- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το «Λαϊκά και Μπλουζ» είναι ένα βιβλίο για αθεράπευτους αισθηματίες
Η συγγραφέας Χαριτίνη Ξύδη μιλά στην A.V. για το τελευταίο της έργο
Σε τέτοιου είδους κείμενα όπως η συνέντευξη μιας συγγραφέως, η αυτονοαφορικότητα δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμη, ωστόσο θα ήθελα να το προλογίσω το νέο βιβλίο της Χαριτίνης Ξύδη γράφοντας για το πώς ήρθα σε επαφή μαζί του, καθώς δένει πολύ γλυκά με όσα βρίσκονται στην ουσία του.
Σημειώνω το όνομά του και εκστασιάζομαι στην πιθανότητα να καταφέρω να του πάρω μία συνέντευξη. Ζητάω «κόντακτ» και ο Περαμιώτης με ενημερώνει, «Α, έχει facebook». Τα απαραίτητα αιτήματα φιλίας έγιναν, ωστόσο ο κ. Κουτούζης πολύ ευγενικά αρνήθηκε την πρότασή μου. Παραμείναμε όμως «φίλοι» στο Facebook και κάθε τόσο διαβάζω τα αυθεντικά status του παρατηρώντας με ενδιαφέρον το πώς ένας άνθρωπος της ηλικίας του, αλλά και με το συγκεκριμένο background διαχειρίζεται την συγκεκριμένη πλατφόρμα. Σε μία από τις πρόφαστες ενημερώσεις του λοιπόν, έγραψε ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Χαριτίνης Ξύδη, Λαϊκά και Μπλουζ, στο οποίο η συγγραφέας αναφέρεται στην ταινία του 1971. Ήταν αδύνατον να μη θελήσω να μάθω περισσότερα για το βιβλίο, αφενός γιατί το ότι το πόσταρε ο Κουτούζης μου κίνησε την περιέργεια, αφετέρου γιατί ο τίτλος δεν μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητη.
Το Λαϊκά και Μπλουζ μπορεί να διαβαστεί απνευστί καθώς πρόκειται για μικρής έκτασης ποιήματα που συχνά διακόπτονται από μικρές – αλλά ιδιαίτερα πυκνές σε νόημα παύσεις που συμβάλουν σε αυτό που λέμε «να κυλίσει νεράκι», χωρίς να υποβιβάζω τη θεματική (που είναι ολοκάθαρα ο πόνος του έρωτα) και την ποιότητα της γραφής της κ. Ξύδη που φυσικά συντελούν σημαντικά στο να τελειώσει κανείς το βιβλίο ακόμη και μέσα σε ένα βράδυ ιδανικά με ένα ή ίσως παραπάνω ποτήρια ουίσκι, μια προσωπική προτίμηση, που ωστόσο εικάζω ότι δε θα δυσαρεστούσε τη συγγραφέα.
Αν μπορεί να παρατηρήσει κανείς κάτι για το νέο βιβλίο της συγγραφέως είναι ότι το θέμα του ενθαρρύνει το λυρισμό, η σύνθεση των ιστοριών μέσα από την ύφανση με τα λαϊκά και τα μπλουζ τον μπολιάζουν αναπόδραστα κι εκείνη εμφανώς δεν του αντιστέκεται. Προβληματίστηκα για το αν ένας συγγραφέας είναι καταδικασμένος να παρασύρεται σε δραματισμούς όταν μιλά για τον έρωτα. Κι αν είναι έτσι, πρέπει αυτό να το κρίνουμε με αυστηρότητα ή είναι προτιμότερο να αφεθούμε, όπως όταν μιλούν μέσα μας τα τραγούδια;
«Προσωπικά όταν γράφω, δεν παρασύρομαι από τίποτε, οδηγούμαι μόνο από αυτό που μου συμβαίνει, το οποίο είναι πολύτιμο και ισχυρό. Είμαι απολύτως συγκεντρωμένη σε αυτό που έχω να πω, μέσω των κειμένων, είτε αυτά είναι ποιητικά, πεζά, είτε πρόζα. Η παραφροσύνη του έρωτα, όπως υπέροχα το έγραψε ο Νίκος Γκάτσος το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη, δεν βοηθά σε οποιοδήποτε έργο τέχνης. Όποια κι αν είναι η αφετηρία της παραφροσύνης, και πέρα από την συμπαράσταση των εντίμων αυτοαναφορών, προσωπικών ή παράπλευρων βιωμάτων, εντός της γραφής μας, δεν θα έπρεπε, σε καμία περίπτωση, να παρασυρόμαστε από ή σε δραματισμούς, εύκολες συγκινήσεις, μελοδράματα, κτλ, προκειμένου να εγείρουμε στον αναγνώστη ανάλογες ψυχικές ή συναισθηματικές ορμές. Δεν είναι τίμιο, κατά την γνώμη μου, για τον γράφοντα, δεν είναι σοβαρό, δεν είναι ώριμο, ούτε υπεύθυνο, να προβαίνει σε αυτό, δηλαδή να καθαγιάζει τα μέσα, προκειμένου να επιτύχει κάποιο σκοπό. Αν συμβαίνει, ερήμην του, τότε αυτός ο γράφων δεν είναι ακόμα έτοιμος. Σε όλους μας έχει συμβεί, στην αρχή της πορείας μας, στα πρωτόλεια γυμνάσματα, να υποπέσουμε σε αντίστοιχα ατοπήματα και αστοχίες. Και ίσως, αυτά ακριβώς, να αποτελούν και το θεμέλιο της κατοπινής γραφής μας, εφόσον από αυτά μαθαίνουμε και προχωρούμε και εξελισσόμαστε. Εν κατακλείδι, ένας συγγραφέας δεν παρασύρεται, ένας εν σπέρματι συγγραφέας, ναι, μπορεί να παρασυρθεί . Ή ένας καθόλου συγγραφέας, ακόμα κι αν διατείνεται πως είναι», απαντά η χειμαρρώδης κ. Ξύδη στον πρώτη απορία που της διατυπώνω.
Η κυρίαρχη αίσθηση που μου αφήνει το σύνολο των ποιημάτων σας είναι ο ερωτικός πόνος. Συμφωνείτε ότι γράφουμε καλύτερα όταν πονάμε, παρά όταν είμαστε χαρούμενοι;
Ορθώς διαγνώσατε. Ο ερωτικός πόνος, ο πόνος της απόρριψης, της απώλειας του ερωτικού αντικειμένου, της εγκατάλειψης, του ανεκπλήρωτου, είναι το σημείο τομής των ποιημάτων αυτών και των λαϊκών τραγουδιών. Όπως και των μπλουζ . Ίσως, στα μπλουζ, να ηχεί ο πόνος σε μια άλλη διάστασή και άλλη χροιά, εφόσον η λέξη blue, στα αγγλικά, εκτός από το μπλε χρώμα, σημαίνει και την μελαγχολία. Θέλω να πω, εξ ορισμού, τα μπλουζ είναι τραγούδια πόνου. Ενώ όμως η προέλευση του πόνου, διαφέρει, δεν παύουν κι αυτά να είναι λαϊκά, κατ’ ουσία, τραγούδια. Όχι μόνο συμφωνώ πως γράφουμε καλύτερα, όντας καταμεσής αυτού του κυκεώνα της ψυχικής οδύνης που εκπορεύεται από τον ερωτικό πόνο, αλλά πιστεύω, ακόμα περισσότερο πως έξω από αυτόν, δεν γράφουμε καθόλου. Τουλάχιστον, η προσωπική πείρα, αυτό μου έχει δείξει και , σε ένα βαθμό, μπορώ να το ισχυριστώ ως βεβαιότητα. Η γραφή, δεν μας συμπληρώνει, ούτε μας καλύπτει συναισθηματικώς, η γραφή καλλιεργεί ή θεραπεύει, κάποτε, μας εξαγνίζει. Όμως, όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε πως δεν αρκεί αυτό. Η ύπαρξη και τα αισθήματα, είναι πάνω από όλα. Γι’ αυτό και όταν τα ζούμε με τον άνθρωπό μας, η γραφή, είτε δεν είναι τόσο αναγκαία, είτε λαμβάνει διαφορετική διάσταση. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τόσο βαρύνουσα όσο όταν έχουμε πονέσει, ή θρηνούμε για κάτι οριστικά χαμένο.
Ένα από τα σημαντικότερα, κατά την άποψή μου, κομμάτια του νέου σας πονήματος, είναι αυτές οι μικρές παύσεις της μίας πρότασης, μάλιστα επιτρέψτε μου να κάνω τη σύνδεση, εν είδει status. Είχατε κάτι τέτοιο στο μυαλό σας με αυτά τα μικρά αποφθέγματα; Πώς τα αντιμετωπίζετε;
Σας ευχαριστώ που το επισημαίνετε. Είναι πράγματι σημαντικές αυτές οι παύσεις σαν διαδοχικά, απανωτά κλικ στην κάμερα, όταν δεν έχουμε επιτύχει ακριβώς τη γωνία λήψης ή το εσταντανέ που θα επιθυμούσαμε να αποτυπώσουμε, ή σαν τα δευτερόλεπτα που πατάμε το pause στο cd, για να ακούσουμε καλύτερα τι λέει το τραγούδι, να το αφομοιώσουμε. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο παίζουν. Από τα στάτους, όπως λέτε, θα μου επιτρέψετε, με τη σειρά σας, να κρατήσω μιαν απόσταση. Δεν είχα καθόλου αυτό στο μυαλό μου. Ό, τι τα «συνδέει» με τα στάτους είναι μόνο η εξωτερική τους μορφή, ο τηλεγραφικός τρόπος, ο εν είδει αφορισμού. Και έτσι ακριβώς θα ήθελα να ηχούν, όπως πρωτοείπα. Ο ρόλος τους είναι σημαντικός, ακόμα, γιατί μας επιστρέφουν σε μια μήτρα, όπου αισθανόμαστε ασφαλείς, ζεστοί και ευδαίμονες.
Επίσης, ένιωσα ότι η ζυγαριά γέρνει περισσότερο στα αισθήματα που προκύπτουν από την ακρόαση των λαϊκών παρά από των μπλουζ. Γιατί;
Αλήθεια είναι αυτό. Βρίσκομαι πιο κοντά σε ακούσματα λαϊκά. Όχι επειδή το διάλεξα, πριν καν συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε με αυτά μέσα μου, αλλά, επειδή από παιδί, στο σπίτι μας, έπαιζε νυχθημερόν ένα ραδιοφωνάκι με λαϊκά τραγούδια. Ο πατέρας μου ήταν λάτρης του λαϊκού και εκείνος με μύησε, όπως είναι η αιτία που σημαίνουν για μένα, κάτι πολύ μεγάλο, καθαρό, απολύτως συναισθηματικό και βαθύ. Προσωπικά, τα ακούω ως προσευχές, ή μυστήρια, κάτι πολύ κατανυκτικό. Έτσι λειτουργούν και εντός μου. Μοιραία, λοιπόν, τα αισθήματα που παράγουν τα ακούσματα αυτά σε εμένα, είναι αντίστοιχου βάρους. Και επειδή τα λαϊκά ακυρώνουν κάθε σύμβαση, καταργούν τα απωθημένα, είναι κατασταλαγμένα, δεν αμφιταλαντεύονται. Και πρωτίστως, πολύ αθώα, αγνά και ακατέργαστα μιλούν για το μέγα αίσθημα της καψούρας. Το εκκρεμές ανάμεσα στα εγκεφαλικά κουβαλήματα του έντεχνου και την πάσχιση να γίνουν καλά και σώνει ευαίσθητα και συναισθηματικά, με διαλύει. Για να μην ακουστώ, όμως, απόλυτη και ισοπεδωτική, αυτό είναι θέμα γούστου, οπτικής και προτίμησης. Υπάρχουν και τεράστια έντεχνα τραγούδια. Για εμένα, όμως, τα λαϊκά είναι περιπλάνηση και ταυτοχρόνως το σπίτι μου. Εκεί νιώθω, στο μέγιστο βαθμό, όλα όσα η ζωή μου προσφέρει. Αλλά πείτε μου κάτι, επιστρέφοντάς σας το αρχικό ερώτημα: γιατί τα αισθήματα που απορρέουν από τα λαϊκά να μην είναι ίδια με τα αισθήματα που απορρέουν από τα μπλουζ;
Φέρνετε τα λαϊκά σε αντιδιαστολή με το έντεχνο και στο βιβλίο, μάλιστα παραπάνω από μία φορές. Θεωρείτε ότι το έντεχνο αδυνατεί να αφηγηθεί με την ίδια ένταση που κάνουν τα λαϊκά;
Στο λαϊκό τραγούδι, δεν χρειάζεται να επιστρατεύεις – είναι εντελώς περιττό, δηλαδή – βαρύγδουπες λέξεις, ύφος περισπούδαστο, ή ποιητικό λόγο ή γνώσεις φιλοσοφίας. Ακριβώς γι’ αυτό, επειδή τα λαϊκά είναι ό,τι δείχνουν. Είναι αυθεντικό, γνήσιο, πηγαίο συναίσθημα. Στο έντεχνο, πάλι, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει και μια κατασκευή συναισθήματος, χωρίς καμία πρόθεση από μέρους μου να προσβάλλω τους δημιουργούς του έντεχνου, απεναντίας, τους θαυμάζω απεριόριστα. Απλώς, θεωρώ ότι αυτά τα δύο είδη, τα χωρίζει η άβυσσος. Το ένα αντιλυρικό εξ ορισμού, το λαϊκό δηλαδή, με ό,τι καρδιακό ισούται και ισοδυναμεί. Το άλλο, το έντεχνο, σαν ένα άνθος θερμοκηπίου, πεισματικά καλλιεργημένο, ζορίζεται λίγο, κυνηγιέται με τον εαυτό του, για να καταλήξει στο συναίσθημα, δηλαδή, τον εξανθηστικό οργασμό. Εκεί βρίσκεται η διαφορά τους κι αυτό είναι μια δύσκολη παραδοχή για τους δημιουργούς του έντεχνου. Θα σας φέρω ακόμα ένα παράδειγμα, για να το κατανοήσετε καλύτερα: όσο κι αν μου αρέσει η Λένα Πλάτωνος (την οποία λατρεύω και το τονίζω), ή ο Φοίβος Δεληβοριάς, δεν μπορώ να τους τραγουδήσω σε μια παρέα, δεν μπορώ να έλθω στο κέφι με τη μουσική ή τα τραγούδια τους, δεν μπορώ να σηκωθώ και να χορέψω το Κοπερτί, ούτε την Μπόσα Νόβα του Ησαΐα, όμως, μόλις ακούω το Άναψε το τσιγάρο, θα σηκωθώ και θα χορέψω. Και θα γελάσω, και θα κλάψω, και θα χαρώ και θα δακρύσω και θα πονέσω. Θέλω να πω ότι με το λαϊκό εγείρεται το πιο βαθύ και ανθρώπινο αίσθημα, διαλύεται κάθε τι ψεύτικο και με αυτή την έννοια το αναλύω και στο βιβλίο. Το έντεχνο είναι για πιο εγκεφαλικούς τύπους, πιο ασφαλείς, πιο στεγνούς, ίσως.
Τα μπλουζ με τα λαϊκά συναντιούνται; Κι αν ναι, πού;
Μα, τι άλλο είναι τα μπλουζ, παρά λαϊκές μουσικές και τραγούδια. Ακόμα και αν το μπλουζ έχεις τις ρίζες του στην εκκλησιαστική μουσική όσο και στο φολκλόρ της υπαίθρου, τα δύο αυτά ποτάμια κάποτε συναντήθηκαν και έγιναν ένας μεγάλος ποταμός. Όλοι γνωρίζουμε, ας πούμε, τους δεσμούς του ρεμπέτικου με τους βυζαντινούς ψαλμούς. Κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης είπε: «Πάρε τη Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη και σύγκρινε τη με το Τη Υπερμάχω. Θα δεις πως είναι η ίδια μελωδία». Και επειδή τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά και τα μπλουζ, γεννήθηκαν σε κάποιο περιθώριο του άστεως, ή της βιομηχανοποιημένης μουσικής, είναι μια ιστορία περίεργη, που αναδίδει ωστόσο όλον τον συναισθηματισμό που ενέχει η βαθιά ανθρώπινη ψυχή. Επίσης, δεν επιδέχονται ερμηνείες. Δεν αναλύονται, είναι ήδη το παρελθόν, οι αναμνήσεις, το παρόν μας, οι λεπτομέρειες της ζωής μας, γι’ αυτό όλη μας η ζωή. Είναι τραγούδια για δύσκολους χαρακτήρες, όπως έγραψα στην αρχή του βιβλίου. Πολλές φορές είναι αδιέξοδα. Αυτόν τον χαρακτήρα επιχείρησα να δώσω στα συγκεκριμένα ποιήματα. Λαϊκά & Μπλουζ, είναι ο τρόπος που έχει η ψυχή να τραγουδάει τους καημούς της. Καμιά φορά τούς τραγουδάει μπερδεμένους, δεν τους διαχωρίζει. Μισό λεπτό να κλάψω και να θρηνήσω για έναν χαμένο έρωτα, τώρα θα αλλάξω πόνο και θα πενθήσω για την δουλειά που έχασα, ή επειδή το αφεντικό μου μού φέρεται βάναυσα. Όλα αυτά είναι συναισθήματα, και σε αυτά δεν υπάρχουν σύνορα, δεν παρεμβάλλονται εμπόδια.
Άκης Πάνου, Καζαντζίδης, Καρούζος, Νικολαΐδης, Δαμιανός. Επιρροές σας που συναντάμε στο βιβλίο. Τι σημαίνουν για εσάς με λίγες λέξεις;
Άκης Πάνου: Αδιαπραγμάτευτο, άκαμπτο, ήθος.
Στέλιος Καζαντζίδης: Ασυμβίβαστος πόνος και ειλικρίνεια.
Νίκος Καρούζος: Μια μεγάλη, εμβριθής, σχεδόν ατέρμονη, εξομολόγηση.
Νίκος Νικολαΐδης: Οργισμένος Βαλκάνιος, με αιτία επαναστάτης.
Αλέξης Δαμιανός: Μαγνητικός τομογράφος της ύπαρξης.
Αν το νέο σας βιβλίο ήταν λαϊκό τραγούδι, ποιο θα ήταν;
Η Συννεφιασμένη Κυριακή.