ’ αυτούς ήταν και στην παρέα μας και στα στέκια μας καθημερινά. Είχαν πιάσει κυρίως φθηνά σπιτάκια στα Αναφιώτικα στην Πλάκα. Το ίδιο και στην Ύδρα, στη Μύκονο λιγότερο. Η Αθήνα και η Ύδρα είχαν γίνει κέντρο παραμονής για μεγάλα χρονικά διαστήματα ξένων καλλιτεχνών καλλιτεχνιζόντων και μη γύρω στο ‘60 – ‘64.

Τότε έπαιξε πολύ και Ύδρα. Υπήρχε και Σχολή Καλών Τεχνών...
Εμείς μαζευόμασταν εκεί επειδή ήταν κοντινό νησί, ήταν ωραίο και δεν είχε ακόμα εμποροποιηθεί. Με τους ανθρώπους της Σχολής δεν είχαμε πολλή σχέση. Στην Ύδρα είχαμε βρει με τον Πάγκαλο και τον Αγγελόπουλο ένα έρημο σπίτι πάνω σε ένα βράχο, τελείως ερειπωμένο, με κήπο, επικίνδυνα σανίδι, και είχαμε σλίπινγκ μπαγκ που απλώναμε στο πάτωμα και κεριά, και όσοι ήταν μέναμε εκεί. Άλλοι έφευγαν, άλλοι έρχονταν. Βασικά έμενα εγώ και ζωγράφιζα. Συχνά ερχόταν και ο Πουλικάκος. Πηγαινοερχόμασταν συνέχεια με κουρελιασμένα ρούχα επίτηδες. Δεν ξεπλέναμε τα αλάτια από τα μπάνια και μοιάζαμε με ψαράδες. Εγώ κυκλοφορούσα συνέχεια ξυπόλυτος, πάντα με κάποιο βιβλίο στο χέρι. Οι ντόπιοι δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία, είχαν συνηθίσει και από τους ξένους. Το πολύ να σου έλεγαν, ρε παιδάκι μου θα πατήσεις κανένα γυαλί.

Εκείνη την εποχή ζούσε και ο Κοέν στην Ύδρα;
Ήταν εκεί και ανακατευόταν στην παρέα. Μερικές νύχτες με φεγγάρι έλεγε σε δυο τρεις από μας, έλληνες και ξένους της στενής παρέας, να πάμε απ’ το σπίτι του. Είχε μεγάλη αυλή με ασπρόμαυρα πλακάκια, σαν αυλή αραβική, και ήταν και η Σούζαν μαζί του τότε, και περνούσε η ώρα με τον Κοέν να τραγουδάει με κιθάρα. Όχι δικά του, τότε ήταν μόνο ποιητής. Ωραίες εποχές! Ήταν δύο μπαρ, το Πορτοφίνο και η Λαγουδέρα του Μπάμπη, και βρισκόμασταν εκεί από την άνοιξη μέχρι το Σεπτέμβριο.

Το Πορτοφίνο το είχε ο Χριστόφορος, ένας τύπος ήδη μεγάλος σε ηλικία, κυριλέ, με μπλέιζερ, αλλά βίος και πολιτεία. Υπήρχε και ένα άλλο πάνω στο Κανόνι που το είχε ο Ντιν Ντον, όπως τον φώναζαν επειδή είχε κάνει στη Γαλλία, αλλά δεν ήξερα πότε το πραγματικό του όνομα.

Μύκονο πηγαίνατε;
Στη Μύκονο πηγαίναμε, αλλά δεν είχαμε συνεχή ροή, κυρίως ήταν η Ύδρα.

Ο Τύπος ασχολούνταν μαζί σας;
Εκείνη την εποχή όλοι αυτοί κι εμείς ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα και ο Τύπος δεν ασχολούνταν. Περισσότερο είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν με το Σίμο, ο όποιος εμένα τουλάχιστον με ενδιαφέρει πιο πολύ σα φαινόμενο. Δεν υπήρχε τίποτα πριν από τον Σίμο στην Ελλάδα. Η περίπτωση Σίμου και η Παράγκα που ξεκίνησε παλαιότερα, το 1952, και ο ιδιάζον υπαρξισμός του είναι μοναδικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Αλλά και στον κόσμο όλο. Απ’ ότι ξέρω από μοντέρνα ιστορία του δυτικού κόσμου, υπήρχαν σαλόν φιλολογικά ή καλλιτεχνικά ή μουσικά ή καφέ που ήταν στέκια ανθρώπων της τέχνης, και εδώ κι αλλού, όμως ποτέ δεν υπήρξε, ούτε πριν ούτε μετά την Παράγκα του Σίμου, ένα τέτοιο κέντρο πραγματικά λαϊκό, ελεύθερο για όλους σχεδόν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.

Η Παράγκα είχε να κάνει τελικά με υπαρξισμό ή ήταν απλώς εκκεντρικότητες;
Εκκεντρικότητες και υπαρξισμός το ίδιο δεν είναι; Ο Σαρτ δηλαδήμε το ένα μάτι το στραβό και το τσιμπούκι κεντρικότητα δεν ήταν; Ξέρω γω; Υπαρξισμός λέγανε όλοι άρα υπαρξισμός ήταν! Σε στυλ ελληνικός υπαρξισμός, όλοι μέσα, ελευθερία, χαρά… Όχι όμως με την έννοια της σεξουαλικής ελευθερίας· όχι όργια που κατηγορούσαν οι αρχές σε δίκες αργότερα, δεν ήταν αυτό το θέμα.

Δεν το σήκωνε η εποχή;
Ναι, αλλά δεν το σήκωνε και η νεολαία. Δηλαδή οι ίδιοι οι νέοι προτιμούσα να συζητάνε, να βρίσκονται όλοι μαζί. Δεν ήταν ότι ήθελα να κάνω σεξουαλική επανάσταση ή επανάσταση με ναρκωτικά. Καλά καλά αυτά δεν είχαν ξεκινήσει ούτε στην Αμερική. Είχε όμως ξεκινήσει το ροκενρόλ. Η Παράγκα ήταν ένας χώρος πραγματικός όπου μαζεύονταν κάθε είδους άνθρωποι, από τον Γιώργο τον Μακρή και τον Πάγκαλο μέχρι νεαρούς και κοπέλες από τον Πειραιά και όλες τις γειτονιές. Η περίοδος του Σίμου που ήταν πιο φτωχική, με ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί ήταν πρώτη και αυθεντική. Τότε υπήρχε αναβρασμός, ήταν όλοι σε ένα στέκι.Κράτησε μέχρι το ’54-‘55.

Πώς διαλύθηκε;
Απλώς διαλύθηκε κάπως. Εγώ πήγα Ιταλία για κινηματογράφο. Εκείνη την εποχή άρχισε να την πέφτει και η αστυνομία στο Σίμου και στο τέλος τον έκλεισαν. Έφυγε κι αυτός για την Ευρώπη.

Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Ήμουν 18 χρόνων. Είχα τελειώσει το σχολείο. Ήμουν στο Κολέγιο Αθηνών. Χρήσιμο ήταν το Κολέγιο σαν εκπαίδευση αλλά πιο πλάκα είχε το δημόσιο που πήγα μετά.

Στην Ιταλία πόσο έμεινες;
Πήγα το ’55-‘57 για δύο χρόνια για κινηματογράφο. Στη σχολή Centro Sperimentale di Cinematografia που ήταν στη Ρώμη , απέναντι από τη Τσινετσιτά. Είχε καλή φήμη, έδιναν διαλέξεις από τον Φελίνι και άλλους γνωστούς σκηνοθέτες. Έδινες εξετάσεις και αν πέρναγες φοιτούσες δωρεάν. Μετά γύρισα στην Ελλάδα και δούλεψα μερικά χρόνια βοηθός σκηνοθέτη σε κάτι ταινίες τύπου Δαλιανίδη και μια δυο ξένες παραγωγές. Έπειτα άρχισε το Παρίσι.

Στο Παρίσι τι έκανες;
Κάποιος νοίκιαζε ένα δωμάτιο και μέναμε, κοιμόμασταν στο πάτωμα, μποέμικη ζωή. Ήταν όλα φθηνά, με το τίποτα μπορούσες να την βγάλεις. Έτρωγες στις λέσχες των σπουδαστών, στα καφέ καθόσουν όλη μέρα με ένα γαλλικό, έβλεπες γνωστούς που έρχονταν και έφευγαν. Στο Σεντ Ζερμέν πήγαιναν όλα τα γνωστά ονόματα αλλά ήταν πιο χύμα, τώρα βλέπεις μόνο τουρίστες και κοσμικούς. Πηγαινοερχόμασταν Λονδίνο και Παρίσι. Συχνάζαμε στο καφέ Τούρνο που υπάρχει ακόμα και σύχναζαν ποιητές και άφραγκοι. Επίσης στο Μονπαρνάς στην Κουπόλ και στο Σελέκτ, πιο μποέμικο αυτό. Δε δουλεύαμε. Εγώ έπαιζα πολύ φλιπεράκι. Τότε έγραφα και τις πρώτες ιστορίες και ταχυδράματα για τον Κρισγιαούρτι. Και στην Αθήνα, στου Παπασπύρου στο πατάρι καθόμουν επίσης και έγραφα. Και τα ποιήματά τότε άρχισαν να γράφονται. Καθόμουν 3-4 ώρες και έγραφα παρακολουθώντας και την κίνηση από το τζάμι.

Έχω δει μια φωτογραφία σου στο Μπραζίλιαν, στη Βουκουρεστίου...
Την έβγαλε ο Φασιανός. Κρέμασε πολλές όλων των γνωστών θαμώνων και μου είπε «φέρε και μια δική σου». Αν και εγώ από διανοουμένων στέκια σύχναζα βασικά στο πατάρι του Λουμίδη στη Σταδίου. Μαζεύονταν διάφοροι γνωστοί. Εγώ έκανα παρέα με τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Τέο Σαλαπασίδη, που ήταν τύπος σταράτος και καβγατζής. Είχε κάνει και μια ταινία, που δεν τελείωσε ποτέ. Ο Λεωνίδας ο Χρηστάκης ερχόταν επίσης στον Λουμίδη, ο Χριστοδούλου, ο  Καρούζος,  ο Λύκος,  ο Κατσαρός,  μερικοί ηθοποιοί. Ο Βαλαωρίτης σύχναζε στο Μπραζίλιαν, όχι στου Λουμίδη. Η επαφή με τον Νάνο Βαλαωρίτη έγινε αργότερα με το «Πάλι».

Το «Πάλι» πότε βγήκε;
Το 1964. Βγήκαν 5 τεύχη με ένα διπλό, οπότε υπάρχει και το Νο 6. Εγώ ήμουν στο Παρίσι το ‘63, χειμώνα ’63-‘64. Δεν ήμουνα εδώ όταν το στήσανε. Ήδη με τον Πουλικάκου κάναμε παρέα από το 1962 που τότε γνωριστήκαμε στο Βυζάντιο. Το καλοκαίρι Ύδρα και το χειμώνα με στρατιωτικές ζακέτες και βιβλία στις τσέπες. Τον Απρίλιο του’63 οργανώνουμε το πρώτο χάπενινγκ στην μπουάτ Συμπόσιο. Σ’ αυτό, ανάμεσα σε συνεργασίες και παρουσιάσεις και τραγουδάκια των δυο μας και της παρέας μας, ο Πουλικάκος μετέφρασε και διάβασε Λοτρεαμόν και εγώ μετέφρασα και διάβασα Μπάροουζ και Κέρουακ για πρώτη φορά εδώ. Ακόμα διαβάσαμε Εγγονόπουλο και Εμπειρίκο και μια επιστολή που δήθεν είχαμε στείλει στον Μπρετόν να μας απαντήσει σε ένα βασικό, λέει, ερώτημα που μας απασχολούσε: γιατί οι δημιουργοί θέλουν πάντα να βγάζουν κάτι καινούργιο και δεν ικανοποιούνται με την επανάληψη των πρωτοτύπων των έργων του παρελθόντος! Κάτι τέτοιο. Αυτά ήταν χρόνια πριν ο Πουλικάκος γίνει μουσικός και καρατερίστας σε ταινίες και τηλεόραση. Από τότε λέγαμε, ρε, γαμώτο, δε βγάζουμε κανένα περιοδικό, γιατί είμαστε μεταξύ μπιτ και σουρεαλισμού στο φουλ της μελέτης των θεμάτων αυτών. Μου γράφει λοιπόν στο Παρίσι: «Θα βγάλουμε ένα περιοδικό, στείλε τι έχεις». Και έστειλε ένα διήγημα που ήταν σουρεαλιστικό – εμπειρικό μάλλον, που μπήκε στο πρώτο τεύχος.

Ποιοι ανακατεύονται με το «Πάλι»;
Εγώ εκ των υστέρων έμαθα ότι ο Χρηστάκης έφερε σε επαφή τον Πουλικάκο με το Βαλαωρίτη, ο όποιος έλεγε να βγάλει κάτι να σπάσουν το λογοτεχνικό κατεστημένο. Και έτσι ο Πουλικάκο, ο Χρηστάκης, ο Βαλαωρίτης, ο Μακρής και σε δεύτερη φάση η Μαντώ Αραβαντινού ξεκίνησαν την υπόθεση. Ο Χρηστάκης αποσύρεται ήδη πριν από το πρώτο τεύχος γιατί δεν συμφωνούσε με την ύλη. Είχε ήδη βγάλει και το «Τέχνη» στην Αθήνα μετά τον «Κούρο» και το σκεφτότανε κάπως διαφορετικά, ήθελε το δικό του στυλ. Μέρος του «Πάλι» ήταν έτσι όπως το βλέπαμε εμείς, όχι όμως όλο. Τελικά, επειδή ο Βαλαωρίτης ήταν αυτός που είχε τις περισσότερες επαφές και τα λοιπά, ενώ εμείς βαριόμασταν, δηλαδή δεν ήμασταν συστηματικοί να διαβάζουμε την ύλη, τι θα μπει και τα λοιπά, έμεινε βασικά ο Βαλαωρίτης κουμανταδόρος του «Πάλι». Και ο Ταχτσής, για λίγο μετά αλλά βασικό ο Βαλαωρίτης. Και έτσι τελικά σχεδόν το παρατήσαμε από τεμπελιά και από άλλα του δρόμου ενδιαφέροντα. Ήμασταν βέβαια επιτροπή και όταν βρισκόμαστε ακούγαμε πιο κομμάτι θα μπει και λέγαμε καμιά γνώμη.

Και κάποια στιγμή η έκδοση διακόπηκε…
Σταμάτησε να βγαίνει λόγω του ότι ερχόταν δικτατορία. Το ‘66 βγήκε το τελευταίο. Σκεφτόμασταν τι να κάνουμε, μάλιστα ο Βαλαωρίτης σε μια συνάντηση μου είχε πει την ιδέα να βγει ένα τεύχος αφιερωμένο στην επιστημονική φαντασία  και να το αναλάβω εγώ, ίσως για να με ενεργοποιήσει. Όμως δεν έγινε, έφτασε και η δικτατορία και αρχίσαμε να φεύγουμε.

Έκανες όμως κάποιο φιλμ την 21η Απριλίου!
Πριν την 21η Απριλίου του ‘67 είχα την ιδέα να κάνω ένα μικράκι 8 mm με τίτλο «Ο Χίτλερ ζει». Ήθελα τον Σπύρο τον Μεϊμάρη για Χίτλερ, αλλά δεν ήθελε και βρήκα τον Τάσο τον Φαληρέα. Και στις 20 Απριλίου κάνουμε ένα γύρισμα σε ένα σπιτάκι που νοίκιαζα τότε στην Πλάκα, που όμως βγήκε τρομερά υποφωτισμένο. Που να σκεφτούμε ότι την άλλη μέρα θα ‘βγαιναν τα τανκς; Αλλά ξαναλέω του Μεϊμάρη και δέχεται, και την επόμενη, δηλαδή 22 Απριλίου, γυρνάω λίγα λεπτά με αυτόν ως Χίτλερ να κάνει περίπατο από την Πλάκα έως το Σύνταγμα και να καταλήγει σε τραπεζάκι στου Παπασπύρου. Ήταν περίεργη συγκυρία για τέτοιο θέμα.

Είχες προταθεί υποψήφιος για αντιπρόεδρος της Βουλής πριν τη δικτατορία!
Ήταν το ‘66 που κάνανε όλο ψηφοφορίες για το προεδρείο και με ψήφισε ο Λεωνίδας Λακάκος, ένας βουλευτής της Μεσσηνίας που ήταν όμως πρώην κολεγιόπαις, λίγο μεγαλύτερος. Ερχόταν καμιά φορά στου Παπασπύρου και μας ήξερε και μας έλεγε ότι πήγαινε στο Παρίσι να κουρευτεί και τέτοιες ιστορίες. Αυτός έδωσε το όνομά μου για δεύτερο γραμματέα της Βουλής! Για να δείξουν τον ξεφτιλισμό της πολιτικής κατάστασης τότε, έγραψε ο Τύπος ότι «μεταξύ των υποψηφίων βουλευτών είχε παρουσιαστεί σε ψηφοδέλτιο και το όνομα Κουτρουμπούσης και απ’ ό,τι ξέρουμε Κουτρουμπούσης είναι ένας Έλληνας μπίτνικ που συχνάζει στο Βυζάντιο!». Της «Μεσημβρινής» ήταν.

Σε ενδιέφερε ποτέ η πολιτική;
Δεν ήμασταν πολιτικοποιημένοι εκτός από τον Πάγκαλο. Είχε όμως φύγει πριν τα Απριλιανά στην Ελβετία που ήταν οι γονείς του και μετά Παρίσι. Μαζευτήκαμε στο Παρίσι η Μήτσορα με τον άντρα της, εγώ με την Κέιτ – δεν είχαμε παντρευτεί ακόμα – ο Πουλικάκος, ο Φασιανός, ο Τσαρούχης ήρθε. Θυμάμαι μάλιστα που έλεγε «τι είναι αυτοί οι χίπηδες, εγώ είμαι χίπης χρόνια!»

Εγώ εκείνη την εποχή έκανα κάτι εξώφυλλα και εικονογραφήσεις περιοδικών και έκανα και σκίτσα για τον εαυτό μου και συνέχιζα να γράφω μικρές ιστορίες. Πολλά ποιήματα είναι εκείνης της εποχής.

Τον Μπρετόν τον γνώρισες; Γιατί απ’ ό,τι έχω καταλάβει δεν τον πολυσυμπαθείς…
Όχι καθόλου, λόγω του ήταν λίγο τυραννική η κατάσταση του επίσημου σουρεαλισμού. Ναι μεν ήταν βασικός και θεωρητικός ο Μπρετόν αλλά η άποψή του ότι «ό,τι κάνω ή πω εγώ είναι νόμος και υπάρχουν ποινές άμα κάνει ή πει ο άλλος κάτι διαφορετικό από τον νόμο» είναι απαράδεκτη. Κάπως μούχλα. Με κάτι τέτοια κατέστρεψε τον Νταλί, που το γύρισε πικραμένος στη φιλοκερδία και τη φανφάρα, και τον Αρτό, που όντας και υπερευαίσθητος αποτρελάθηκε, και άλλους μερικούς. Δεν τον έχω γνωρίσει βέβαια. Τον έχει γνωρίσει όμως ο Βαλαωρίτης.

Γνώρισες όμως τον Μπάροουζ. Του πήρες και συνέντευξη.
Τη συνέντευξη του Μπάροουζ την είχα πάρει το ’84. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, την έβαλα στο ΚΛΙΚ μετά λίγο καιρό. Ήμουν στη Φωνή της Αμερικής και ο Μπάροουζ είχε έρθει στην Ουάσιγκτον για να παρουσιάσει ένα έργο του. Από τον Τύπο έμαθα ότι ήταν στην Ουάσιγκτον και σε ποιο ξενοδοχείο. Τηλεφώνησα λοιπόν στο ξενοδοχείο και έκλεισα ένα ραντεβού για συνέντευξη υποτίθεται για τη Φωνή της Αμερικής! Που τώρα η Φωνή της Αμερικής να βάλει Μπάροουζ! Τα κοιτάγανε όλα λέξη προς λέξη, π.χ. να μην πεις «σύντροφε»! Η λέξη «σύντροφε» απαγορευόταν γιατί πήγαινε στο κομουνιστικό.

Τι τύπος ήταν;
Έτσι όπως νομίζουμε. Στυγνός, αγέλαστος και καθόταν εκεί μπροστά το μαγνητοφωνάκι που είχα εγώ και κρατούσε ένα κουτί σπίρτα τα οποία ανοιγόκλεινε συνεχώς και έκάνε κράτς κράτς, αλλά δεν μπορούσα να του πω τίποτα. Δεν τόλμησα να του πω «σταμάτα λίγο γιατί δεν ακούγεσαι», τον άφησα. Μπορεί να το έκανε και επίτηδες!

Ήταν συνεργάσιμος;
Έ, απαντούσες στις ερωτήσεις, με άφησε να τον πάρω και φωτογραφία στο παράθυρο. Ο μάνατζερ του, ένας Γερμανός, είχε ξαπλώσει το κρεβάτι του και ο Μπάροουζ καθόταν στο τραπέζι. Τον έβαλα μάλιστα να υπογράψει ένα τετρασέλιδο περιοδικό φωτοτυπία που είχα φτιάξει, είχα βάλει μια φωτογραφία του από πίσω και μία δική μου στο BBC με ρεπούμπλικά, δήθεν παλιός δημοσιογράφος. Του λέω, εδώ σας έχω βάλει και εσάς, βάλτε μου ένα αυτόγραφο. Λέει, εντάξει. Υποτίθεται ότι λέει πως αυτό το περιοδικό δεν θα βγει ποτέ ούτε τ’ άλλα θα βγουν και εγώ του λέω «Άντε γαμήσου ρε Μπάροουζ»! Και υπέγραψε αυτός από πάνω! Το έχω αυτό το περιοδικό.

Τι άλλο έκανες στην Αμερική;
Στην Αμερική έμενα στην Ουάσινγκτον. Δούλευα στη Φωνή της Αμερικής, στο ελληνικό τμήμα. Ήταν σκέτη προπαγάνδα αμερικανική του τύπου «η Αμερική είναι τέλεια και οι Ρώσσοι είναι κτήνη». Οι δύο πόλοι αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Στην Ουάσινγκτον έμεινα δύο χρόνια, αλλά από εκεί έφυγα μόνος μου, παραιτήθηκα. Δεν μπορούσα την Ουάσινγκτον… Από τότε άρχισα να συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ τα στραβά της Αμερικής. Όταν πήγα έλεγα «η χώρα της ευκαιρίας». Όμως απογοητεύτηκα. Η Ουάσινγκτον ήταν τρομερή περίπτωση και σήμερα πρέπει να είναι ακόμα χειρότερα. Όλη η κοινωνία της ασχολείται με τα πολιτικά. Παντού βλέπεις αυτή την ατμόσφαιρα. Σαν να είσαι στην κοιλιά του θηρίου, στο κέντρο της εξουσίας. Η ΝΥ γύρω στο ‘83 ήταν επίσης τα κάτω της. Πολλή εγκληματικότητα, πολλή λέρα, τσαλαπατημένη. Το καλό της Αμερικής ήταν ένα ταξίδι στο Μεξικό, που ήταν θαυμαστή εμπειρία. Νοικιάσαμε ένα Φολκσβάγκεν και κάναμε ένα γύρο απ΄ το Μέξικο Σίτι  ως τον Ειρηνικό και απ’ το Ακαπούλκο πίσω στο Μέξικο Σίτι απ’ τα βουνά.

Αν και είχες πάει ως λάτρης της αμερικανικής κουλτούρας…
Όχι όλης της αμερικανικής κουλτούρας, με το μπιτνικισμό ήδη περιορίζεται κάνεις. Κυρίως τα παλιά κόμικς, το science fiction και ο παλιός κινηματογράφος.

Και το ροκ’ν’ρόλ;
Το ροκ’ν’ρόλ το παρακολουθούσε ουσιαστικά από την εποχή της Παράγκας, αλλά όχι μόνο ροκ’ν’ρόλ. Ευχαριστιέμαι να ακούω κάθε είδους μουσική. Δημοτικά κι άλλα έθνικ, ποπ, τζαζ σίγουρα, ρεμπέτικα, ρομαντικά όπως ο Αττίκ, γιαπωνέζικα, κλασική, ακόμα και άριες.

Από βιβλία;
Άρχισα με βιβλιαράκια του Καραγκιόζη και «Μάσκα», αλλά διαβάζω επιστημονική φαντασία σχεδόν από 14 ετών. Ενώ στο Κολέγιο στα αγγλικά ήμουν μέτριος τον πρώτο χρόνο, από το 1948 και μετά που ανακαλύπτω τα κόμικς γίνομαι από τους πρώτους το τμήμα! Αρχίζω να διαβάζω φανταστικά και science fiction συνεχώς. Τα ποιήματα του «Η εποχή των ανακαλύψεων» είναι επιστημονικής φαντασίας τελείως εκτός από 2-3, άντε 4-5, είναι science fiction. Για μένα, το γράψιμο και στα διηγήματα και στα ποιήματα περισσότερο είναι επιστημονική φαντασία και σουρεαλισμός μαζί.

Επιστημονική φαντασία και σουρεαλισμός μαζί ακούγεται λίγο σαν υβρίδιο...
Δεν με ενδιαφέρουν ούτε το μεταμοντέρνο, που είναι κανιβαλιστικά αναμασήματα λόγω έλλειψης έμπνευσης, ούτε η ομφαλοσκόπηση των προσωπικών εμπειριών και ευαισθησιών και κοινωνικών εμβαθύνσεων ή τα δράματα απιστίας, οι μητέρες χωρίς άντρα, ο κόσμος απ’ τα μάτια των παιδιών, οι ψυχοβωμένοι και όλα τα τέτοια θέματα με τα οποία ασχολείται η λογοτεχνία της ροής του mainstream, και που δεν είναι πάρα γέννημα της θεματολογίας του βιομηχανικού Χόλιγουντ που δυναστεύει κάθε κουλτούρα και σκοπό έχει μόνο να μαλάξει τις πλειοψηφίες. Και ήδη δεν με ενδιέφεραν από τότε ότι, όταν τα έγγραφα αυτά τα ποιήματα, πριν από αρκετά χρόνια.

Βιβλίο με ποιήματα δικά σου πρώτη φορά βγαίνει;
Μερικά είχανε μπει στο «Πάλι» και στο «Τραμ», μερικά σε science fiction περιοδικά, λίγα πράγματα. Ο εκδότης της futrura, ο Μιχάλης Παπαρούνης, πρότεινα να τα δημοσιεύσει όλοι γιατί έχει σκοπό να βγάλει σειρά με δίγλωσση ποίηση. Έτσι που τα βλέπω λοιπόν τα πράγματα, δεν μπορώ να περιμένω τα ποιήματά μου να μπορούν να συμπεριληφθούν στην ποιητική πραγματικότητα της Ελλάδας ή και κάποιων άλλων χωρών, εκτός από Αμερική ίσως. Η δουλειά μου είναι νομίζω σαν να μιλάω για τον κόσμο του ατόμου και την φυσική περισσότερο - ειδικά κάτι μικρά που έχω- πάρα για την κοινωνία των ανθρώπων όπως είναι γύρω μας.

Αναφέρονται συχνά τα ποιήματα σε απελπιστικά μέλλοντα...
Ναι, εξάλλου σε 100 χρόνια μπορεί να μην υπάρχουν ούτε άντρες ούτε γυναίκες. Μόνο μαλάκες, όπως λέει ένας και στο «Trainspotting». Είναι απλά από μια άποψη και από την άλλη θέλω να υπάρχει κινούμενη άμμος κάτω απ’ την επιφάνεια τους που γίνεται αντιληπτή αργότερα, ίσως σε δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση. Θέλω πέρα από την καθημερινότητα, στο άγνωστο, που ‘λέγε και το τραγούδι, με βάρκα την ελπίδα. Εκεί που κατά κανόνα μας πάει και η επιστημονική φαντασία και ο σουρεαλισμός, σε απάτητα χωράφια. Πρέπει να τα δει κανείς αυτά τα ποιήματα σαν να βρίσκεται σε ένα μελλοντικό κόσμο, αν και σε μερικά υπάρχει και η ανθρώπινη τρυφερότητα. Ή μάλλον, η νοσταλγία της ανθρωπιάς. Μία νοσταλγία που έχει μεν σχέση με το παρελθόν, αλλά με άποψη εξτρεμιστική. Η τάση μου στη φαντασία προσπαθώ να πηγαίνει στο απώτερο μέλλον, ακόμα και πέρα από το ανθρώπινο μέλλον ίσως; Οπότε μπορεί να θεωρηθεί ποίηση επιστημονικής φαντασίας, η καλύτερα speculative poetry που θα την έλεγαν οι αγγλόφωνοι. Ποίηση της εικασίας, της φευγαλέας εικασίας… Πο, πο! Αρκετά!

Εκτιμάς κάποιο ποιητή;
Τον Εγγονόπουλο τους δικούς μας ιδιαίτερα. Και τον Καβάφη ιδιαίτερα. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, μπορεί να είναι κι άλλοι καλοί σημερινοί αλλά δεν την παρακολουθώ την ποίηση. Δεν είμαι εν ενεργεία ποιητής, ούτε ήμουν ποτέ, αυτά είναι σχεδόν όλα που έχω γράψει. Στα διηγήματα εγώ σκοπεύω να συνεχίσω’ δεν σκοπεύω όμως να γράφω ποιήματα συστηματικά. Γι’ αυτό διαβάστε τώρα γιατί δεν θα τα ξαναδείτε! (γέλια)


Οι Φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Πάνου Κουτρουμπούση.

Δείτε το μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον Πάνο Κουτρουμπούση εδώ