- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Προδημοσίευση: Daisy Goodwin, «Βικτώρια, η νεαρή βασίλισσα»
Το νέο ιστορικό μυθιστόρημα έρχεται από τις εκδόσεις Πατάκη
«Δεν μου αρέσει το όνομα Αλεξαντρίνα. Τώρα είμαι βασίλισσα, αποφάσισα να ονομάζομαι με το δεύτερό μου όνομα, Βικτώρια. Αυτό το όνομα είναι το δικό μου».
Τον Ιούνιο του 1837, η δεκαοχτάχρονη Βικτώρια ξυπνά για να μάθει πως είναι βασίλισσα του πιο ισχυρού έθνους στον κόσμο. Θα γίνει όμως βασίλισσα αυτόφωτη ή μαριονέτα στα χέρια της μητέρας της και του καταχθόνιου σερ Τζον Κόνροϋ; Μπορεί αυτό το μικρόσωμο κορίτσι να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι σε άντρες σαν τον θείο της, τον δούκα του Κάμπερλαντ, ο οποίος πιστεύει ότι οι γυναίκες είναι πολύ υστερικές για να κυβερνούν; Όλοι θέλουν να τη δουν παντρεμένη, η Βικτώρια όμως δεν έχει σκοπό να εμπλακεί σε ένα γάμο από συμφέρον με τον ξάδελφό της Αλβέρτο, έναν ντροπαλό βιβλιοφάγο που, απ’ ό,τι θυμάται, δεν ξέρει καν να χορεύει. Προτιμά να κυβερνήσει μόνη, με λίγη βοήθεια από τον πρωθυπουργό της, τον λόρδο Μέλμπουρν. Θα μπορούσε να είναι πατέρας της, είναι ο μοναδικός άντρας που πιστεύει πως θα γίνει σπουδαία βασίλισσα και ξέρει και πώς να την κάνει να γελά. Ένας σύζυγος δεν θα ήταν παρά εμπόδιο...
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η Βικτώρια δεν είχε σαφή εικόνα του τι σήμαινε να είναι βασίλισσα. Η γκουβερνάντα της, η Λέζεν, της είχε διδάξει ιστορία, και ο Κοσμήτορας του Ουέστμινστερ της είχε παραδώσει ιδιαίτερα μαθήματα για το καθεστώς, κανείς όμως δεν μπορούσε να της πει τι έκανε μια βασίλισσα όλη μέρα. Ο βασιλιάς θείος της έμοιαζε να περνά τον περισσότερο χρόνο του με το να ρουφά ταμπάκο και να διαμαρτύρεται γι' αυτούς που αποκαλούσε «καταραμένους Ουίγους».
Μόνο μια φορά τον είχε δει η Βικτώρια να φορά το στέμμα του, και αυτό συνέβη επειδή του είχε ζητήσει εκείνη να το φορέσει για να τον δει. Της είπε πως το φορούσε στην τελετή έναρξης του Κοινοβουλίου και τη ρώτησε αν θα ήθελε να τον συνοδεύσει. Η Βικτώρια είχε απαντήσει πως θα το ήθελε πολύ, όμως τότε η μητέρα της είχε πει πως ήταν πολύ μικρή. Η Βικτώρια είχε ακούσει τη μαμά να το συζητά αργότερα με τον σερ Τζον· κοιτούσε ένα λεύκωμα με υδατογραφίες πίσω από τον καναπέ και δεν την είχαν δει.
«Λες και θα επέτρεπα στη Ντρίνα να κάνει δημόσια εμφάνιση με αυτόν τον απαίσιο γέρο» είχε πει άκομψα η μητέρα της.
«Όσο πιο γρήγορα δηλητηριαστεί με το ποτό, τόσο το καλύτερο» απάντησε ο σερ Τζον. «Η χώρα αυτή χρειάζεται μονάρχη, όχι τσαρλατάνο».
Η δούκισσα αναστέναξε. «Η καημενούλα μου η Ντρίνα. Είναι τόσο μικρή για μια τέτοια ευθύνη».
Ο σερ Τζον ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της μητέρας της και είπε: «Μα δεν θα κυβερνά μόνη. Εσύ κι εγώ θα εξασφαλίσουμε πως δεν θα κάνει καμία ανοησία. Θα είναι σε καλά χέρια».
Η μητέρα της χαζογέλασε, όπως έκανε πάντα, όταν ο σερ Τζον την ακουμπούσε. «Το καημένο κοριτσάκι μου, το ορφανό, πόσο τυχερό είναι που έχει εσένα, έναν άντρα που θα την υποστηρίξει σε όλα».
Η Βικτώρια άκουσε βήματα στον διάδρομο. Συνήθως έπρεπε να μένει στο κρεβάτι ώσπου να τη σηκώσει η μητέρα της, σήμερα όμως θα πήγαιναν στο Ράμσγκεϊτ για τον θαλασσινό αέρα, κι έπρεπε να φύγουν στις εννιά η ώρα.
Ανυπομονούσε να φύγει μακριά. Στο Ράμσγκεϊτ τουλάχιστον θα μπορούσε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο και να βλέπει αληθινούς ανθρώπους. Εδώ, στο Κένσινγκτον, δεν έβλεπε ποτέ κανέναν. Οι περισσότερες κοπέλες στην ηλικία της θα σχημάτιζαν ήδη συντροφιές, η μητέρα της όμως και ο σερ Τζον είπαν πως ήταν πολύ επικίνδυνο γι' αυτήν να βρεθεί με ανθρώπους της ηλικίας της. «Η υπόληψή σου είναι πολύτιμη» έλεγε πάντα ο σερ Τζον. «Αρκεί να τη χάσεις μια φορά για να χαθεί για πάντα. Ένα νεαρό κορίτσι σαν κι εσένα είναι βέβαιο πως θα κάνει λάθη. Είναι καλύτερα να μη σου δοθεί η ευκαιρία». Η Βικτώρια δεν είχε πει τίποτα· εδώ και πολύ καιρό είχε μάθει πια πως ήταν μάταιο να διαμαρτύρεται. Η φωνή του Κόνροϋ ήταν πάντα πιο ηχηρή από τη δική της, και η μητέρα της πάντα το δικό του μέρος έπαιρνε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει.