Βιβλιο

Η Ιωάννα Καρυστιάνη επιστρέφει με τις «Χίλιες ανάσες»

Κι αν μπορείς, ζήσε κι εσύ στο νησί Κουκούτσι, όπως το κατοικούν οι ηρωίδες της

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια μηχανικός αυτοκινήτων, μια μεταφράστρια βιβλίων, και μια ακόμη, αιωνίως παραμένουσα στο Κουκούτσι, το νησί της καταγωγής τους, αόρατο, μικρό, κάπου στη στοίβα του Αιγαίου. Η Πηγή, η Πόπη και η Πέπη, ανεξαρτήτως προσωπικών πορειών, άτυχων γάμων, σπουδών, μη σπουδών, ταξιδιών ή ακινησίας, παιδιών ή σόλο ύπαρξης, ξαναβρίσκονται. Ανταμώνουν και πάλι όπως παλιά ως συμμαθήτριες, εξαιτίας του μυστηριώδους θανάτου του Στέλιου, άντρα της Πηγής, στον γενέθλιο τόπο.

Τα 3Π! Στο Κουκούτσι όπου η ιστορία και τα γεγονότα μεγάλου βεληνεκούς που ζουν η Ελλάδα και ο κόσμος φτάνουν μόνο σαν απόηχος. Πορείες, Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα, προσφυγικές ροές, καρυδότσουφλα που ντανιάζουν μετανάστες στα κέντρα αφιλόξενης φιλοξενίας, περνούν ξυστά σαν ειδήσεις από το Κουκούτσι. Το πολύ να δώσουν προσοχή οι άνθρωποι, σ' αυτόν τον τόπο, στα νέα για τις περικοπές των συντάξεών τους. Κάτι δηλαδή που τους αφορά πρακτικά. Από κει και πέρα άλλη η Ελλάδα των αστικών κέντρων κι άλλοι οι ξεχασμένοι εδώ στο Κουκούτσι. Άλλα στραπάτσα κερνάει ο καπιταλισμός των μητροπόλεων κι άλλου είδους σεκλέτια έχουν στα μικρά μέρη, όπου τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την αταραξία του χρόνου. Εδώ άλλα τους αφορούν, αυτά που καθημερινά αναμοχλεύονται γκαρίζοντας κακόφωνα σαν χαλασμένα καρμπιρατέρ ή κιβώτια ταχυτήτων, από αυτά των αυτοκινήτων που φέρνουν οι ντόπιοι στο συνεργείο της Πηγής. Η Πέπη, πάντως, δείχνει σχεδόν να αδιαφορεί για όλα, το φάρμακο, η άμυνά της είναι οι ταινίες. Σε ντιβιντί, είπαμε το νησί είναι τόσο μικρό, που δεν έχει ούτε σινεμά, ο νοικιασμένος Ρόμπερτ Μίτσαμ όμως έχει τον τρόπο του να τη φλερτάρει από τη μικρή οθόνη του σπιτιού της. Και να την κάνει να ξεχνά και τον μακαρίτη τον άντρα της αλλά και να βάζει προδιαγραφή για τον επόμενο, που την φλερτάρει. Έναν Μακεδόνα αστυνομικό που ήρθε με μετάθεση και την καλοκοιτά. Και ψάχνει τα περί του θανάτου του Στέλιου.

Στο Κουκούτσι οι ηρωίδες της Καρυστιάνη ζουν το σήμερα και το χθες, χωρίς την ποσόστωση των μίντια, πως δηλαδή φλέγον είναι το συμβαίνον. Αυτό που βράζει. Και πως το χθες απλώς πέρασε, έφυγε, πήγε. Ο θάνατος του Στέλιου, άντρα της Πηγής, που μπορεί να είναι αλλά και να μην είναι αυτοκτονία ή δολοφονία, ατύχημα ή εκ προμελέτης, μοιάζει να καθορίζει την κοινή ζωή των τριών Π, με πρώτη φυσικά τη γυναίκα του. Αλλά και τις υπόλοιπες, που προστρέχουν προς παρηγοριά. Γιατί οι τρεις τους είναι δεμένες με μια μεγάλη φιλία. Παιδική, που έγινε ενήλικη, δεμένες και νοιαστικές η μια για την άλλη, άδολα και γενναιόφρονα. Σε αντίθεση με τους άντρες του νησιού και ειδικά της πρώην αυτοκόλλητης παρέας του Στέλιου, που κάθε άλλο παρέα πλέον τη λες. Συνηθισμένες γυναίκες. Γεμάτες φοβίες για τον χρόνο που περνά και τις κερνά κυτταρίτιδα στους γλουτούς και παχάκια γύρω από τη μέση. Ειδικά της Πόπης, που επέστρεψε από την Αθήνα για πάντα πλέον στο νησάκι. Εκεί που ζωντανοί και πεθαμένοι, κανονικοί και λαλημένοι, ζώα, πουλιά, αέρας, βράχια, χωράφια και καφενεία, παπάδες, Βρετανίδες ψυχολόγοι που αποσύρθηκαν από τον τόπο τους προτιμώντας εθελοντικά να μονάσουν, αδύνατον να διαχωρίσουν το χθες από το σήμερα.

Όλα στις «Χίλιες ανάσες» μοιάζουν σαν πίνακας - ο ζωγράφος έριξε ανάκατα χρώματα και χρόνο. Χθες, σήμερα, μνήμη, παρόν και η κορνίζα που καλιμπράρει τον πίνακα, η ανάγλυφη που τον περικυκλώνει, σαν να μην μπορεί να κρεμαστεί από κανέναν τοίχο. Γι' αυτό και η ιστορία της Καρυστιάνη πάει πίσω μπρος. Από τον φόβο στην ελπίδα, από τα ορατά στα αόρατα, από τα εφηβικά φιλιά στις ενήλικες στείρες από σώμα και έρωτα νύχτες. Τότε που και οι τρεις ηρωίδες, κατάμονες, κάνουν απολογισμούς ύπαρξης. Μελαγχολούν, ξεμελαγχολούν, η ζωή, λέει κάπου στο βιβλίο, άλλες φορές τρίβεται πάνω σου απαλά σαν γάτα. Άλλες, πάλι, σαν ακονισμένο λεπίδι γδέρνει αλύπητα, πλειστάκις σε απολεπίζει ως βούρτσα περιποίησης. (ελεύθερη μετάφραση και από μνήμης το quote).

Είναι πεντακάθαρη η γραφή της Καρυστιάνη σ' αυτό το μυθιστόρημα. Λυρικός τόνος, που όμως, όταν περνάει στον κοφτερό ρεαλισμό, γίνεται αδυσώπητος, μια γραφή συμπυκνωμένη όπως και οι εποχές στο νησί Κουκούτσι. Που για πότε τον βράχο που χαρίζει μελομένη θέα στο ηλιοβασίλεμα τον κάνουν παγίδα θανάτου δεν το καταλαβαίνεις.

Οι 3Π είναι συνηθισμένες γυναίκες. Καθημερινές. Που σε μια εποχή που οι ανάσες της τελειώνουν, αυτές παλεύουν να βρουν κάτι που θα καθαρίσει τα πνευμόνια τους. Γυναίκες που κάνουν απολογισμούς περί του κόστους της προσαρμοστικότητας σε λογής προδιαγραφές που βάζει ο τόπος. Αλλά και ο χρόνος, ο χρόνος μόνιμα παρών στις μυθιστορίες της Καρυστιάνη. Οι ελλειμματικοί υπολογισμοί όχι μόνο της εθνικής οικονομίας αλλά και των χρεοκοπημένων από όνειρα και στόχους Πηγής, Πέπης και Πόπης.

Το «Χίλιες Ανάσες» μπορεί κάποιος να το διαβάσει και σαν ηθογραφία. Γιατί όχι και σαν ένα βαρύ νουάρ, φορές αστυνομικό, φορές υπαρξιστικό. Άλλος, σαν μυθιστόρημα για την Ελλάδα της κρίσης. Άνετα μπορείς να κοτσάρεις και το κλισέ «που μπορεί να γίνει αφορμή για μια επανεκκίνηση, προσφέροντας μια μοναδική ευκαιρία». Το σίγουρο πάντως είναι πως η Καρυστιάνη έγραψε ένα βιβλίο που πάλλεται και χτυπά και αιματώνει σαν ζωντανή φλέβα. Οι «Χίλιες Ανάσες», ακόμα κι όταν τα 3Π βυθίζονται στη θλίψη, την ακηδία του πένθους ή την κατάθλιψη, διατηρούν ως προς τη γραφή το νεύρο αλλά και τα νεύρα τους, το χιούμορ και τη λυπησάρα τους. Πάντως απαρατήρητα ή επί τροχάδην είναι αδύνατον να το διαβάσει κανείς. 

Οι «Χίλιες Ανάσες» κυκλοφορούν από τον Καστανιώτη και στο εξώφυλλό τους έχουν, όπως πάντα, έναν πίνακα της αλησμόνητης Άννας Παλιεράκη.