Βιβλιο

Πώς είδε μια έξυπνη Δανέζα την Αθήνα του 1839 - 1852

Το βιβλίο της Χριστιάνας Λυτ «Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα. Μαρτυρία μιας εποχής. Σημειωματάριο, Ημερολόγιο, Γράμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερμής

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 694
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βιβλίο της Χριστιάνας Λυτ «Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα. Μαρτυρία μιας εποχής. Σημειωματάριο, Ημερολόγιο, Γράμματα», σε μετάφραση - επιμέλεια και σχόλια της Αριστέας Παπανκολάου Κρίστενσεν, που κυκλοφορεί ανατυπωμένο από τις εκδόσεις «Ερμής» (αρχική έκδοση 1981) αποτελεί διαρκές και εν πολλοίς χιουμοριστικό σχόλιο για τον τόπο και την εποχή του, σε βαθμό που τελικά καταλήγει  αναντικατάστατο για το σημερινό αναγνώστη.

Συνοπτικά, η Δανέζα Χριστιάνα Φίσερ παντρεύτηκε τον Γερμανό (από το πολύ κοντινό της Χόλσταϊν) θεολόγο Α.Φ.Χ. Λυτ, που ήταν προσωπικός ιερέας της Αμαλίας, πριγκίπισσας του Όλτενμπουργκ (όλοι οι παραπάνω προτεστάντες) και πήγε να ζήσει μαζί του. Όταν η Αμαλία έγινε βασίλισσα στην Ελλάδα, μετά τον γάμο της με τον (καθολικό ) Όθωνα της Βαυαρίας, οι Λυτ (μαζί με την αδερφή της Χριστιάνας, τη Χάννε) εγκαταστάθηκαν στο νεαρό βασίλειο και έζησαν στην Αθήνα του 1839-1852, όπου έμαθαν ελληνικά κι έκαναν παιδιά που επίσης έμαθαν ελληνικά. Το 1852 υποχρεώθηκαν να φύγουν από τη χώρα και γύρισαν στη Γερμανία. Μετά τον θάνατο του άντρα της, η Λυτ γύρισε στην πατρίδα της, όπου και πέθανε το 1900.

Το χορταστικό βιβλίο του «Ερμή» συναπαρτίζεται από τα εξής μέρη:

Α. Εισαγωγή της επιμελήτριας, πολύ κατατοπιστική

Β. Το Σημειωματάριο της Λυτ: παραλείπονται οι πρώτες σελίδες, που δεν έχουν ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη, μεταφράζονται όμως καταλεπτώς όλα όσα αφορούν το ταξίδι τους προς την Ελλάδα (που ξεκινάει την 1η του Σεπτέμβρη του 1839, με ατμόπλοιο από την Τεργέστη), και την παραμονή της στην Αθήνα, μέχρι το αντι-οθωνικό κίνημα του Σεπτέμβρη 1843

Γ. Δεκαεξασέλιδο ένθετο με ιλουστρέ εικόνες εκτός κειμένου, οι λεζάντες των οποίων συνδέονται με αναφορές στα κείμενα της Λυτ

Δ. Ημερολόγιο 1.9.1843  - Μεγάλο Σάββατο του 1845

Ε. Γράμματα από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου καταγράφονται ταξίδια που έκανε η Λυτ το 1846. Πρόκειται για αντίγραφα από ταξιδιωτικά ημερολόγια που έστελνε στους δικούς της στη Δανία.

ΣΤ. Δεκαεξασέλιδο ιλουστρέ ένθετο με σχέδια της Χάννε Φίσερ, από τη ζωή των Λυτ στην Ελλάδα

Ζ. 217 (εξαιρετικά) σχόλια της επιμελήτριας, που φωτίζουν με λεπτομέρειες πολλά από τα γραφόμενα της Λυτ και ωθούν τον επιμελή αναγνώστη σε χρήσιμους συσχετισμούς

Η. Βιβλιογραφία

Θ. Ευρετήριο ανθρωπωνυμίων.

Η αξία των γραπτών της Χριστάνας Λυτ είναι πολλαπλή. Βλέπουμε, πρώτα πρώτα, το πώς ωριμάζει σταδιακά ένα νιόπαντρο κορίτσι και πώς γίνεται και γυναίκα και μάνα σε ξένο τόπο. Παρακολουθούμε πώς ένα ανήσυχο πνεύμα σχολιάζει την πολυσχιδή  κοινωνία της τοτινής Αθήνας, μιας πόλης που είχε αρχικά λιγότερους από 10.000 κατοίκους, κι όμως στέγαζε Έλληνες, Αρβανίτες, Βαυαρούς κι άλλους Γερμανούς, Δανούς, Βρετανούς, Αυστριακούς, Γάλλους, Τούρκους κ.λπ., και φυσικά ορθόδοξους, διαμαρτυρόμενους, καθολικούς, κι ακόμα παλατιανούς, κινηματίες, ορεσίβιους, ληστές, αγρότες κ.λπ. Χαμογελάμε από τις συγκρίσεις που η έξυπνη Δανέζα επιχειρεί ανάμεσα σε γεωγραφικά κλίματα, εθνολογικές ιδιαιτερότητες, αρχαία και νέα Ελλάδα κ.λπ., αλλά και από την αυτοσκωπτική διάθεση για το νοικοκυριό, τους συγκατοίκους της, το σταδιακό ενδιαφέρον της για την πολιτική (που πριν το κίνημα του 1843 δεν την απασχολούσε διόλου) κλπ. Αλλά και μεις οι ίδιοι, όσοι και όσες αθηναιολογούμε, χαμογελάμε (ή και πικραινόμαστε, ανάλογα) καθώς προχωράμε σε «αυτόματες» αναγνωστικές συγκρίσεις, αντιπαραβάλλοντας ποικίλες πλευρές της τοτινής μας πόλης με τη σύγχρονη.

Θα ήθελα τώρα να παραθέσω λίγα αποσπάσματα που δείχνουν, ανάμεσα στ’ άλλα, και  το συγγραφικό στιλ της Λυτ:

«Η βασίλισσα ήταν κοντή, όμορφη, με θαυμάσια χαρακτηριστικά... Επαινούσε διαρκώς την Ελλάδα, ας ήταν καλά ο Βορράς που πλήρωνε».

«Αν κάποιος... ενδιαφέρεται για την ιστορία της χώρας και τα αρχαία μνημεία  κι έχει ξεπεράσει το στάδιο της καταστροφής που έχει γίνει σ’ αυτά, τότε υπάρχουν πολλά πράγματα να δει. Αλλά πρέπει ν’ αρκεστείς σ’ αυτά, γιατί δεν υπάρχει άλλου είδους διασκέδαση». 

«Δίπλα μας έμενε η γαλλίδα δούκισσα της Πλακεντίας… Είχε μια μοναχοκόρη που πέθανε όταν ήταν δεκάξι χρόνων και διατηρούσε το λείψανό της σε οινόπνευμα μέσα σ’ ένα γυάλινο φέρετρο στο υπόγειο του σπιτιού της. Εκεί κατέβαινε πού και πού για να κλάψει την κόρη της».

«Περίπου δυο μίλια από την Αθήνα, είχε γίνει μια παροικία, το Ηράκλειο, από πρώην στρατιώτες και αγρότες Γερμανούς… Οι περισσότεροι ήταν καθολικοί… υπήρχαν όμως και διαμαρτυρόμενοι. Προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Γερμανίας, κι ήταν έντονη η διχόνοια και το μίσος ανάμεσά τους».

«Ο Καλλέργης ορίστηκε διοικητής της Αθήνας κι υπασπιστής του βασιλιά. Αυτός ο ίδιος, ο υποκινητής του κινήματος, τώρα θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια. Δεν ξέρω πώς γίνονται αυτά. Αρχίζω να ενδιαφέρομαι τόσο πολύ για την πολιτική, που μόλις σκέφτομαι το νοικοκυριό μου».

«Μετακομίσαμε στους Αμπελόκηπους… Ο πύργος έχει μόνο δυο δωμάτια. Πληρώνουμε για νοίκι 50 δραχμές το μήνα. Η κουζίνα είναι σ’ ένα διπλανό κτίσμα».

«Στο χάνι της Χασιάς... Οι νέες κοπέλες ήταν νόστιμες. Τα κόκκινα φέσια τους, φορτωμένα με χρυσά κι αργυρά νομίσματα, μαρτυρούν την προίκα τους. Έτσι ο γαμπρός μπορεί να δει πόσο αξίζει η κάθε νύφη».

«Οι Έλληνες είναι ύπουλοι μαχητές και όχι μονομάχοι. Δεν πιστεύω καθόλου στην ελληνική ανδρεία».   


d.fyssas@gmail.com