Βιβλιο

«Περπατώντας στην Αθήνα» με τον δημοσιογράφο Νίκο Βατόπουλο

Μία εναλλακτική πρόταση περιπάτων στην Αθήνα από ένα γνήσιο flâneur της πόλης μας

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 662
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νίκος Βατόπουλος, συνάδελφος δημοσιογράφος και συνοδοιπόρος στην «αθηναιομανία», μας έδωσε αυτή την άνοιξη το γοητευτικό βιβλίο «Περπατώντας στην Αθήνα» («Μεταίχμιο»,  Αθήνα 2018). Το διάβασα, το θαύμασα και το αποτέλεσμα είναι η συνέντευξη που διαβάζετε. 

Ποια είναι η πρώτη ύλη του βιβλίου;
Το σώμα του βιβλίου είναι κείμενα που έχω δημοσιεύσει στην «Καθημερινή», στην κυριακάτικη στήλη «Πτυχές». Όλα μαζί αυτά τα ανθολογούμενα κείμενα συνθέτουν πλέον μία περισσότερο συμπαγή και πυκνή «αφήγηση», κάτι άλλωστε που με ενδιαφέρει πολύ: να προτείνω, δηλαδή, ένα βλέμμα, έναν τρόπο θέασης της Αθήνας. Μεγάλωσα ακούγοντας στερεότυπες αναγνώσεις της πόλης, την οποία όμως έμαθα σταδιακά να «διαβάζω» με περισσότερο σύνθετο τρόπο μέσα από κείμενα, περιπάτους και συζητήσεις με σπουδαίους ανθρώπους, όταν άρχισα πλέον να ενηλικιώνομαι. Στην «Καθημερινή» πήγα όταν ήμουν 28 ετών και εκεί πλέον εκτέθηκα σε έναν άλλον κόσμο. Η εφημερίδα με βοήθησε πολύ να κατανοήσω την ελληνική κοινωνία.

Πόσα είναι τα κομμάτια και με ποιο κριτήριο τα διάλεξες;
Είναι 40 κομμάτια που εκπροσωπούν λίγο-πολύ το πνεύμα της στήλης στην εφημερίδα. Πρόθεσή μου ήταν να υπάρχει μία ενδεικτική θεώρηση των αστικών συνοικιών της Αθήνας, από του Μακρυγιάννη ως τα Πατήσια και από την Αχαρνών ως το Παγκράτι. Τα κείμενα προσφέρονται και ως μία εναλλακτική πρόταση περιπάτων στην πόλη, καθώς φροντίζω πάντα να υπάρχουν ακριβείς διευθύνσεις και μια στοιχειώδης αίσθηση προσανατολισμού.

Πώς επιλέγεις τα θέματά σου;
Αναζητώ κατά κανόνα αυτό που μοιάζει «αθέατο», ίσως παραγνωρισμένο και εν πολλοίς καταδικασμένο στην αφάνεια. Τη μεγαλύτερη απόλαυση την αντλώ όταν περπατώ σε μια συνοικία της Αθήνας και με το πνεύμα ανοιχτό αποσπώμαι πλήρως από ό,τι άλλο μπορεί να με απασχολεί, έτσι ώστε να βυθίζομαι στην αστική αρχαιολογία. Αυτό που θα τραβήξει την προσοχή μου μπορεί να είναι κάτι φαινομενικά έλασσον, όπως ένας σκασμένος σοβάς που αποκαλύπτει τη λιθοδομή, τη λάσπη ή ακόμη και τα άχυρα – αν πρόκειται για παλιά, λαϊκά σπίτια. Μπορεί να είναι μία λεπτομέρεια, μία μορφή από πηλό, ένα κουδούνι σε αχρησία, πεταμένοι λογαριασμοί.  Μερικές φορές αναζητώ να αγγίξω το ανάγλυφο του αρτιφισιέλ ή να μπω στον προθάλαμο παλαιών πολυκατοικιών και να μυρίσω τον αέρα. Είναι μία σύνθετη αναζήτηση που ενεργοποιεί τη μνήμη και τις αισθήσεις.

Ποιο ρόλο παίζει το φωτογραφικό υλικό στο βιβλίο;
Σημαντικό. Φωτογραφίζω διαρκώς ό,τι με ενδιαφέρει, αλλά, για να πλαισιώσω το κείμενο, δημοσιεύω ένα ελάχιστο ποσοστό. Στο βιβλίο, κάθε κεφάλαιο συνοδεύεται από μία ή περισσότερες φωτογραφίες, που σκοπό έχουν να τεκμηριώσουν όσα αναφέρει το κείμενο. Πάντα έχω στο νου ότι μία αθηναϊκή φωτογραφία τού σήμερα, θα ενδιαφέρει τον ερευνητή τού αύριο.

Πώς «κόλλησες» τη μανία με την πόλη; Πού και πώς μεγάλωσες;
Νομίζω ότι... έτσι γεννήθηκα. Από μικρός παρατηρούσα τα παλιά σπίτια και την πόλη που άλλαζε. Και όταν λέω μικρός, εννοώ πολύ μικρός. Μεγάλωσα στην Πατησίων, κοντά στην Πλατεία Αμερικής, στη δεκαετία του ’60. Είναι δύσκολο να μεταδώσω σε ένα νέο Αθηναίο σήμερα, την κοινωνική συνοχή και την ατμόσφαιρα που είχε η Αθήνα όταν μεγάλωνα, ιδίως όταν ήμουν παιδί. Μετά άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα. Αλλά η Πατησίων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μου, ήταν μία ιδιαίτερα ατμοσφαιρική αστική περιοχή, γεμάτη σινεμά, καταστήματα, βιβλιοπωλεία... Με επίπεδο απλώς αδιανόητο για σήμερα.
Δεν είναι πρόθεσή μου να παρελθοντολογώ ούτε να εξωραΐζω. Με ενδιαφέρουν οι ματιές των γενεών, καθώς εναλλάσσονται. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Στην πολυκατοικία που μεγάλωσα, κατασκευής του 1962, διέμεναν και ορισμένοι ηλικιωμένοι άνθρωποι. Τους φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Ιδιαίτερα τον κ. Κακουσαίο, έναν τζέντλεμαν της παλιάς Αθήνας, που πρέπει να ήταν πάνω από 80 στη δεκαετία του 1960. Κάνω τις αναγωγές και βλέπω τη σχετικότητα αλλά και τις διασταυρώσεις των βλεμμάτων.
Όλα αυτά με έχουν διαμορφώσει. Την Αθήνα άρχισα να την περπατάω και να τη φωτογραφίζω από 17-18 χρονών, όταν τέλειωνα το σχολείο. Κρατούσα αρχείο αποκομμάτων με άρθρα αθηναϊκού ενδιαφέροντος. Όλα αυτά αθροίστηκαν, χτίστηκαν, ζητούσαν εκτόνωση.

Πώς θα χαρακτήριζες ο ίδιος την οπτική σου, πώς αντιλαμβάνεσαι ότι τη βλέπουν οι άλλοι; Ταυτίζονται οι οπτικές γωνίες;
Συχνά ξαφνιάζομαι από την ερμηνεία άλλων πάνω σε αυτό που κάνω. Ξαφνιάζομαι από τη διεισδυτικότητα και από το ενδιαφέρον πάνω στην Αθήνα. Τη δική μου οπτική θα τη χαρακτήριζα «αποκρυπτογραφική». Μου αρέσει να με σκέφτομαι ως έναν αρχαιολόγο του άστεως. Νιώθω ευτυχής μόνο ανάμεσα σε άγνωστους και άσημους δρόμους. Ξέρω ότι εκεί θα βρω κάτι που θα με συνταράξει. Αργά ή γρήγορα αυτό θα εμφανιστεί και τη στιγμή εκείνη  δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Γενικά, έχω ακούσει και έχω διαβάσει ερμηνείες της δουλειάς μου από ανθρώπους που εκτιμώ με τους οποίους, ναι, νιώθω ότι ταυτίζομαι. Αλλά δεν είναι ζητούμενο η ταύτιση. Θεωρώ σημαντικό να υπάρχει ενδιαφέρον, περιέργεια, ώσμωση. Κάθε βλέμμα έχει κάτι να προσφέρει.

Πού κυρίως τριγυρνάς;
Σε όλες τις παλιές, αστικές και λαϊκές συνοικίες της Αθήνας. Τελευταία περπάτησα πολύ στον Βοτανικό και στο Ρουφ. Θέλω να επιστρέψω στον Κολωνό. Αλλά όλα αυτά είναι προεκτάσεις του βασικού μου πυρήνα, που είναι ο άξονας της Πατησίων και της Αχαρνών, η Νεάπολη και οι παλιοί δρόμοι του κέντρου: Κολοκοτρώνη, Πραξιτέλους, Ευριπίδου... Αγαπώ το Παγκράτι, έχει μία ειδική αύρα, όπως και ξεχασμένους δρόμους στου Κυνοσάργους ή στην Καισαριανή. Η Αθήνα είναι ανεξάντλητη. Συναρπαστική πόλη, γι’ αυτό και παθιάζομαι όσο βλέπω την παρακμή της, αλλά και την αδιαφορία των πολλών.

Θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου flâneur;
Ναι. Περιπλανώμαι στην πόλη. Θα έλεγα ότι είναι ένα από τα βασικά μου χόμπι, μαζί με τις διάφορες συλλογές χάρτινων τεκμηρίων, καρτ ποστάλ, βιβλίων, γραμματοσήμων, ταχυδρομικής ιστορίας, περιοδικών.  Όλα συγκλίνουν στην αναζήτηση, στην προσπάθεια μιας προσωπικής ερμηνείας. Η πόλη εμφανίζεται στα μάτια μου σαν ανοιχτό βιβλίο, είναι ταυτόχρονα φωτεινή και κρυπτική, είναι παλίμψηστο και υβρίδιο. Αυτό με συναρπάζει.

Αντλείς θέματα από τους αναγνώστες σου κι αν ναι, τι είδους;
Συχνά. Δέχομαι πληροφορίες, προτάσεις, παραινέσεις, ιδέες, κείμενα, φωτογραφίες. Θα ήθελα να έχω χρόνο να αξιοποιώ το κάθε τι. Αλλά όλα αυτά τα κάνω στην ουσία στο περιθώριο της κανονικής δουλειάς μου στην εφημερίδα, που έχει πολλές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, θέλει κάποιος, βρίσκει και χρόνο και τρόπο. Όταν επιμένεις, οι ιδέες αναβλύζουν. Έχω μάθει πολλά από τους αναγνώστες και τους είμαι ευγνώμων για τις ιστορίες που μου είπαν αλλά κυρίως για την επιθυμία τους να δηλώσουν ότι είναι παρόντες.

Ποια αθηναιογραφικά έργα θα πρότεινες να διαβάσει όποιος/α νιώθει το ενδιαφέρον του για την πόλη να ξεκινάει;
Έχω μια καλή συλλογή που συγκροτεί μια αθηναϊκή βιβλιοθήκη. Όπως κάθε τομέας, έτσι και η γνώση για την Αθήνα έχει τους κλασικούς της. Θα πρότεινα τη «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική» του Δημήτρη Φιλιππίδη (και τα υπόλοιπα βιβλία του) ως μια καλή επισκόπηση, καθώς και όλα τα βιβλία του Μάνου Μπίρη, της Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη, της Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ, του Ανδρέα Γιακουμακάτου, του Εμμανουήλ Μαρμαρά, της Μαριλένας Κασιμάτη, της Αριστέας Κρίστενσεν, του Ελευθερίου Σκιαδά και άλλων που μας δίνουν όλη τη γνώση. Από τα κλασικά είναι και τα βιβλία του Κώστα Μπίρη, όπως και τα αθηναιογραφικά του Γιάννη Καιροφύλλα και των παλαιότερων Κώστα Δημητριάδη και Δημήτρη Σκουζέ. Από τα νεότερα έργα, σαφώς την «Αθήνα» του Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη.

Πώς βλέπεις τη σύγχρονη αθηναιολογία / αθηναιογραφία (μέσα, τάσεις, πρόσωπα, μίντια κ.λπ.)
Υπάρχει πολυφωνία και θόρυβος. Αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον,  παρά τη γενική, περιορισμένη γνώση. Θα έλεγα όμως ότι ποτέ πριν δεν είχαμε τόσους νέους, ή λιγότερο νέους,  ικανούς αρθογράφους. Υπάρχουν και πολλοί νέοι που δεν αρθρογαφούν, αλλά έχουν εντυπωσιακή γνώση. Θα τολμούσα να πω ότι η Αθήνα μέσα στην παρακμή της γέννησε κάτι νέο, και αυτό είναι η νέα αθηναιολατρεία, σε όλες τις διαβαθμίσεις της.
Ικανοί φωτογράφοι μάς δίνουν εξαίρετες λήψεις αλλά και πλήθος πρωτοβουλιών, οργανωμένων ή μοναχικών, δίνουν αποτελέσματα. Θέλω να αναφέρω τη συμβολή της Ειρήνης Γρατσία και της Monumenta, του αρχιτέκτονα Νίκου Καβαδά, πολλών ακόμη αρχιτεκτόνων που διασπείρουν γνώση στα κοινωνικά δίκτυα, δημοσιογράφων όπως του Γιάννη Πανταζόπουλου, και πολλών ακόμη, θα ήμουν άδικος να μην πω ότι δεν υπάρχει πλούτος αναφορών πλέον. Αλλά σαφέστατα και οι Atenistas, με όλη την εξαιρετική ομάδα τους, όρισαν από νωρίς ένα νέο σημείο συσπείρωσης για την Αθήνα.
Παράλληλα, στην εικαστική σκηνή είδαμε πολλούς ζωγράφους –από μόνοι τους ή με προτροπή φωτισμένων επιμελητών, όπως της Ίριδας Κρητικού, της Λουίζας Καραπιδάκη, του Γιώργου Τζάνερη, και άλλων ακόμη–  να μας δίνουν δεκάδες έργα με θέμα την Αθήνα. Είδαμε χώρους όπως την Οικία Κατακουζηνού να δημιουργούν νέες ωσμώσεις, είδαμε δράσεις σε διάφορα σημεία, έστω πρόσκαιρες, αλλά με επιδραστικότητα.
Η Αθήνα είναι ανοιχτό πεδίο, γι’ αυτό είναι ευκαιρία να γίνουν πράγματα σωστά και όχι αποσπασματικά και στην τύχη αφημένα. Υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό.

Ποια είναι οι πιο αγαπημένες σου ταινίες, τραγούδια και λογοτεχνικά βιβλία όπου «πρωταγωνιστεί» η πόλη μας; 
Τα τραγούδια από τον Μεσοπόλεμο ως το ’60, που υμνούν την Αθήνα, με συγκινούν πάντα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το αίσθημα απέναντι στην πόλη, η εντύπωση της πατρίδας που είναι η ίδια η Αθήνα, η οικειότητα, η συνιδιοκτησία της πόλης, η περηφάνια γι’ αυτό που είναι η πρωτεύουσα. Ωραία, άσχημη, πλούσια, φτωχή, η Αθήνα προβάλλει ενιαία και αυτό για μένα είναι πρωτεύον. Το «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ», π.χ., μέσα στην αφέλειά του, βγάζει μια τεράστια τρυφερότητα για την πόλη, για την «αθηναϊκή» ατμόσφαιρα, για την Αθήνα που είναι «Αθήνα». Υπάρχει ένα κοίτασμα.
Παρομοίως, οι ταινίες του ’50 και του ’60, όπως η «Κάλπικη Λίρα» ή οι κοινωνικές κομεντί και οι φαρσοκωμωδίες του εμπορικού κινηματογράφου, απηχούν τη μετάβαση προς την Αθήνα - μητρόπολη. Είναι μια συναρπαστική διαδικασία – και η λαϊκή κουλτούρα είναι ένα θαυμάσιο μέσο για να νιώσει κανείς τους κραδασμούς αυτής της μεταβολής. Παρότι είναι κοινός τόπος η νοσταλγία για την Ελλάδα του ’60 με όλα όσα αυτή η διάθεση φέρει, κρύβει ή συνομολογεί, θεωρώ ότι είναι ακόμη εν πολλοίς ανεξερεύνητη η εποχή και ότι στο μέλλον, όχι το απώτερο, η Ελλάδα του 1955-1965 θα είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια προς μελέτη. Προσωπικά, η μεταπολεμική εποχή ως το 1980 με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς η αυξανόμενη απόσταση του χρόνου μάς δίνει εργαλεία, εφόδια και διάθεση να σκάψουμε στο εγγύς παρελθόν.
Από τη λογοτεχνία, τι να πρωτοπεί κανείς... Από τους «Αθλίους των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη και την «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου ως τα σύγχρονα χρόνια, ο κατάλογος είναι μακρύς. Θα σταθώ στη γενιά του ’30, κυρίως για τον τρόπο που προσέγγισε την Αθήνα ως μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με όλες της τις αντιφάσεις και τον κρυπτικό της μονόλογο. Η «Μενεξεδένια πολιτεία» του Τερζάκη (και η «Μυστική ζωή»), η «Αργώ» του Θεοτοκά, τα ημερολόγια του Σεφέρη, τα «Δεκατρία χρόνια» του Θανάση Πετσάλη - Διομήδη και τόσα ακόμη, περιέχουν πολύτιμες περιγραφές. Στα νεότερα χρόνια, η Αθήνα του Ταχτσή, του Ιωάννου και του Κουμανταρέα, αποδόθηκε με ένα κοινό σχεδόν πένθιμο νήμα, που θεωρώ ότι έχει σχέση και με την τσαρουχική προσέγγιση. Οι σύγχρονοι πεζογράφοι, όπως και οι σύγχρονοι ζωγράφοι, εμπλουτίζουν την αθηναϊκή παρακαταθήκη με μεγαλύτερη ένταση, θα έλεγα. Οι ερευνητές του μέλλοντος θα βρουν θησαυρούς από την εποχή μας.

Πόσο έχει αλλάξει η πόλη στις δεκαετίες που την τριγυρνάς (στοιχεία αλλαγής προς το καλύτερο, προς το χειρότερο, αβέβαια);
Από τότε που άρχισα να φωτογραφίζω και να καταγράφω τις εξελίξεις στην Αθήνα, πριν τελειώσω ακόμη το σχολείο, η πόλη έχει αναμφισβήτητα μεταμορφωθεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι και η δική μου ματιά έχει αλλάξει πλήρως, έχει βαθύνει, έχει ωριμάσει, έχει αποκτήσει τις απαραίτητες αποστάσεις. Θα συνοψίσω ως εξής. Η Αθήνα έχει γίνει χειρότερη ως προς την ασφάλεια, την καθαριότητα, τη συνοχή, την πίστη στο μέλλον. Ένα τεράστιο κομμάτι της πόλης δείχνει να έχει καταρρεύσει. Έχει, όμως, γίνει καλύτερη ως προς την ώσμωση, τις δυνατότητες επικοινωνίας, την ένταξη σε ομάδες, τον μητροπολιτικό αέρα. Έχει ενταθεί η ανάγκη για «απελευθέρωση» της πόλης από τον κακό εαυτό της. Έχει καλλιεργηθεί ένα νέο ενδιαφέρον για την πόλη και, παρά την επικρατούσα άποψη, διαψεύδοντας ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό, η νέα Αθήνα που θα γεννηθεί γύρω στο 2030 θα προέλθει από τη νέα γενιά, την οποία σήμερα χαρακτηρίζουμε εν πολλοίς αδιάφορη για την κατάσταση της πόλης. Διατηρώ την πίστη μου σε ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, και πιστεύω ότι η παρακμή της εποχής μας είναι που ευθύνεται για τη διάχυτη αίσθηση γενικής παραίτησης. Όταν αποσυρθεί αυτή η συνθήκη, θα απελευθερωθούν δυνάμεις. Οι παλαιότεροι έχουν γνώση και αγάπη για την Αθήνα. Από τους νέους όμως θα προέλθει η μεταβολή που έχει ανάγκη η πρωτεύουσα.


d.fyssas@gmail.com