Βιβλιο

Try again, fail again, fail better

Ο «Κυκλισμός του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ένα κείμενο-πρόκληση

Κωνσταντίνος Τζήκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Η πιο ελάχιστη πλευρά του κόσμου είναι η αλλαγή». Αν κάθε λογοτεχνικό έργο περιέχει μια φράση στην οποία μπορεί να συνοψιστεί, επιγραμματικά, η ουσία του, τότε η παραπάνω θα ήταν αυτή που θα αντιπροσώπευε καλύτερα τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη. Έργο που διαισθάνομαι πως συν τω χρόνω θα λάβει κεντρική θέση στο ελληνικό θέατρο.

Είχα μεγάλη περιέργεια να διαβάσω το κείμενο, μακριά – όσο γίνεται – από την επήρεια της τρομερής παράστασης που ανέβασε ο Δημήτρης Καραντζάς στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών – μιας παράστασης εναλλάξ παιγνιώδους και βασανιστικής, αγωνιώδους και ευρηματικής, δοκιμασία τόσο για τον ηθοποιό όσο και για τον θεατή. Μίας παράστασης «έκτασης» σε κάθε επίπεδο – διάρκειας, χώρου, νοήματος, λόγου.

Κρατώντας στα χέρια σου την καλαίσθητη έκδοση του «Κυκλισμού» (εκδ. Νεφέλη), εντυπωσιάζεσαι: ξέρεις ότι έχεις να κάνεις με κάτι το διαφορετικό. Καταρχάς, ο ίδιος ο όγκος του βιβλίου: κοντά τριακόσιες σελίδες δεν είναι δα και κάτι συνηθισμένο για ένα θεατρικό, εκτός ίσως αν έχεις να κάνεις με κανένα πεντάπρακτο, σαν τον «Περ Γκυντ» του Ίψεν.

image

Αλλά και η ίδια η ανάγνωση του έργου επιφυλάσσει μια ξεχωριστή εμπειρία, όπως άλλωστε συμβαίνει με πολλά από τα κείμενα του Δημητριάδη: λόγος που διαθλάται, διασπάται, ανακυκλώνεται, παραλλάσσεται, κατακερματίζεται. Πρόκειται, από κάθε άποψη, για ένα έργο «εκτατικό», όχι μόνο λόγω μάκρους, αλλά και ως αίσθηση: πιάνει «έκταση» και μέσα σου διαβάζοντάς το.

Είναι ίσως το έργο που συνοψίζει (ειρωνική επιλογή λέξης, αν σκεφτεί κανείς τον όγκο του) καλύτερα από κάθε άλλο, τις εμμονές του Δημητριάδη, όχι μόνο για τον έρωτα, αλλά και γενικότερα για την ανθρώπινη ύπαρξη: τον εγκλεισμό μας σε μάταιες, επαναλαμβανόμενες, γελοίες τελικά χειρονομίες.

Υπό μία έννοια, είναι η αναγωγή της απελπισίας του άλλου διάσημου θεατρικού έργου του Δημητριάδη, του «Insenso», στην ακραία του μορφή. Αλλά εδώ πρέπει να πω πως η επαναληπτικότητα και η κυκλικότητα μου θύμισε επίσης έντονα το μπεκετικό σύμπαν, ιδίως το σύντομο έργο του Μπέκετ «Play», που εκτυλίσσεται σε ένα μη τόπο με πρωταγωνιστές ένα ερωτικό τρίγωνο, έναν άνδρα και δύο γυναίκες που μιλάνε ακατάπαυστα για τη δυσλειτουργική σχέση τους και μόλις τελειώσει το παραλήρημά τους, αρχίζουν και επαναλαμβάνουν από την αρχή τα όσα προείπαν. Είναι σαν τα έργα του Μπέκετ να βρίσκουν στον «Κυκλισμό» τη φυσική κατάληξή τους προς την απόλυτα ακραία έκφραση αυτής της ακινησίας μιας κατάστασης, αυτής της επαναληπτικότητας.

Αυτό που με τάραξε βαθιά στην παράσταση της Στέγης ήταν η έλλειψη κάθαρσης – ή έστω, η έλλειψη μιας πιο σαφούς ένδειξης ελπίδας. Ένιωσα πως αυτοί οι άνθρωποι, δηλαδή όλοι εμείς οι άνθρωποι, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβανόμαστε στο διηνεκές, καταδικασμένοι μέσα στον εγκλεισμό χωρίς πραγματική «πρόοδο» μέχρι τελικά το φινάλε μας, που αφήνει τα πάντα εκκρεμή. Ήθελα – χρειαζόμουν – την ψευδαίσθηση της λύτρωσης, της ελπίδας, της επαγγελίας που χαρίζει, έστω και υπαινικτικά ή σε ψήγματα, η τέχνη.

image

Με το κείμενο πήρα μια ελαφρώς διαφορετική αίσθηση: μπορεί τα πράγματα να είναι σκούρα, αλλά υπάρχει κάπου αυτή η ελπίδα. Και σε αυτό δεν συνέβαλε μόνο το φινάλε, που απαλύνει λίγο την έλλειψη κάθαρσης με τη σαφή του συγγραφική προτροπή για παιχνίδι μεταξύ των ρόλων – ήτοι, μπορεί να είμαστε κλεισμένοι στο «τετράγωνο» αλλά μπορούμε πάντα να παίζουμε και να ξαναπαίζουμε – αλλά και η εισαγωγή της δραματολόγου Δήμητρας Κονδυλάκη, που μετάφρασε τον «Κυκλισμό» στο πρώτο ανέβασμά του στη Γαλλία το 2010.

Χωρίς να αποπειράται να μας επιβάλλει ερμηνείες για το δύσκολο αυτό έργο, η Κονδυλάκη μας δίνει κάποιους βασικούς άξονες με τους οποίους να το προσεγγίσουμε. Και ο βασικότερος όλων είναι: ο Χρόνος. Τρέχουμε συνεχώς γύρω από την ουρά μας, ελπίζοντας να πετύχουμε κάτι. Και βέβαια αυτό ενέχει ένα στοιχείο απελπισίας και τραγικότητας. Μπορούμε όμως πάντα να ξαναδοκιμάζουμε. «Ας είμαστε εμείς οι ζωντανοί πρόθυμοι να αποτύχουμε πάλι και πάλι», μας λέει – η ανακύκλωση της αποτυχίας δεν είναι λόγος θρήνου αλλά «χαράς που είμαστε ζωντανοί». Και διόλου τυχαία, οικειοποιείται την μπεκετική γλώσσα για να μας το θυμίσει: «Ας αποτύχουμε όμως καλύτερα, για να θυμηθούμε τον Μπέκετ: Try again, fail again, fail better». Η εισαγωγή αυτή μου χάρισε, λίγο πιο ρητά, την ανάσα αισιοδοξίας που έψαχνα και που ήταν εύκολο να χάσω, υπό το βάρος ενός εξαιρετικού μα αμείλικτου κειμένου.