Βιβλιο

Άλκη Ζέη: «Λευκωσίας 14, πλατεία Αγάμων»

15 χρόνια ATHENS VOICE: Ζητήσαμε από 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική στη ζωή τους

Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Άλκη Ζέη, με αφορμή τα 15 χρόνια ATHENS VOICE, μας μιλάει για την πλατεία Αγάμων.

«Θέλω πολύ να σας πω. Και φυσικά θα μιλήσω για την πλατεία Αγάμων». Αυτή ήταν η εντελώς άμεση απάντηση της Άλκης Ζέη, στο τηλεφώνημα που της έκανα για να μας μιλήσει για την Αθήνα.

«Τόσο άμεση και απόλυτη, ότι θα μας πείτε για την πλατεία Αγάμων;»
«Θα καταλάβεις γιατί…»


Λίγες μέρες μετά συναντηθήκαμε στο σπίτι της…

«Γεννήθηκα στην πλατεία Κολιάτσου. Δύο χρονών, όμως, έφυγα, και πήγα στη Σάμο. Η μαμά μου είχε πάθει φυματίωση, που τότε θεραπευόταν με τον καθαρό αέρα, και πήγε σε σανατόριο στην Πάρνηθα. Με την αδελφή μου μας στείλανε στον παππού μου και στη μεγάλη αδελφή της μαμάς. Περνούσαμε ζωή χαρισάμενη, ήμασταν ελεύθερες, αφού ο μπαμπάς μου μας είχε πολύ στριμωγμένες, και δεν θέλαμε καθόλου να γυρίσουμε. Στην πλατεία Αγάμων ήρθαμε, όταν εγώ ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Μέναμε Λευκωσίας 14, στον 2ο όροφο».

Τον Γιώργο Σεβαστίκογλου τον γνωρίσατε στην πλατεία Αγάμων;
Όχι. Τον είχε φέρει ο Μάριος Πλωρίτης σε ένα κουκλοθέατρο που έκανα στο σχολείο της Αηδονοπούλου και εκεί γνωριστήκαμε. Είχε φέρει μαζί και τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη και τον Γκάτσο για να δουν την παράσταση. Ήμουν δεκαέξι χρονών, πολύ αδύνατη και έμοιαζα με δώδεκα, ασήμαντη. Ο Γιώργος ήταν είκοσι έξι. Μετά μας καλέσανε να πιούμε καφέ στου «Λουμίδη», και άρχισε ένα φλερτ που κράτησε ώσπου μεγάλωσα και παντρευτήκαμε. Συναπαντιόμασταν πολύ συχνά στου Λουμίδη, στη διάρκεια της Κατοχής.

Τότε δεν ήταν εύκολο να πηγαίνουν τα κορίτσια σε καφενεία με αγόρια.
Όχι, καθόλου. Πηγαίναμε κρυφά. Ο μπαμπάς μου δεν ήξερε ότι πηγαίναμε εκεί, του λέγαμε ότι πηγαίναμε στη Γαλλική Ακαδημία κάθε μέρα για μάθημα, και μου έλεγε «τόσα μαθήματα, αλλά δεν βλέπω τα γαλλικά σας να είναι πολύ σπουδαία!».

Τα κορίτσια που έμεναν τότε στην πλατεία Αγάμων ήταν συνηθισμένο να κάνουν γαλλικά;
Η πλατεία Αγάμων ήταν σαν το Κολωνάκι. Είχε πολύ ωραία σπίτια. Υπήρχε του Παπαστράτου, ένα μεγάλο άσπρο σπίτι στην επόμενη γωνία, και η οδός Μηθύμνης είχε όλο σπίτια με κήπους. Ήταν πολύ αριστοκρατική γειτονιά. Είχε ένα ζαχαροπλαστείο, τον «Κανδηλώρο» που είχε πάστες, και επί της Πατησίων υπήρχε ένα μαγαζί, «Η κοκέτα», που ήταν ψιλικατζίδικο και είδη ραπτικής μαζί. Έχει μείνει έως τώρα με το ίδιο όνομα! Περνούσα μια μέρα με ταξί από την Πατησίων, το βλέπω και λέω «δεν είναι δυνατόν!».

© Θανάσης Καρατζάς

Πότε φύγατε από το σπίτι αυτό;
Όταν παντρεύτηκα τον Γιώργο το 1945, και πήγα από την άλλη πλευρά της πλατείας Αγάμων, στη Θάσου, και έμεινα με τα πεθερικά μου. Μόλις έφυγε ο Γιώργος για την Τασκένδη, ξαναγύρισα στη μαμά μου.

Πίσω στο αγαπημένο σπίτι των εφηβικών χρόνων…
Ναι. Να φανταστείς ότι μέσα στην Κατοχή, όταν ο πατέρας μου πήγαινε στην Τράπεζα, όλο το πρωί η Διδώ Σωτηρίου έφερνε στο σπίτι μας και συνεδρίαζαν με τη Μαρία Σβώλου, την Ηλέκτρα Αποστόλου και κάποιες φορές τoν Κώστα Καραγιώργη. Ουδέποτε κανείς από την πολυκατοικία πήρε είδηση. 

Μου είναι αδύνατον να μη ρωτήσω πώς ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου από κοντά.
Ήταν ψηλή με πολύ ωραία μάτια, όχι όμορφη, αλλά πολύ ξεχωριστή. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Είχε και ένα κοριτσάκι, την Αγνή, που αργότερα την γνωρίσαμε στη Μόσχα. Μέχρι σήμερα, όταν έρχεται από τη Μόσχα θα έρθει να με βρει.

Είχε και άλλες φοβερές συναντήσεις στην Κατοχή, Λευκωσίας 14, στον 2ο όροφο;
Και ο Γκάτσος ερχόταν πολύ συχνά, όταν ο πατέρας μου έλειπε στην τράπεζα. Συζητούσε με τη μαμά μου.

Εκείνη την εποχή, το 1942, έγραψε την «Αμοργό»…
Την οποία αφιέρωσε στην αδελφή μου. Έχει ακόμα το βιβλίο που είναι αφιερωμένο σε αυτήν. Δεν ξαναέγραψε άλλο ποίημα, έγραψε μόνο στίχους για τραγούδια.

Από όλα αυτά τα τόσο σημαντικά πρόσωπα που έχετε συναντήσει, ποιο ήταν που αμέσως καταλάβατε ότι είναι σπουδαίος;
Ο Καραγιώργης. Αυτός με είχε εντυπωσιάσει. Ήταν πολύ ωραίος άντρας, μιλούσε με ζεστασιά. Η Διδώ είχε έρθει και έμενε σπίτι μας με τον θείο μου, φοβόταν να μείνει στο δικό της μήπως την πιάσουνε. Σε εμάς δεν την ξέρανε. Ο Καραγιώργης, όταν ήθελε να ανέβει στο σπίτι μας πέταγε ένα πετραδάκι στο παράθυρο, του άνοιγε και ανέβαινε. Είχε έρθει, λοιπόν, ένα βράδυ αρχές του 1946, και άκουσα που έλεγε στη Διδώ «αυτοί δεν βλέπουν τίποτα, δεν καταλαβαίνουν τίποτα», μιλούσε για το Κόμμα, φυσικά, και για την αποχή στις εκλογές. Έλεγαν ότι «θα το πληρώσουμε αυτό το λάθος πάρα πολύ ακριβά». Όπως το πληρώσαμε.

Αυτή τη συζήτηση που, αν κάποιος γυρίσει ένα έργο για την εποχή, θα πρέπει να τη βάλει ως σκηνή, πώς μιλούσαν και τι έλεγαν ο Κώστας Καραγιώργης και η Διδώ Σωτηρίου, εσείς την είδατε μπροστά σας στο σπίτι σας στην πλατεία Αγάμων! Είναι φοβερές, ιστορικές στιγμές. Ποιο ήταν το βασικό συναίσθημα που μπορούσατε να αντιληφθείτε σε αυτούς τους δύο ανθρώπους; Θυμό ή φόβο;
Πιο πολύ θυμό γι’ αυτά που συνέβαιναν. Θυμάμαι τον θυμό τους. Πηγαίναμε για εκλογές, και έγραψε ο Καραγιώργης στον «Ριζοσπάστη» άρθρο για την Κυριακή με τίτλο: «όλοι στη μάχη για τις εκλογές…». Και παίρνει την άλλη μέρα την εφημερίδα και έγραφε «Αποχή». Του είχανε αλλάξει το άρθρο και βάλανε αποχή. Και από τότε ήταν σε δυσμένεια. Και η Διδώ διαφωνούσε με την αποχή, και την είχαν διαγράψει για ένα διάστημα.

© Θανάσης Καρατζάς

Τα εγγόνια σας τα έχετε πάει εκεί να δουν αυτό το σπίτι και την περιοχή;
Ναι, το έχουν δει απέξω. Τους είπα και για μια αγορά που ήταν εκεί, η αγορά Πετάλα. Ήταν ένα γαλακτοπωλείο στη γωνία και μετά έστριβες και ήταν τα μαγαζιά, το μπακάλικο, ο φούρνος. Και απέναντι, επί της Λευκωσίας, ένα ψιλικατζίδικο, και στην άλλη γωνία, στην απέναντι πολυκατοικία, πάλι ένα ψιλικατζίδικο, αλλά πιο μεγάλο, που είχε και πάγο. Ο ένας ψιλικατζής ξέραμε ότι ήταν αριστερών αρχών, και τον άλλον τον είχαμε ύποπτο, μήπως είναι με την αστυνομία, ότι δίνει πληροφορίες, και δεν τον πλησιάζαμε. Θα σου πω μια ιστορία που την θυμήθηκα τώρα. Στο ισόγειο έμενε μία οικογένεια, με μία κόρη πανέμορφη, πιο μεγάλη από εμάς, η οποία στην Κατοχή τα είχε με έναν Ιταλό της Κομαντατούρ, και ύστερα με έναν Γερμανό. Με την απελευθέρωση, χάθηκε. Η μητέρα, λοιπόν, καθόταν όλη μέρα στο παράθυρο και κοιτούσε. Ποιος περνούσε, τι γινόταν, όμως δεν πρόδωσε ποτέ κανέναν. Κι εμείς ποτέ δεν τη ρωτήσαμε για την κόρη της γιατί καταλαβαίναμε ότι είχε φύγει και δεν θα ξαναγύριζε πίσω στην Ελλάδα.

Γεμάτη ζωή. Όμως, από την άλλη, δεν θα θέλατε να είχατε ζήσει λίγο πιο ήρεμα;
Ναι, πολύ. Πάρα πολύ. Γιατί ήταν συνεχόμενο όλο αυτό. Η πλατεία Αγάμων, θέλω δεν θέλω, πάντα μένει μέσα μου. Εκεί ξεκίνησα πηγαίνοντας στο σχολείο με την τσάντα και δίναμε ραντεβού με τις άλλες συμμαθήτριες για να πάμε όλες μαζί. Υπήρχαν και συμμαθήτριες Εβραίες που τις κρύψαμε στην Κατοχή και γλίτωσαν. Το σχολείο Αηδονοπούλου, που ήταν εξαιρετικό σχολείο και επί Μεταξά έκαναν ό,τι λιγότερο μπορούσαν από αυτά που τους υποχρέωναν γιατί ήταν όλοι οι δάσκαλοι προοδευτικοί. Και μετά ήρθαν όλα αυτά που σου είπα...

Από όλους αυτούς που σύχναζαν στο σπίτι σας, υπάρχει κάποιος που να τον έχετε νοσταλγήσει πολύ;
Τον Μάριο Πλωρίτη, πάρα πολύ…

Τι έχει απογίνει τώρα το σπίτι της οδού Λευκωσίας 14;
Τίποτα, είχα περάσει και ήταν μία μικρή πολυκατοικία. Ο γιος του τότε ιδιοκτήτη είχε κάνει την πολυκατοικία ένα μικρό ξενοδοχείο για φοιτητές και περαστικούς. Τον βρήκα εκεί και μάλιστα μου έδειξε κάτι. Είχε αφήσει τον λογαριασμό του ηλεκτρικού στο όνομα «Ζήνων Ζέης», το όνομα του πατέρα μου.