Βιβλιο

Η Αλεξάνδρα Κολλάρου έγραψε ένα ξεκαρδιστικό βιβλίο για τα παρασκήνια της εικαστικής Αθήνας

Το βιβλίο «Η Ελληνική Τέχνη από το Α έως το Ω» (Key Books) αναμένεται να εγείρει συζητήσεις και να εξάψει πάθη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 680
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην ερώτηση τι τρέχει στο σύνολο ή σε μεγάλο μέρος της εικαστικής ελληνικής σκηνής, οι απαντήσεις, θεωρητικά, μπορούν να είναι πολλές. Χαμός, υπερδιέγερση, Greeks do it better, οργασμός, όλη η Αθήνα ένα project ή ένας καταραμένος καλλιτέχνης-προφήτης, που μπορεί ακόμα εκεί έξω οι κουτόφραγκοι να μην τον πήραν χαμπάρι, όμως αυτός επιμένει να «κηρύττει» την αλήθεια του. Είπαμε, πολλές απαντήσεις! Όπως και πολλές γκαλερί, εναλλακτικοί χώροι, ή θεσμικά μουσεία, χορηγίες, υποτροφίες, συλλέκτες φύλακες άγγελοι, δελτία Τύπου, δράσεις, φάσεις, σχάσεις, και αδύνατον όλα να τα προφθάσεις.

Πληθώρα από περφόρμανς, βερνισάζ, φινισάζ επιμελητών. Ειδικά, τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, η λέξη-ταυτότητα «curator» αποκτά φετιχιστικές διαστάσεις και παραπέμπει σε ρίγη συγκίνησης σε φιλότεχνο αλλά και καλλιτέχνες που βλέπουν τον επιμελητή σαν το λόττο: αν σου κάτσει; Γραμμένο στο ύφος του Αμπρόουζ Μπιρς, το βιβλίο «Η Ελληνική Τέχνη από το Α έως το Ω» της Αλεξάνδρας Κολλάρου αποτελεί ένα «Αλφαβητάρι του Διαβόλου» και αναμένεται να εγείρει συζητήσεις και να εξάψει πάθη.

Τρυφερό και χιουμοριστικό στη βάση του, και αποδομώντας περίπλοκες έννοιες με απλά λόγια, το βιβλίο της είναι στην ουσία μια καταγραφή της εικοσιπεντάχρονης θητείας και εμπειρίας της, μια ματιά δηλαδή εκ των έσω στην ελληνική εικαστική πραγματικότητα. Όπως τη διαμορφώνουν οι διάδρομοι και τα κανάλια που ορίζουν τι και ποιος και πώς θα παρουσιάσει τη δουλειά του. Η συγγραφέας πηγαίνει και ένα βήμα παραπέρα, μιας και εικονογραφεί η ίδια τις έννοιες που παρουσιάζει μέσα από σπαρταριστά ναΐφ σχέδια. Διαβάζεται σε χρόνο dt, όμως προσοχή: δείχνει εύθυμο, κανιβαλικό στιγμές-στιγμές, αλλά βαθιά μέσα του δεν παύει να σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσοι από τους εμπλεκόμενους με την εικαστική Αθήνα θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και πόσοι θα προσπεράσουν σφυρίζοντας artνέμελα!

Σφάξιμο με το βαμβάκι! Περιγράφεις ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής εικαστικής σκηνής με έναν γλαφυρό και χιουμοριστικό τρόπο. Προϊόν παρατήρησης αλλά και εμπειρίας, μιας και εμπλέκεσαι ενεργά μαζί της με πολλές ιδιότητες. Όσοι βέβαια ξέρουν να διαβάζουν πέρα από τις γραμμές, είσαι υπέρ το δέον σκωπτική και ειρωνική. Πώς και αποφάσισες αυτό το λεξικό να έχει τέτοια, ας την αποκαλέσω, «γλυκιά φαρμακογλωσσιά»;

(γέλια) Έχω την αίσθηση ότι, αν απαντήσω στην ερώτησή σου, θα γίνω αυτομάτως ο πιο αντιπαθητικός άνθρωπος στον εικαστικό χώρο, και είμαι πολύ εντάξει με τους εχθρούς που έχω ήδη, δεν χρειάζομαι περισσότερους. Δεν σφάζω κανέναν, μοιράζομαι απλά κάποια κοινά μυστικά του χώρου και μαζί κάποιες προσωπικές παρατηρήσεις. Χρησιμοποιώ και ένα στοιχείο υπερβολής, τόσο στο κείμενο όσο και στις εικονογραφήσεις, για να περάσει πιο εύκολα η εικόνα – να διευκρινίσω δηλαδή ότι δεν υπάρχει «Μπιενάλε 35άρηδων χωρίς γκαλερί», δεν υπάρχει προς το παρόν τουλάχιστον! Περιγράφω τον χώρο στον οποίο κινούμαι επαγγελματικά όπως τον βλέπω: με αγάπη αλλά και με ειλικρίνεια.

Κυκλώματα, ονειρώξεις καριέρας, concept, project, θεσμικές γκαλερί, μουσεία, ιδρύματα, συλλέκτες, χορηγοί, αλλόφρονες επιμελητές, δημόσιες σχέσεις με το στανιό, τζάμπα κρασί στα εγκαίνια, εναλλακτικοί χώροι βάλσαμο για την αποτυχία κάποιων να μπουν στα θεσμικά «κόλπα», οπότε πάμε να στήσουμε στέκια αυτόνομα, όπου θα παρουσιάζουμε ακατανόητες περφόρμανς! Τα λήμματά σου ακτινογραφούν μεγάλο μέρος του αθηναϊκού εικαστικού γίγνεσθαι. Είναι όλη η «σκηνή» τόσο παλαβή, όπως την σκανάρεις; Και ποιο το μέλλον ενός νέου καλλιτέχνη που ξεκινά τώρα;

Η αλήθεια είναι ότι οι εικαστικές σκηνές όλου του κόσμου είναι κάπως έτσι, δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Ίσως εδώ γίνεται με το γνωστό ελληνικό μπρίο, τον ιδιαίτερο ζήλο του more is more, γι’ αυτό βγάζει αυτήν την κωμική υπερβολή. Όσο για τους νέους καλλιτέχνες (τους κανονικά νέους, όχι αυτούς που έχω στο γράμμα Ν στο βιβλίο…) πιστεύω το αντίθετο: ένας καλλιτέχνης που ξεκινάει τώρα καλό είναι να διαβάσει το βιβλίο για να πάρει μια εικόνα του τι τον περιμένει και να χαλαρώσει. Αν ξέρεις τίποτα νέους καλλιτέχνες, βρήκες το ιδανικό χριστουγεννιάτικο δώρο.

Δυο λέξεις: Documenta και Biennale Αθήνας. Η μία πέρασε και συζητήθηκε, η άλλη τρέχει αυτές τις μέρες. Σχολίασέ τις μου, αν τις επισκέφτηκες, γιατί για το εικαστικό in crowd της Αθήνας αποτελούν διαρκές θέμα συζήτησης...

Δεν επισκέφθηκα την Documenta, γιατί ήμουν στο εξωτερικό όταν είχε εγκαίνια και, όπως έμαθες από το βιβλίο, αν δεν πας στα εγκαίνια, δεν έχει νόημα να πας! Ούτε στην Μπιενάλε έχω καταφέρει ακόμη να πάω, γιατί ανάμεσα στο λανσάρισμα του βιβλίου μου και την ετήσια έκθεση για τους αστέγους της Αθήνας, που διοργανώνω στις 23 Νοεμβρίου (συμμετέχουν περισσότεροι από 300 καλλιτέχνες και ο όγκος δουλειάς είναι απίστευτος), δεν μου έχει μείνει καθόλου χρόνος. Βέβαια, έχω δει τις εκθέσεις, πλέον δεν είναι απαραίτητο να πας σε μια έκθεση για να τη δεις, μπορείς να πάρεις τη γενική εικόνα από τα social media. Χαίρομαι που τις σχολιάζει το εικαστικό in crowd, αλλά δεν ανήκω σε αυτό, ανήκω στο out crowd. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να υπάρχουν μπιενάλε και μεγάλες διοργανώσεις. Ευελπιστώ να πάω στην Μπιενάλε Ιχνογραφίας με Λαδοπαστέλ, αν είμαι στην Ελλάδα στα εγκαίνια.

Σου έχει τύχει κι εσένα, όπως και μένα, να διαβάζεις το θεωρητικό κείμενο και να περιμένεις να δεις «παπάδες» και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα-έκθεμα να σε κάνει να θέλεις να σκοτώσεις και τον «ψήστη» κιουρέιτορ, και τον «άρτιστ» που δεν έχει κανένα τάλαντο;

Δεν μου συμβαίνει αυτό, γιατί, όταν διαβάζω ένα τέτοιο κείμενο, ΞΕΡΩ ότι αυτό που θα δω δεν θα έχει την παραμικρή σχέση με τις υποσχέσεις που υπαινίσσεται. Θα είναι μάλλον ένας κουβάς νερό και ένα χαλασμένο ραδιόφωνο που κάνει «τζζζ ζζζ τζζζ» και ένα ηχογραφημένο τζιτζίκι που κάνει «tz tzzzz z», και αυτά τα δύο θα συνομιλούν σε μία γλώσσα που είναι διαφορετική αλλά οικουμενικά κατανοητή (ή και το ακριβώς αντίθετο), και όλο αυτό θα «εξερευνά τα όρια του λεκτού» και την αλλοτρίωση που έχει φέρει ο δυτικού τυπου καπιταλισμός στο υποκείμενο της μετα-κοινωνίας του σήμερα.

Δηκτική και σατιρική η παρούσα «έκθεσή» σου, πατάει στα εικοσιπέντε χρόνια εμπειρίας σου στο, χμμμμ, ας το αποκαλέσω, κύκλωμα. Υπάρχουν φιλίες και «σεβασμοί» ή όλοι είναι εναντίον όλων; Ειδικά τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης, που μετέτρεψε τους πάντες σε κυνηγούς του «τάλιρου».

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μέλος του κυκλώματος, ουδέποτε υπήρξα μέσα του. Αλλά ο ελληνικός εικαστικός χώρος, το «οικοσύστημα» αυτό, είναι πάρα πολύ μικρός και, δουλεύοντας μέσα του τόσα χρόνια, αναγκαστικά τους ξέρεις και σε ξέρουν όλοι. Φυσικά, έχω πάρα πολλούς φίλους στον χώρο. Η φιλία μας κρατάει όσο διαρκούν τα κοινά projects που δουλεύουμε και μετά για κάποιο λόγο χανόμαστε. Πλάκα κάνω. Έχω γνωρίσει υπέροχα άτομα πάνω στη δουλειά, ανθρώπους με τους οποίους μέσα στα χρόνια ανέπτυξα στενές και δυνατές φιλίες. Όμως δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που δεν έχει καεί με το θέμα «φιλία» στον εικαστικό χώρο. Προσπαθώ να συνεργάζομαι μόνο με ανθρώπους που εκτός από ωραίοι καλλιτέχνες είναι και ωραίοι τύποι, και έτσι αποφεύγω τέτοιου είδους δράματα. Η κρίση έχει φέρει άσχημη κατάσταση στον χώρο μας, όπως και σε όλους τους χώρους. Υπάρχει μια αίσθηση πως οτιδήποτε κάνει κάποιος, είναι εις βάρος όλων των υπόλοιπων. Αυτό συμβαίνει επειδή είμαστε μία πολύ μικρή αγορά που με την κρίση συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο. Η αγορά όμως πλέον τακτοποιεί μόνη της ποιος μένει και ποιος φεύγει.

Σκοτώνεις με το γάντι πάντα, από street art έως και εξειδικευμένες τηλεοπτικές εκπομπές περί του θέματος «τέχνη» εν Αθήναις σήμερα. Μήπως μπορείς, με ονόματα όμως, να μου παραθέσεις κάποια πρόσωπα, φάρους δημιουργίας και εγνωσμένα άξιους, εν είδει μιας προσωπικής θετικής κατάθεσης για τη σκηνή του τώρα στην πόλη;

Ειδικεύομαι στη street art, τώρα που το λες, και την αγαπώ ιδίαιτερα, αλλά θα ήταν παράλειψη να αφήσεις την ελληνική βερσιόν της ασχολίαστη! Να ξαναπούμε ότι δεν σκοτώνω τίποτα, απλά περιγράφω τα πράγματα όπως τα βλέπω. Πίσω στο ερώτημα, δεν μπορώ να σου πω ονόματα, γιατί μετά, τα ονόματα που δεν θα κατονομάσω θα παρεξηγηθούν, και δεν υπάρχει λόγος να χαλάμε τις καρδιές μας. Υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι εργάτες της τέχνης στην Ελλάδα, άνθρωποι που, αν ήταν μέσα σε μια πιο υγιή σκηνή, θα έκαναν σίγουρα σημαντική καριέρα. Αλλά είναι σε αυτήν εδώ τη σκηνή και αναγκάζονται να κάνουν συμβιβασμούς κάθε μέρα, υποθέτω βρίζοντας μόνο από μέσα τους.

Πόσο ατάλαντος ή ρηξικέλευθος πρέπει να είσαι ώστε να διατείνεσαι πως η ζωγραφική πέθανε, αντικαθιστώντας την με άλλες μορφές πιο εύκολης ή πρωτοποριακής έκφρασης;

Πρωτοποριακό είναι να μπορείς να κάνεις δουλειά που μιλάει στον κόσμο, χωρίς οδηγίες χρήσης. Υπάρχουν ενδιαφέροντα έργα κάθε μορφής. «Η πύλη του αιρετικού» του Βρετανού Doug Foster, για παράδειγμα, είναι μια βιντεο–εγκατάσταση που σου κόβει την ανάσα. Αν πάω να βάλω μια ασπρόμαυρη τηλεόραση με χιόνια σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και από κάπου ακούγεται κάποιος να γελάει, το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό. Είναι όντως εφικτό να κάνεις υπέροχη τέχνη χωρίς τα έργα να είναι ζωγραφικά ή χωρίς να ξοδέψεις πολλά χρήματα – στην Ελλάδα το κάνει με τεράστια επιτυχία ο Ιάκωβος Βόλκοφ (ΝΑΡ) που φτιάχνει ονειρικά έργα τέχνης με υλικά που βρίσκει στα σκουπίδια. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, δεν είναι για χόρταση, δεν εκφράζει αποκλειστικά το «εικαστικό τώρα», και δεν είναι αυτό που ζητάει το κοινό. Και πολλά ακόμη ΔΕΝ. Προσωπικά δεν ενδιαφέρομαι να δω ακόμη ένα καδρόνι και μία κάλτσα που συνοδεύονται από ένα οκτασέλιδο κείμενο που διερευνά τα όρια της μετά-αλήθειας μέσα από την «αμφισβήτηση του πλαισίου αναφοράς».

Όταν ακούς «ένα multimedia και self based project», τι παθαίνεις; Επίσης, πάλι τι παθαίνεις όταν ακούς «ενάντια στην κυρίαρχη τάση, ο καλλιτέχνης στη νέα του δουλειά τολμά να σπάσει τα όρια μεταξύ εφήμερου και διαρκούς, κατατμώντας τα έργα του σε εκδοχές φρακταλικής συνύφανσης». Είναι αλήθεια πως όσο μεγαλύτερη μπαλαφάρα γράφουν ο κατάλογος και το δελτίο Τύπου, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχεις να σε πάρουν σοβαρά οι δημοσιογράφοι, που εξ ορισμού ψάχνουν για γρήγορη και εύκολη ύλη προς αναπαραγωγή;

Όταν ακούω για multimedia και self based projects, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι ο καλλιτέχνης δεν ξέρει να ζωγραφίζει και μάλλον δεν υπήρχε budget για να γίνει έργο. Στη δεύτερη περίπτωση μαντεύω ότι το έργο που θα μας επικοινωνήσει αυτές τις περίπλοκες έννοιες θα είναι μία μαύρη βούλα σε ένα κιτρινισμένο χαρτί, κολλημένο με χαρτοταινία σε έναν τοίχο, χωρίς κορνίζα. Και ότι πάλι δεν υπήρχε budget. Εκτός από τους δημοσιογράφους και τον λόγο που αναφέρεις, πολύς κόσμος έχει την τάση να «αγοράζει» τέτοιου είδους ιδέες, κυρίως γιατί τον βάζουν σε μια λογική αμφισβήτησης όσων ο ίδιος ξέρει ή πιστεύει για την τέχνη, και φοβάται μη φανεί άσχετος. Κι έτσι πας και βλέπεις μια εγκατάσταση που αποτελείται από ατάκτως ερριμμένα ροκανίδια και στη μέση ένα πιάτο με φακές και μια πεθαμένη μύγα και φεύγουν όλοι εκστασιασμένοι με την υπερβατικότητα του θεάματος, γιατί, αν πεις «ώπα, είναι απλά ένα πιάτο φακές και ροκανίδια», θα σε περάσουν για απλοϊκό που δεν μπορεί να συλλάβει τα περίπλοκα μηνύματα της τέχνης. Γενικά, όταν ακούω τέτοια πράγματα, ψάχνω να βρω πού είναι το μπαρ της έκθεσης.

Γιατί άραγε έγραψες αυτό το βιβλίο; Να ξέρεις, πάντως, το διασκέδασα αφάνταστα κατά την ανάγνωση.

Γιατί αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω κάτι για τον χώρο μου και να το μοιραστώ με τους συναδέρφους μου και με τον κόσμο. Χαίρομαι πολύ που σε διασκέδασε, αυτός ήταν από τους βασικούς μου στόχους – ήθελα οι αναγνώστες να το διαβάσουν και να τελειώσουν με ένα χαμόγελο στο στόμα. Η ζωή είναι ωραία. Το ίδιο και η τέχνη.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.
Η ΕΚΠΛΗΞΗ 9 παρουσιάζεται μεταξύ 23-25 Νοεμβρίου στον χώρο του ΓΗ@Κ44 στο Γκάζι.