- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η A.V. διαβάζει πρώτη και προδημοσιεύει απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα του Stephen King, «Joyland», λίγες μέρες πριν την κυκλοφορία του στις 18 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Bell.
Έχοντας μόλις ολοκληρώσει την παρθενική του χρονιά στο κολέγιο, ο Ντέβιν Τζόουνς αναλαμβάνει δουλειά στο Τζόιλαντ, παραθαλάσσιο λούνα παρκ στη Βόρεια Καρολίνα, υπό την ελπίδα να ξεχάσει το κορίτσι που του ράγισε την καρδιά, αλλά και να ξεπεράσει την υπαρξιακή κρίση που του επέφερε ο χωρισμός. Διερωτώμενος γρίφους που ταλανίζουν όλους μας («θα αγαπήσω ξανά;», «τι θα κάνω με τη ζωή μου»;) σύντομα έρχεται αντιμέτωπος με πιεστικότερα ζητήματα. Το λούνα παρκ βαρύνεται από σκοτεινό παρελθόν.
Η Τζόιλαντ κατατρέχεται από τη δολοφονία ενός κοριτσιού, την παρουσία κάποιου φαντάσματος και τη σκιά ενός διεστραμμένου δολοφόνου, ο οποίος πιθανότατα δεν έχει πάψει να λυμαίνεται την περιοχή. Και με αυτή τη συνειδητοποίηση, η ζωή του Ντέβιν αλλάζει αμετάκλητα.
Το «Joyland» κυκλοφορεί στις 18/10 από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση της Χριστίνας Σπυριδάκη. Οι εκδότες του βιβλίου μάς παραχώρησαν ευγενικά τις πρώτες γραμμές του.
«Είχα αυτοκίνητο, αλλά τις περισσότερες μέρες εκείνου του φθινοπώρου του 1973 πήγαινα με τα πόδια στην Τζόιλαντ* (*Χώρα της Χαράς. Σ.τ.Μ.) από τα Παραθαλάσσια Καταλύματα της κυρίας Σόπλο στο Χέβεν’ς Μπέι. Μου φαινόταν ότι έτσι ήταν το σωστό. Εδώ που τα λέμε, ήταν και η μόνη επιλογή. Όταν έμπαινε ο Σεπτέμβριος, η Χέβεν Μπιτς ήταν σχεδόν έρημη, κάτι το οποίο ταίριαζε στη διάθεσή μου. Εκείνο το φθινόπωρο ήταν το ωραιότερο της ζωής μου. Το λέω αυτό παρ’ όλο που έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε. Και ποτέ άλλοτε δεν ήμουν τόσο δυστυχισμένος. Κι αυτό μπορώ να το πω. Ο κόσμος πιστεύει ότι ο πρώτος έρωτας είναι γλυκός, και μάλιστα ιδίως όταν διαλύεται ο αρχικός εκείνος δεσμός. Έχετε ακούσει χιλιάδες τραγούδια της ποπ και της κάντρι που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές· κάποιος χαζός κατάφερε να του γίνει η καρδιά κομμάτια. Κι όμως, εκείνη η πρώτη φορά που νιώθεις να σου ραγίζει η καρδιά είναι πάντα η πιο οδυνηρή, με την πιο παρατεταμένη περίοδο ανάκαμψης, και αφήνει τα πιο έντονα σημάδια. Πού τη βρίσκει ο κόσμος τη γλύκα;
Όλο το Σεπτέμβριο και στις αρχές Οκτωβρίου, ο ουρανός της Βόρειας Καρολίνας ήταν καθαρός και η ατμόσφαιρα ζεστή ακόμη και στις εφτά το πρωί, όταν έφευγα από το διαμέρισμά μου στον δεύτερο όροφο κατεβαίνοντας από την εξωτερική σκάλα. Το ελαφρύ μπουφάν που μερικές φορές ξεκινώντας έριχνα πάνω μου κατέληγε δεμένο γύρω από τη μέση μου πριν διανύσω τα πρώτα οκτακόσια μέτρα από τα πέντε περίπου χιλιόμετρα της διαδρομής ανάμεσα στην πόλη και στο λούνα παρκ.
Έκανα πάντα μια πρώτη στάση στο Φούρνο της Μπέτι για να πάρω δύο φρέσκα, ζεστά ακόμη κρουασάν. Η σκιά μου περπατούσε πλάι μου στην άμμο και το μήκος της έφτανε τουλάχιστον τα έξι μέτρα. Από πάνω μου γυρόφερναν γλάροι γεμάτοι ελπίδα, έχοντας μυρίσει τα κρουασάν που ήταν τυλιγμένα με λαδόκολλα. Και στο γυρισμό, συνήθως κατά τις πέντε (αν και μερικές φορές έμενα πιο αργά –άλλωστε δε με περίμενε κανείς στο Χέβεν’ς Μπέι, μια πόλη που ως επί το πλείστον έπεφτε σε νάρκη όταν τελείωνε το καλοκαίρι), η σκιά μου περπατούσε πλάι μου στο νερό. Αν είχε αρχίσει η παλίρροια, τότε ταλαντευόταν στην υδάτινη επιφάνεια, σαν να χόρευε ένα αργό χούλα χουπ.
Αν και δεν μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρος, νομίζω πως το αγόρι, η γυναίκα και ο σκύλος τους βρίσκονταν εκεί από την πρώτη φορά που έκανα τη συγκεκριμένη διαδρομή. Η παραλία ανάμεσα στην πόλη και στα φανταχτερά μπιχλιμπίδια της Τζόιλαντ ήταν γεμάτη με εξοχικά σπίτια, πολλά από αυτά ακριβά, που τα περισσότερα τα αμπάρωναν στις αρχές Σεπτεμβρίου. Όχι όμως το μεγαλύτερο απ’ όλα, εκείνο που έμοιαζε με πράσινο ξύλινο κάστρο. Μια διαβάθρα οδηγούσε από τη φαρδιά πίσω βεράντα στο σημείο όπου τα φύκια έδιναν τη θέση τους στη λεπτή λευκή άμμο. Στην άκρη της διαβάθρας υπήρχε ένα τραπέζι του πικνίκ, στη σκιά μιας ομπρέλας με έντονο πράσινο χρώμα. Εκεί ήταν καθισμένο το αγόρι στην αναπηρική πολυθρόνα του, φορώντας ένα κασκέτο και καλυμμένο με μια κουβέρτα από τη μέση και κάτω ακόμη και τα απογεύματα που η θερμοκρασία ήταν πάνω από είκοσι βαθμούς. Το έκανα γύρω στα πέντε, σίγουρα όχι πάνω από εφτά ετών. Ο σκύλος, ένα τεριέ Τζακ Ράσελ, ή ήταν ξαπλωμένος δίπλα του ή καθιστός πλάι στα πόδια του. Η γυναίκα καθόταν σε έναν από τους πάγκους του τραπεζιού, μερικές φορές διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, αλλά κυρίως ατενίζοντας τη θάλασσα. Ήταν πολύ όμορφη.
Είτε φεύγοντας είτε γυρίζοντας, πάντα τους χαιρετούσα κουνώντας το χέρι μου, και το αγόρι ανταπέδιδε το χαιρετισμό. Η γυναίκα δεν το έκανε, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Το 1973 ήταν η χρονιά του εμπάργκο πετρελαίου του ΟΠΕΚ, η χρονιά που ο Ρίτσαρντ Νίξον δήλωσε ότι δεν ήταν απατεώνας, η χρονιά που πέθαναν ο Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και ο Νόελ Κάουαρντ. Ήταν η χαμένη χρονιά του Ντέβιν Τζόουνς. Στα είκοσι ένα μου ακόμη δεν είχα πάει με γυναίκα και έτρεφα λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Όλα όσα είχα ήταν τρία μπλουτζίν, τέσσερα σλιπάκια, μια σακαράκα Φορντ (με καλό ραδιόφωνο), περιστασιακοί αυτοκτονικοί ιδεασμοί και μια καρδιά κομμάτια.
Σκέτη γλύκα, ε;…»