Βιβλιο

Τρεις μέρες με τον Arne Dahl

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης περιγράφει στην Α.V. τις συζητήσεις τους, αλλά και τις εντυπώσεις του.

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 678
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Άρνε Νταλ ήρθε την Τετάρτη που μας πέρασε για τρεις μέρες στην Αθήνα, με αφορμή την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Επτά μείον Ένα» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Συνάντηθηκε με τον Πέτρο Μάρκαρη, καθώς και με τον επίσης συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Γρηγόρη Αζαριάδη. Ο τελευταίος περιγράφει στην Α.V. τις συζητήσεις των τριών τους, αλλά και τις εντυπώσεις του.


Ο φιλήσυχος σουηδός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Άρνε Νταλ σηκώνεται, έχοντας μόλις ολοκληρώσει την Πέμπτη στη σειρά συνέντευξή του σε γνωστό αθηναϊκό περιοδικό. Βγάζει το μπλε λινό σακάκι και με πλησιάζει ήρεμος και χαμογελαστός.

«Καλημέρα, Γιαν...»

Προτιμάει να τον αποκαλούν με το πραγματικό του όνομα. Γιαν Άρναλντ. Κατά βάθος πιστεύω όμως ότι μια ψιλοδιασχιαστική διαταραχή την έχει. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να απεγκλωβιστεί από τη δεύτερη ταυτότητά του. Αυτή του Άρνε Νταλ.

«Καλημέρα, Γκριγκόρις...» εντυπωσιακή προφορά του ονόματος μου στα ελληνικά. Τον παρακαλώ να βγάλουμε την κλασική φωτογραφία, όπου ένας διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας κρατάει στα χέρια του το βιβλίο ενός παντελώς άσημου έλληνα συναδέλφου, κι ο Έλληνας κρατάει το τελευταίο bestseller του διάσημου Ευρωπαίου. Στηνόμαστε. Ο Νταλ με τον «Σκοτεινό λαβύρινθο» κι εγώ με το «7-1» ανά χείρας. Ποζάρει άνετος, υπομονετικός, για τρεις και τέσσερις πόζες. Βγαίνουμε στην Ιπποκράτους με κατεύθυνση προς τα Εξάρχεια. Το πρόγραμμα προβλέπει μεσημεριανό γεύμα με τον Πέτρο Μάρκαρη.

Περπατάμε αργά στα στενά και μιλάμε... για τι άλλο... για αστυνομική λογοτεχνία. Με ρωτάει πώς μου φαίνονται τα βιβλία του. Του εξιστορώ την πρώτη γνωριμία με το «Μιστεριόζο».
«Από το πρώτο μυθιστόρημα, κατάλαβα ότι είχα να κάνω με έναν ιδιαίτερο συγγραφέα. Έναν συγγραφέα, που ξεχωρίζει από το μεγάλο πλήθος των Σκανδιναβών».

«Τι εννοείς;» ρωτάει και το βλέμμα του είναι άκρως διεισδυτικό. «Από πλευράς ποιότητας, Γιαν» του εξηγώ. «Ο τρόπος γραφής, το προσωπικό σου στιλ, ήταν ένα επίπεδο πιο ψηλά από τους περισσότερους συμπατριώτες σου». Τώρα, το βλέμμα του δείχνει δυσπιστία. Μπορεί να μεταφραστεί σαν «αλήθεια μου λες, τώρα;»

«Αυτή είναι μόνο η αρχή» συνεχίζω. «Η διαπίστωσή μου για την υψηλή ποιότητας της γραφής σου συνεχίζεται και στα επόμενα μυθιστορήματα. Και φτάνει στο αποκορύφωμα με την τελευταία τετραλογία, ειδικά με τους “Κινέζικους ψίθυρους” και τις “Μουσικές καρέκλες”. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα...». «Άλλαξες γνώμη;» ρωτάει περίεργος.

Ο Άρνε Νταλ με τον Πέτρο Μάρκαρη

Η πληθωρική εμφάνιση του Πέτρου Μάρκαρη διακόπτει βίαια τη συνομιλία μας. Οι δύο άνδρες συνδέονται με μακροχρόνια φιλία και αμοιβαία εκτίμηση. Αγκαλιές, φιλιά και πνευματώδη πειράγματα ζεσταίνουν περαιτέρω την ατμόσφαιρα. Μπαίνουμε στη γραφική ταβέρνα, όπου μας περιμένει το επιτελείο του εκδοτικού οίκου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Ο Νταλ ακολουθεί ευλαβικά τις γαστρονομικές προτάσεις του Μάρκαρη. Στο συγκεκριμένο τομέα, ο διάσημος Σουηδός αποδέχεται χωρίς αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία του έλληνα ομολόγου του.

«Οπωσδήποτε στα πρώτα, χωριάτικη σαλάτα...»

Ο Μάρκαρης μου εξηγεί ότι την πρώτη φορά που την δοκίμασε ο Νταλ, ζήτησε να αλλάξει υπηκοότητα. Και δεν την παραλείπει ποτέ από το μενού, όταν επισκέπτεται τη χώρα μας. Αυτή τη φορά όμως είναι προετοιμασμένος να τον εκπλήξει. Παραγγέλνει γίγαντες Πρεσπών με σπανάκι, εξηγώντας μας ότι πρόκειται για παλιά πολίτικη συνταγή. Κλείνει το μενού με κεφτέδες και κόκκινο κρασί.

«Έχω βαρεθεί τους αστυνομικούς ήρωές σου να τρώνε τοστ και να πίνουν μπίρες. Άντε στην καλύτερη περίπτωση και καμιά πίτσα» σχολιάζει γελώντας στον Νταλ.

«Γιατί δεν βάζεις κάποιον σουηδό αστυνομικό να έρχεται για διακοπές στην Ελλάδα, να γνωρίζει κάποια γυναίκα, που θα είναι εξαιρετική μαγείρισσα, θα αρχίσει να του φτιάχνει τα καλύτερα ελληνικά φαγητά...» προτείνω.

«Είναι η καλύτερη ιδέα, που άκουσα τον τελευταίο μήνα» ομολογεί χαμογελώντας. Τον ρωτάω πώς γράφει. Απαντάει αβίαστα, αυθόρμητα, χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει οτιδήποτε. Ζει σ’ ένα πολύ μεγάλο σπίτι, όπου έχει έναν απομονωμένο χώρο για να γράφει. Απόλυτη ησυχία, μακριά από κάθε θόρυβο που μπορεί να τον αποσπάσει. Κι όμως...  «Προτιμάω να γράφω στον χώρο όπου ζω. Στο λίβιν ρουμ. Βλέπεις, τα παιδιά έχουν φύγει από το σπίτι, οπότε μπορώ να συγκεντρωθώ καλύτερα...»

Η μία ερώτηση φέρνει συνήθως μία απάντηση, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει στην επόμενη ερώτηση.
«Τα παιδιά... Έχεις παιδιά, Γιαν;»
«Δύο κόρες» δείχνει λίγο περήφανος.
«Πώς και μας προέκυψαν;»
«Έχω παντρευτεί δύο φορές...»

Ο Άρνε Νταλ με τον Πέτρο Μάρκαρη και τον Γρηγόρη Αζαριάδη

Επανερχόμαστε στον τρόπο που γράφει. «Ξεκινάω το πρωί. Κατεβάζω ένα φυσικό χυμό και τρώω ένα τοστ. Συνήθως με φιστικοβούτυρο. Μου αρέσει πολύ. Μπορεί κι ένα αυγό. Βάζω την καφετιέρα... Θα πιω μέχρι τέσσερις κούπες τη μέρα. Γράφω συνέχεια. Κάνω μόνο λίγα διαλείμματα και συνεχίζω μέχρι αργά το βράδυ...»

«Δουλεύεις, δηλαδή, πολλές ώρες;»
«Υπάρχει πάντοτε μια μεταβατική περίοδος. Αργώ να ξεκινήσω. Σκέφτομαι πολύ χρόνο μέχρι να γράψω την πρώτη αράδα. Κοιτάζω ξανά και ξανά τη λευκή οθόνη και νιώθω έντονα αυτό που λέμε “ο φόβος μπροστά στη λευκή σελίδα”. Είναι κάτι που με τρομάζει...»
«Οπότε περιμένεις την έμπνευση να ξεκινήσεις...»
«Είναι δύσκολο. Επίπονο. Μετά όμως, όταν αρχίσω να γράφω τις προτάσεις και να γεμίζω τις σελίδες, είμαι ασυγκράτητος» γελάει πάλι αυθόρμητα. «Δουλεύω με έντονο, σκληρό ρυθμό. Πολλές συνεχόμενες ώρες...»
«Το βράδυ;»
«Συνήθως έρχεται η φίλη μου... Φυσικά, σταματάω. Τρώμε κάποια σαλάτα, πίνουμε ένα ποτήρι κρασί και τότε χαλαρώνω...»

Γυρίζω στον Μάρκαρη.

«Αλήθεια, Πέτρο, εσύ πώς γράφεις;»
«Συμμερίζομαι την αρχική μεταβατική περίοδο που είπε κι ο Γιαν. Εγώ μένω μόνος. Η θυγατέρα μου μένει κοντά, στο διαμέρισμά της. Οπότε, έχω την ευκαιρία να απομονωθώ και να δουλέψω την πλοκή με την ησυχία μου».
«Τι σημαίνει αυτό χρονικά;»
«Ένα τρίμηνο περίπου. Μετά, μπαίνω στην κανονική ροή της συγγραφής».
«Πόσες ώρες δουλεύεις τη μέρα;»
«Ένα κανονικό οχτάωρο. Από τις δέκα μέχρι τις δύο το μεσημέρι. Σταματάω για να φάω το μεσημεριανό. Ξεκουράζομαι δύο ώρες, κάνω ένα μπάνιο για να πείσω τον εαυτό μου ότι η μέρα ξαναρχίζει και γράφω μέχρι τις οχτώ».
«Γράφεις κι εσύ ασταμάτητα, όπως κι ο Νταλ;»
«Μετά το προκαταρκτικό τρίμηνο, ναι. Γράφω όπου βρεθώ. Δεν έχω κανένα τέτοιο πρόβλημα».

Η επόμενη μισή ώρα αφιερώνεται στο κύριο πιάτο. Ο Μάρκαρης ασχολείται με το λαχταριστό λαβράκι του κι ο Νταλ επιτίθεται στους κεφτέδες του. Γυρίζει και με κοιτάζει αποδοκιμαστικά, καθώς καπνίζω, απολαμβάνοντας τον φραπέ μου.


Η επόμενη μισή ώρα αφιερώνεται στο κύριο πιάτο. Ο Μάρκαρης ασχολείται με το λαχταριστό λαβράκι του κι ο Νταλ επιτίθεται στους κεφτέδες του. Γυρίζει και με κοιτάζει αποδοκιμαστικά, καθώς καπνίζω, απολαμβάνοντας τον φραπέ μου.

«Εδώ και τριάντα χρόνια, δεν τρώω για μεσημέρι» απολογούμαι. «Ή, μάλλον, αυτό είναι το μεσημεριανό μου».

Τον βλέπω να κουνάει το κεφάλι και βιάζομαι να αλλάξω θέμα.

«Όταν γράφεις έχεις κάποιο σκελετό, που ακολουθείς;»

Σκέπτεται για μερικά δευτερόλεπτα. Η απάντησή του καταρρίπτει έναν ακόμη αστικό μύθο του σύμπαντος των αστυνομικών συγγραφέων.

«Σε βασικές γραμμές έχω την πλοκή στο μυαλό μου. Αλλά δεν υπάρχει αυτό που λένε σκελετός. Από τη στιγμή που η πλοκή αρχίζει να εξελίσσεται, τα πράγματα παίρνουν τον δικό τους ρυθμό. Το μυθιστόρημα, οι ήρωες, έχουν τη δική τους ζωή...»
«Αυτοσχεδιάζεις, δηλαδή;»
«Μπορείς να το πεις κι έτσι. Ακολουθώ την αναπνοή του μυθιστορήματος. Αφουγκράζομαι και ακολουθώ τα βήματά του. Όπου με πηγαίνει αυτό ...»
«Συμφωνώ κι εγώ με τον Γιαν» παρεμβαίνει ο Μάρκαρης. «Κι εγώ ξεκινάω να γράφω την πλοκή, χωρίς πολλές φορές να ξέρω πώς ακριβώς θα συνεχίσω. Έχω οπωσδήποτε τη γενική εικόνα, αλλά... Ας πούμε μπορεί να μην έχω αποφασίσει ποιος θα είναι ο δολοφόνος...»

Διαβάζει την έκπληξη στο βλέμμα μου.

«Ειλικρινά. Κι αν τελικά αποφασίσω ποιος θα είναι, μπορεί να στενοχωρηθώ επειδή ο συγκεκριμένος μου ήταν πολύ συμπαθής».
«Οπότε η θεωρία περί σκελετού πάει περίπατο» συμπεραίνω μελαγχολικά.
«Υπάρχει το ένστικτο, η διαίσθηση... σε συνδυασμό με την πολύχρονη εμπειρία, που αποτελούν ισχυρότερους πόλους επηρεασμού του συγγραφέα. Κι εμείς τα εμπιστευόμαστε σε μεγάλο βαθμό».
«Πέτρο, είχες πει σε κάποια στιγμή ότι για να αρχίσεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα πρέπει να θυμώσεις, να εξοργιστείς με κάποια κοινωνικά φαινόμενα...»
«Και το εννοώ. Παρατηρώντας κάποια πράγματα στην κοινωνία μας, φουντώνω. Τρελαίνομαι. Κι αποφασίζω να γράψω γι’ αυτά».
Γυρίζω στον Νταλ.
«Στα μυθιστορήματά σου σκάβεις βαθιά κάτω από την επιφάνεια για να αναδείξεις τα μεγάλα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της χώρας σας, μιας κοινωνίας με μια επιφανειακή εικόνα ευημερίας και κανονικότητας. Κοινωνικό κράτος, ισονομία, ισότητα των φύλων, ευκαιρίες εργασίας για όλους, φροντίδα για το περιβάλλον. Εσύ βγάζεις στον αφρό το μεταναστευτικό, το trafficking, τα ναρκωτικά... Μπήγεις το μαχαίρι στην πληγή, δείχνεις μια κοινωνία, που αντί να τη ζηλεύεις καταλήγεις να συμπάσχεις με τα προβλήματά της».

Φαίνεται ότι αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές του.

Θεωρεί ότι όλα αυτά έχουν σαν αφετηρία τη συγκλονιστική στιγμή της δολοφονίας του Ούλοφ Πάλμε. Είναι το γεγονός που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία της χώρας του κι άλλαξε δραματικά την ψυχοσύνθεση των συμπατριωτών του.

Αρχίζει να μιλάει γρήγορα, με πάθος και πόνο, λες κι απολογείται στο δικαστήριο της συνείδησης και της ηθικής του. Θεωρεί ότι όλα αυτά έχουν σαν αφετηρία τη συγκλονιστική στιγμή της δολοφονίας του Ούλοφ Πάλμε. Είναι το γεγονός που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία της χώρας του κι άλλαξε δραματικά την ψυχοσύνθεση των συμπατριωτών του.

«Ο πρωθυπουργός μας θεώρησε ότι μπορεί να πάει στον κινηματογράφο με τη φίλη του. Χωρίς καμιά συνοδεία. Πέρασε μέσα από κάποια “σκοτεινή, επικίνδυνη” διαδρομή. Κάποιος τον πυροβόλησε...»

Κάνει μια μικρή παύση. Νιώθω την εσωτερική πάλη μέσα του.

«Αυτή η σφαίρα, Γρηγόρη, σκότωσε την αθωότητα της χώρας μας...»
Πόσο ποιητικά εκφράζει το δράμα μιας ολόκληρης κοινωνίας, σκέφτομαι.

«Μέσα από την τρύπα που άνοιξε στο σώμα του Πάλμε, είδαμε να ξεπροβάλλουν οι πιο φρικτοί μας εφιάλτες».
«Εκεί κατέρρευσε η κοινωνία σας;»

Ξαναβρίσκει λίγη από τη χαμένη αυτοπεποίθηση.

«Δεν μπορώ να πω ότι κατέρρευσε. Αλλά σίγουρα, συνειδητοποιήσαμε ότι μιας κι αυτά τα τρομερά πράγματα μπορούν να συμβούν και στη δική μας χώρα, είμαστε κι εμείς σαν όλες τις υπόλοιπες χώρες. Δεν έχουμε τίποτε να ξεχωρίζουμε και δεν μπορούμε να είμαστε ασφαλείς για τίποτε».
«Είσαστε, δηλαδή, απλοί θνητοί...»

Χαμογελάει μελαγχολικά.

«Ποτέ δεν πιστέψαμε ότι είμαστε υπεράνω όλων. Απλά νομίζαμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία προνομιούχων. Κι αυτή η αίσθηση κατακερματίστηκε».

Προσπαθώ να τον αποφορτίσω.

«Η ποιότητα της γραφής σου είναι μοναδική. Με το τελευταίο σου βιβλίο, το «7-1» φτάνεις στο ταβάνι της ποιοτικής κλίμακας. Τι άλλο μπορούμε να περιμένουμε από τον Άρνε Νταλ;»
«Δεν υπάρχει ταβάνι. Πάντα προσπαθείς για το καλύτερο. Το πιο διαφορετικό, ας πούμε».
«Προσωπικά, θεωρώ ότι υπήρξαν τρεις κορυφές στην ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Πρώτα οι Τσάντλερ και Χάμμετ. Μετά, το neopolar. Μανσέττ και οι επίγονοι. Και τέλος, το ζεύγος των σουηδών πρωτοπόρων Σγιεβάλ Βαλέε, που σχεδόν όλοι οι συμπατριώτες σου δέχονται ότι τους έχει επηρεάσει... Ο ήρωάς τους, επιθεωρητής Μπεκ, αποτέλεσε αρχετυπικό πρόσωπο για όλους. Από τον Βαλάντερ μέχρι τον Χάρυ Χόλε...»

Γελάει πάλι με εκείνο τον ζεστό, ήρεμο τρόπο του.

«Αυτή είναι η δική σου άποψη, Γρηγόρη. Δέχομαι την επιρροή από τον Τσάντλερ. Ο πρώτος βέβαια που επηρέασε τον τρόπο που σκέφτομαι και γράφω είναι ο Χέννινγκ Μανκέλ, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάστηκε από τους Σγιεβάλ Βαλέε, όπως κι όλοι μας, όπως ανέφερες».
«Στην τελευταία τριλογία του, το σκηνικό μεταφέρεται από την Ευρώπη πίσω στη χώρα σου. Πρόκειται συμβολικά για μια “επιστροφή στις ρίζες”, μια μεταστροφή από την εξωτερική πλοκή του έργου προς τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων;»
«Θα το έλεγα επιστροφή στις ρίζες. Από τα προβλήματα της ενωμένης Ευρώπης και μιας σχετικά ομογενοποιημένης κοινωνίας στα προβλήματα της χώρας μου. Είναι μια εσωτερική παρόρμηση να βουτήξω βαθύτερα σε μια φόρμα ψυχολογικού θρίλερ. Ήθελα να γράψω ένα τέτοιο μυθιστόρημα όπου το συναίσθημα αγγίζει τα όρια της παράνοιας, όπου πραγματικά δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς... Όλα είναι ρευστά, λες και βαδίζεις σε κινούμενη άμμο...»
«Είσαι πεισμένος ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει τελικά τη λύση των προβλημάτων μας;»
«Όχι και τόσο. Από την άλλη μεριά, όμως, είναι το μόνο που έχουμε. Και πρέπει να παλέψουμε μέσα στα πλαίσιά της για να στήσουμε αναχώματα σε επικίνδυνα φαινόμενα που παρατηρούμε. Όπως, για παράδειγμα, την άνοδο φασιστικών και ρατσιστικών κομμάτων στις χώρες μας».

Συνεχίζει και εξηγεί ότι κατά την άποψή του το «ποιος έκανε το έγκλημα» αποτελεί πλέον απλά το γενικότερο πλαίσιο του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος. Κάτι σαν ντεκόρ. 

Συνεχίζει και εξηγεί ότι κατά την άποψή του το «ποιος έκανε το έγκλημα» αποτελεί πλέον απλά το γενικότερο πλαίσιο του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος. Κάτι σαν ντεκόρ. Το πραγματικό έγκλημα συμβαίνει κάπου αλλού κι εμείς σαν συγγραφείς πρέπει να σκάψουμε σε μεγαλύτερο βάθος και να ανακαλύψουμε τα κοινωνικά και τα ψυχολογικά αίτια, που οδήγησαν τον ένοχο να διαπράξει το έγκλημα. Έχουμε περάσει από το «whodunit» στο «whydunit». Hεξιχνίαση μιας δολοφονίας, η αποκάλυψη του ενόχου, μοιάζει να έχει λιγότερο ενδιαφέρον από την αποκάλυψη των λόγων, που τον οδήγησαν στη δολοφονία... Ποιο ήταν το κίνητρο, δηλαδή.
Επανέρχεται στις επιρροές από το ζεύγος Σγιεβάλ για να αποκαλύψει ότι οι σουηδοί πρωτοπόροι είχαν υιοθετήσει την πρακτική του Εντ Μακ Μπαίην, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κλασικού police procedural, μεταφέροντας το κέντρο βάρους από τον ιδιωτικό ντετέκτιβ στην επίσημα αστυνομία. 

«Οι Σγιεβάλ Βαλέε δημιούργησαν τον αρχετυπικό χαρακτήρα του επιθεωρητή Μπεκ, που αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο έχτισαν όλοι οι αστυνομικοί συγγραφείς της δικής μας γενιάς τους δικούς τους ήρωες. Επιπλέον, γνωστοί για τις τροτσκιστικές ιδεολογικές προτιμήσεις τους εισήγαγαν και το στοιχείο του σχολιασμού και της κριτικής του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος».

Πιστεύει ότι η έρευνα πριν από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος αποτελεί ένα πολύ σημαντικό και απαραίτητο στοιχείο για κάθε συγγραφέα. 

«Πάντα συνεργάζομαι με ειδικούς σε διάφορα θέματα, για παράδειγμα μιλάω με αστυνομικούς και ψυχολόγους. Όμως, δεν είμαι υπέρμαχος της “απόλυτης ρεαλιστικότητας”. Θα ακούσω προσεκτικά τη γνώμη τους, αλλά τελικά πριν την γράψω θα πρέπει πάντα να περάσει μέσα από το δικό μου φίλτρο, έχοντας σαν προτεραιότητα τις ανάγκες της μυθοπλασίας».

Δεν είναι απόλυτος για το αν ο αστυνομικός συγγραφέας πρέπει να σχολιάζει και να παίρνει θέση πάνω σε όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη κοινωνία.

«Εγώ το κάνω στα βιβλία μου. Έχω κάποια συγκεκριμένη οπτική, βέβαια. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι η κριτική είναι συνάρτηση της ιδεολογικής τοποθέτησης του κάθε συγγραφέα. Είναι διαφορετική η προσέγγιση ενός νεοφιλελεύθερου από ένα σοσιαλδημοκράτη ή ένα ακόμη πιο ριζοσπαστικό άτομο». 

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο γραφής των περισσότερων σκανδιναβών αστυνομικών συγγραφέων. Οι περισσότεροι δουλεύουν πολύ εντατικά στον τομέα της αστυνομικής πλοκής. Δίνουν τη μεγαλύτερη έμφαση στην εξέλιξη της υπόθεσης. Στους φόνους και στην προσπάθεια των διωκτικών αρχών για την εξιχνίασή τους. Κάποιοι άλλοι προσθέτουν το κοινωνικό υπόβαθρο, όπως προαναφέραμε. 

«Πέραν του περιβάλλοντος που εκτυλίσσονται τα μυθιστορήματα, δηλαδή χιόνι, απόλυτο ψύχος, σκοτάδι κ.λπ., είναι αρκετά τα κοινά στοιχεία για να τους εντάξουν σε αυτό που λέμε “Σκανδιναβική σχολή” του αστυνομικού μυθιστορήματος. Δεν είναι απλά ότι όλοι ζουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο».

Θεωρεί ότι η επιτυχία του Nordic noir (όπως χαρακτηρίζουν οι ειδήμονες το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα) οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. 

«Θα ξεκινούσα από τον σχολιασμό και την κριτική ματιά στα όσα συμβαίνουν κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια της κοινωνίας μας και την επίπτωση που έχουν στο ψυχολογικό προφίλ των πολιτών. Μετανάστευση, trafficking, ναρκωτικά, αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών, έξαρση των δραστηριοτήτων του υποκόσμου γενικότερα. Θα συνέχιζα με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα, που τονίζεται ακόμη περισσότερο με τις κλιματολογικές συνθήκες και έχει τελικά επίδραση στη διαμόρφωση των χαρακτήρων των μυθιστορημάτων. Και θα συμπεριλάμβανα τελικά την πολυδαίδαλη πλοκή και τον καταιγιστικό ρυθμό, που παραπέμπει σε κινηματογραφική ή,  καλύτερα, τηλεοπτική οπτική». 

«Στα περισσότερα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα, το στερεότυπο της μοιραίας γυναίκας, της femme fatale, που περιγράφεται ως ωραία, σκληρή, χωρίς αισθήματα και συνήθως προδίδει τον τίμιο ήρωα, έχει πλέον παραχωρήσει τη θέση του σε μια δυναμική περσόνα με έντονη προσωπικότητα...

Μια ακόμη ενδιαφέρουσα μεταβλητή στη φόρμουλα της επιτυχίας είναι και η διαφορετική και αρκούντως αναβαθμισμένη εικόνα της γυναίκας στην εξέλιξη της πλοκής. 

«Στα περισσότερα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα, το στερεότυπο της μοιραίας γυναίκας, της femme fatale, που περιγράφεται ως ωραία, σκληρή, χωρίς αισθήματα και συνήθως προδίδει τον τίμιο ήρωα, έχει πλέον παραχωρήσει τη θέση του σε μια δυναμική περσόνα με έντονη προσωπικότητα, που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο είτε στον κόσμο των καλών είτε σε αυτό των παρανόμων».

Την ώρα που αποχωρούμε από τον «ΕΥΡΙΠΙΔΗ», ο Άρνε Νταλ με αποχαιρετάει και με ευχαριστεί για την παρουσίαση και τις πολύ ζωντανές κι ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχαμε στη διάρκεια του διημέρου. Κλείνουμε ραντεβού για την επόμενη επίσκεψή του.

«Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο;» μου λέει.
«Βεβαίως».
«Εκτός από τα δικά μου βιβλία, είδα ότι το κοινό αγόρασε και κάποιο ελληνικό...»
«Ναι», χαμηλώνω τη φωνή, «Ήταν ο “Σκοτεινός λαβύρινθος”. Και το έχω γράψει εγώ».

Με κοιτάζει με απορία και σπεύδω να του εξηγήσω τον λόγο.

«Είπα στο τέλος της παρουσίασης ότι το έχουμε γράψει μαζί, αλλά δεν θέλησες να μπει και το δικό σου όνομα επάνω».

Γελάει. Βγάζει το κινητό του και μου δείχνει ένα νούμερο με πολυάριθμα ψηφία.

«Το IBAN του λογαριασμού μου. Ξέρεις... Για τα ποσοστά μου».  


* Το τελευταίο βιβλίο του Γρηγόρη Αζαριάδη «Σκοτεινός λαβύρινθος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο