Βιβλιο

Σαν να μην άλλαξε τίποτα στο Λυκαβηττό

Το διήγημα που κέρδισε την 9η διάκριση στο Διαγωνισμό Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Της Ιωάννας Βράκα

Η Λήδα και ο Παύλος στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον ανάμεσα στα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ του Λυκαβηττού, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Είχαν να βρεθούν ακριβώς εικοσιτέσσερα χρόνια και δύο μήνες. Όσο ακριβώς είναι η κόρη τους σήμερα.

Από 17 χρονών ήταν μαζί. Κι όταν γεννήθηκε η Μυρτώ – δυο μήνες μετά τα βροντήξανε. Μπήκαν μαζί στο πανεπιστήμιο, εξερεύνησαν μαζί τα βιβλία, τις μουσικές, την πολιτική, τα σώματά τους, τον έρωτα, τη φιλία. Ήταν κι άλλες οι εποχές. Λίγο μετά την μεταπολίτευση, όλα ήταν καινούργια κι ανοιχτά να ανακαλυφθούν σ' όποιον ήθελε να το κάνει. Κι αυτοί πιο καινούργιοι απ' όλους: Οι φωτισμένοι της γενιάς τους.

Δεν υπήρχε δρόμος στην Αθήνα που να μην τον περπάτησε ο έρωτάς τους, γωνιά που να μην κούρνιασε τ' αγκάλιασμά τους. Το σινεμά το θερινό στη Λουκιανού με το γιασεμί να μοσχοβολάει γύρω τους, τα μεσημέρια στο Ελλάς στο Παγκράτι που της μάθαινε τάβλι, τα ξενύχτια στη Φωκίωνος με τους φίλους, το παγωτό της φωτιάς στη Φιλαδέλφεια που της άρεσε εκείνης. Και πήγαιναν στου Κανάκη κάτι κυριακάτικα απογεύματα και όταν έσφιγγαν οι ζέστες για μπάνιο στη Σαρωνίδα με το λεωφορείο.

Όλα πήγαιναν όπως έπρεπε να πηγαίνουν; και τότε γιατί αφού παντρεύτηκαν και δυο μόλις μήνες αφού γεννήθηκε το παιδί, σηκώθηκε μέσα τους ανεμοθύελλα, καυτός μονσούν και σάρωσε τις ζωές τους;

Η Λήδα δήλωσε πως δεν ήθελε να μείνει μόνο σύζυγος και μητέρα, όχι δεν της έφτανε μόνο αυτό, δεν ήθελε να μεγαλώσει τα δυο της παιδιά, και τίποτ’ άλλο. «Δυο παιδιά γιατί; Μια κόρη έκανες!» τη ρώτησε τότε η μάνα της. «Τον Παύλο και τη Μυρτώ, μαμά… απάντησε, τι νομίζεις πως θέλει αυτός ο άντρας από μένα; Να τον μεγαλώσω! Να βγάλω το φίδι του από την τρύπα…»

Ο Παύλος μετά από αυτές τις δηλώσεις επίσης τοποθετήθηκε: ήθελε να ταξιδέψει, ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, ήθελε να γνωρίσει τον εαυτό του, μακριά από παρανοϊκές συζύγους και απελπισμένες μάνες. Δεν μπορούσε να 'κλειστεί' σε μια ζωή στην Αθήνα. Σπίτι του θα ‘ταν ο κόσμος. Γνήσιος κοσμοπολίτης σαν το γιατρό πατέρα του. Γιατί όχι;

Πέσαν όλοι πάνω τους. Φίλοι, γνωστοί, οικογένειες. Όχι. Έφυγαν. Και οι δύο. Για Ανατολές κι Ευρώπες…

Το παιδί έμεινε με τη γιαγιά στην Κυψέλη. Μάνα της Λήδας, η μεσοαστή κυρία Ερμιόνη, χήρα ανώτερου δημόσιου υπάλληλου, κρίθηκε η κατάλληλη. Η άλλη, η Φωφώ, ανώτερης κοινωνικής τάξης δεν το συζήτησε καν. Δεν τέθηκε κιόλας ποτέ πραγματικά το ερώτημα γιατί η Φωφώ, επίσης χήρα Μεγαλογιατρού στον Ευαγγελισμό και Κολωνακιώτισσα, μήνες μετά γλίστρησε είπαν, κι έφυγε από τον τέταρτο στα κράσπεδα της Πατριάρχου Ιωακείμ. Στον τόπο φυσικά!

Η Μυρτώ, κόρη Λήδας και Παύλου επρόκειτο να μεγαλώσει στο τεσσάρι ρετιρέ της πλατείας Κυψέλης . Εκεί που μεγάλωσε και η Λήδα.

Τα χρήματα δεν έλειψαν ποτέ από το παιδί. Ίσα - Ίσα. Και οι δύο έγιναν αυτό που λέμε άκρως επιτυχημένοι. Φωτογραφίες και ρεπορτάζ της Λήδας δημοσιεύονταν απ' όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία του κόσμου. Δεν υπήρχε πόλεμος, φυλή στον Αμαζόνιο, κίνημα στον πλανήτη που να μην το ‘χει καλύψει πρώτη αυτή.

Κι ο Παύλος; Υψηλόβαθμο στέλεχος ελβετικής εταιρείας στην αρχή, διευθυντικό και μέτοχος αργότερα πολυεθνικής με συμφέροντα στην Ταϋλάνδη και την Ιαπωνία.

Κανείς τους δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά κανέναν. Μια φορά μονάχα που ο Παύλος κινδύνεψε να «δεθεί» με μια Βελγίδα, έδωσε ραντεβού με τη Λήδα στις Βρυξέλλες κι αφού περάσανε τη νύχτα μαζί σε ένα ανομολόγητα άγριο απαύτωμα στο ξενοδοχείο President, (αυτό το περιστατικό δε μετρήθηκε ποτέ μέσα στα εικοσιτέσσερα χρόνια και δύο μήνες), o Παύλος διέλυσε τον αρραβώνα του και ξαναχάθηκε στην Γη του Πυρός. Η Λήδα, πάλι, έκανε να έρθει στην Ευρώπη εξαετία…

Καλοκαίρι 2013, αρχές του Ιουνίου, τους βρήκε το σήμα της κυρίας Ερμιόνης. Έδειχνε πανικόβλητη. «Το κορίτσι ειν' ερωτευμένο. Μ' έναν ξένο. Αφρικάνο. Δε λέω, καλό παιδί, σπουδάζει εδώ αλλά η κατάσταση είναι μυστήρια στην Αθήνα… και το έγχρωμο παλληκαράκι έχει τρομάξει. Θέλει να πάρει την Μυρτώ να φύγουν απ' την Ελλάδα. Όχι ακριβώς στην Αφρική, κάτι χειρότερο… στην Αυστραλία λένε. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι να κάνω.»

23 χρονών η Μυρτώ, όσο ακριβώς ήταν κι αυτοί όταν χώρισαν.

Η τύχη; η μοίρα; η ζωή που κάνει κύκλους; και τις αποφάσεις που δεν πήρες στον προηγούμενο κύκλο στις φέρνει στον επόμενο; πού να ξέρει κανείς.

Ήρθαν κι οι δύο Ελλάδα.

Μεσημεριανό τραπέζι στο σπίτι της γιαγιάς. Τα μάτια της Μυρτώς βγάζουνε φλόγες. Μετά από αμηχανίες και κάποια ελάχιστα υπονοούμενα ενώ τα πιρούνια κάναν εκκωφαντικούς θορύβους στα πιάτα, η Μυρτώ πήρε εντελώς αιφνιδιαστικά το λόγο. Και είπε τα εξής:

«Τι μου κουβαληθήκατε εδώ; ποιοί είσαστε εσείς; Πατέρας δικός μου; Και που το ξέρω εγώ; Με γνωρίζεις; Ξέρεις τι θέλω, τι ονειρεύομαι; Τα λεφτά σου νομίζεις μου λείπανε; Κι εσύ πάλι; Άιντε μια και είσαι τόσο καλή φωτογράφος στο επιτρέπω! Βγάλε με μια φωτογραφία και ξαναφύγε. Μαμά μου εμένα είναι η γιαγιά που έμεινε να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά. Τώρα η φωτιά φούντωσε και καίει τα πάντα. Θα κάνω κι εγώ τα δικά μου ταξίδια. Ναι, θα φύγω με τον Γιόζεφ. Μαζί του. ΚΑΙ θα μείνω μαζί του. Να μεγαλώσω τα παιδιά που θα μου κάνει. Όχι, ούτε σας αναγνωρίζω, ούτε μοιάζουμε…»

Και η γιαγιά Ερμιόνη: «Μυρτώ πρόσεχε πως μιλάς»

«Όχι γιαγιά! Ετούτοι εδώ, πριν από μένα, προδώσανε τον έρωτά τον ίδιο. Όχι εγώ…»

Το πιρούνι της έπεσε στο πάτωμα. Ακούστηκε κουδούνι. «Πάνω στην ώρα» είπε σκληρά. «Δεν θα χρειαστεί να με πάτε αύριο στο αεροδρόμιο – εκτός κι αν ταξιδεύετε κι εσείς για τις πατρίδες σας». Άρπαξε μια τσάντα και βρόντηξε την πόρτα, πίσω της.

Αν έπεφτε καρφίτσα μες το διαμέρισμα θ' ακουγόταν πάταγος.

Η Ερμιόνη τραβάει σκυφτή για την κουζίνα. Η Λήδα πλησιάζει το παράθυρο και βλέπει τη Μυρτώ να καβαλάει μια μηχανή. Οδηγός ένας σοκολατένιος άντρας. Ο Παύλος της σκουπίζει το στόμα του από μια τελευταία μπουκιά και μετά σηκώνεται… με το άλλο του χέρι σκουπίζει το δακρυσμένο μάγουλό της Λήδας.

«Πάμε Λυκαβηττό;» της λέει, σχεδόν παιδικά.

Η Λήδα και ο Παύλος στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, ανάμεσα στα αυτοκίνητα του Λυκαβηττού, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Πλησιάζουν λίγο αδέξια στην αρχή. Μετά, το σώμα νικάει, σχεδόν αυτόματα ανακαλεί τη μνήμη. Η μνήμη τα μάτια. Τα μάτια τα χείλη. Εκείνος της ανασηκώνει το πρόσωπο.

«Δε θα το αφήσουμε αυτή τη φορά. Η Μυρτώ είναι εσύ κι εγώ μαζί. Οι δυο μας σε ένα.»

Η Λήδα τον κοιτά: «Λες να μας μάθει πώς ολοκληρώνονται οι ζωές;»

«Δεν κάναμε για γονείς, για εραστές μόνο».

Στα πόδια τους η εσπερινή Αθήνα, σαν να μην άλλαξε τίποτα, ποτέ. Ένα αεροπλάνο πετάει πάνω από τα κεφάλια τους κάνοντας πολύ δυνατό θόρυβο.

Στην κουζίνα της η κυρά – Ερμιόνη θα κλαίει από θλίψη κι από χαρά μαζί, όταν το επόμενο απόγευμα η Μυρτώ με τον Γιόζεφ θα ταξιδεύουνε πια για το Μόντρεαλ κι η Λήδα με τον Παύλο θα της ανακοινώνουν πως αποφάσισαν να μείνουνε στην Αθήνα, συγκάτοικοι σε ένα σπίτι στη Σαρωνίδα κατά προτίμηση. Και θα ’ναι σαν το ρετιρέ της πλατείας Κυψέλης να μεταμορφώνεται σε παραθαλάσσιο κι απ’ το παράθυρό να έχει μπει όλος ο ήλιος του απογεύματος και όλη η αύρα του Σαρωνικού να στεγνώσει τα δάκρυά της.


Διαγωνισμός Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου 

Το Διαγωνισμό Διηγήματος μέσω Αυτοματικής Γραφής με θέμα «Η καλοκαιρινή Αθήνα προσπέρασε» διοργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο. Μετά το σεμινάριο του Θράσου Καμινάκη (Μικρό Πολυτεχνείο), η Κριτική Επιτροπή κατέληξε στους 12 διακριθέντες. Και τα 12 κείμενα θα τα διαβάσετε στο site της ATHENS VOICE (Χορηγός επικοινωνίας).

Οι νικητές:

1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΡΕΤΤΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

2. MANOSNEF ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Διαβάστε εδώ το διήγημα

3. ΈΛΕΝΑ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

4. ΑΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

5. ΝΑΣΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Διαβάστε εδώ το διήγημα

6. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΛΟΦΤΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

8. ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΟΥΒΑΡΑ Διαβάστε εδώ το διήγημα

9. ΙΩΑΝΝΑ ΒΡΑΚΑ Διαβάστε εδώ το διήγημα

10. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΓΓΑΛΗ

11. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

12. ΝΑΤΑΣΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ