Βιβλιο

Η Αθήνα του Χρήστου Χρυσόπουλου είναι πεδίο οργής

Και η νουβέλα «Γη του Θυμού» πιάνει τα κόκκινα που χτυπάει η πόλη. Μιλάμε μαζί του.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εξήντα σελίδες. Άγριες, δύσκολες, ζόρικες, τυφλές, παροξυσμικές, διαβρωτικές και απαράλλαχτες: Στη «Γη του Θυμού», ο θυμός των ανθρώπων, τα θραύσματα οργής ανατέμνονται σε ένα κείμενο για την ηχώ που περιβάλλει την Αθήνα. «Τώρα δεν θες εσύ, ε; Θα σε γαμήσω». Στους υποφωτισμένους σταθμούς των γειτονιών που ανήκουν στην γκρίζα ζώνη του άστεως. Στα σαλονάκια ή τα κρεβάτια όπου ζευγάρια μάχονται και καταρρακώνουν το ένα το άλλο, στα τηλεφωνικά κέντρα πωλήσεων, στα πεζοδρόμια, παντού όπου η Αθήνα διαβρώνεται και ανταποδίδει την οργή με οργή. Στα μπλόκα των ΜΑΤατζήδων αλλά και των απέναντι οργισμένων: «Δεν μου βγαίνει εμένα η Παναγία, ρε κωλοπαίδι, για να ακούω τις βρισιές σου». Επειδή είναι συγγραφέας ο Χρυσόπουλος, μπορεί εκεί που οι εφημερίδες βλέπουν μόνο γεγονότα ή τυχαία, μεμονωμένα συμβάντα, να τα δίνει ζωή και να επεξεργάζεται υπό μορφή μιας αμείωτης έντασης: η Αθήνα και οι άνθρωποί της έχουν απόθεμα οργής. Για τον μετανάστη, τον «πούστη», τον μπαμπά, τη μαμά, ναι, ο θυμός και η οργή ξεκινούν από πολύ μικρή ηλικία, το μίσος προς τον άλλο διαδίδεται και επιταχύνεται σαν κροτάλισμα πολυβόλου.

Ένας θυμός όχι λυτρωτικός, που αποσταθεροποιεί εξίσου και τον θύτη και τον θύμα. «Ίσως να μην είναι τυχαίο που οι λέξεις θυμός και θύμα συγγενεύουν τόσο πολύ. Γιατί ο θυμός φτιάχνει τα θύματά του προτού ξεσπάσει. Με τον φόβο. Με την ανάγκη του κατευνασμού. Με την απειλή. Κι έτσι η βία δεν είναι απαραίτητο να καταστεί εμφανής. Δεν είναι απαραίτητο να ξεπεράσει τα όρια της αυτοσυγκράτησης. Οι υπόνοιες και μόνο είναι επαρκείς. Η αρχή μιας χειρονομίας... Μια λέξη ορφανή... Και η κίνηση έχει ήδη ολοκληρωθεί, η οργή είναι ήδη ελεύθερη». Θραύσματα οργής που τραυματίζουν όλους αδιακρίτως. Εξήντα σελίδες όπου ο Χρυσόπουλος συναρμολογεί ένα κείμενο συνείδηση της εποχής μας. «Τι λες ρε; Θα με τρελάνεις κι εσύ; Αυτή θα πιστέψεις; Αυτή είναι ένα σκουπίδι, ρε, ό,τι θέλει λέει το σκατόμουνο». Η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε στα γαλλικά (εκδόσεις L' Contre Allee) το 2015, ο Χρυσόπουλος άλλωστε από το 2015 κατέχει τον τίτλο του Ιππότη των Τεχνών, που του απονεμήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία. Έγινε θεατρική παράσταση από την ομάδα των Et-alors και φέτος παρουσιάστηκε στο FestHiver της Αβινιόν. Και καθώς πλην των διαφορετικών ειδών λογοτεχνίας που υπηρετεί, ο Χρυσόπουλος ασχολείται και με τη θεωρία και τη φωτογραφία, η έκδοση συνοδεύεται και από αστικά στιγμιότυπα. Μια παλιότερη δουλειά του, οι εικόνες από το "Time for Curving" (2017), ενισχύουν αισθητικά αυτή τη μελέτη της οργής. Άνθρωποι, πολυκατοικίες, υπόκωφες λεπτομέρειες, εσωτερικές ταραχές πεδίων, ψυχικών ή πάρκων, στάσεις λεωφορείων και μαραμένων φυτών στο υπόγειο. Σαν ταινία του Οικονομίδη, εκεί που το λεκτικό έρχεται σαν προάγγελος του σωματικού που θα ξεσπάσει, η «Γη του Θυμού» από Παρίσι έως και Αθήνα, τόπους που κινείται ο συγγραφέας, καταγράφει τις χειρονομίες της γλώσσας. Σαν επαρκή υπόνοια πως κάτι μεγαλύτερο θα ακολουθήσει. Από τις ορφανές λέξεις έως την κίνηση που ολοκληρώνεται, ακόμα και ανάμεσα στις σιωπές, το ξέσπασμα έρχεται. «Τι λες, ρε πούστη; Κάνεις και πνεύμα; Παλιοπουστάρα. Σήκω και φύγε, ρε». 

Πού μένεις; Το ρωτάω γιατί, στην Αθήνα της κρίσης, νομίζω πως πλέον υπάρχει και «βιαιόμετρο». Θαρρώ δηλαδή πως κάποιες περιοχές - γκρίζες ζώνες εμπεριέχουν πιο απροκάλυπτη λεκτική αλλά και σωματική βία. Και τι βλέπεις να συμβαίνει έξω από το μπαλκόνι σου; Αλλά και μετά, όπως κινείσαι στην πόλη: Από πού προήλθε η ιδέα για το βιβλίο; 
Ζω στην Αθήνα, μολονότι ταξιδεύω αρκετά συχνά, και αισθάνομαι ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή μας θέση -όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα, στην Ευρώπη και ευρύτερα- είναι μια βαθιά αίσθηση θυμού. Πρόκειται για μια οργή, πολύ συχνά καλυμμένη, που δεν ξεσπά πάντοτε σε πρόδηλη βία, αλλά διαβρώνει την καθημερινότητά μας: τις χειρονομίες μας, τα βλέμματα, τον τόνο της φωνής μας. Φυσικά εκφράζεται και με βία, αλλά θέλω να επαναλάβω ότι αυτή δεν είναι πάντοτε εμφανής και διαπερνά όλα τα όρια σχέσεων: προσωπικών, επαγγελματικών, ακόμα και τις τυχαίες συναντήσεις στον δρόμο. Αυτή ήταν η αφετηρία του βιβλίου. Μαζί μια απόπειρα να κατανοήσω τον δικό μου θυμό, τη δική μου θέση σε αυτή την κληροδότηση της οργής που μεταφέρεται από τον έναν στον άλλον μεταξύ μας.

Σαν τους ήρωες του Οικονομίδη στις ταινίες του, έτσι και οι δικοί σου, ασχέτως αν λειτουργούν σαν «μοντέλα» συμπεριφοράς -ο φασίστας, το αφεντικό, οι παντρεμένοι που δεν αντέχουν ο ένας τον άλλο, το παιδί, ο γιατρός...- μοιάζουν βαθιά άρρωστοι. Όμως τι είναι αυτό που τους ωθεί να δρουν και να μιλούν έτσι; Ο καπιταλισμός, η φτώχεια, η υπαρξιακή απελπισία, οι σχέσεις εξουσίας μέσω της εργασίας; Τι συμβαίνει στην Αθήνα και η καθημερινότητά της μοιάζει να συμπυκνώνει, σαν ένα βαρύ σύννεφο πάνω από τα κεφάλια μας, τέτοια «βροχή»; 
Είναι δύσκολο να ξεδιαλύνει κανείς τα πλέγματα αυτής της συνθήκης εγκλωβισμού. Βλέπω τα περιθώρια να στενεύουν από παντού, από όλες τις κατευθύνσεις και σε όλα τα μέτωπα. Γι' αυτόν τον λόγο, τα αποτελέσματα εκφαίνονται σε κάθε διάσταση του προσωπικού αλλά και του συλλογικού μας βίου: από το πλέον ενδόμυχο περιβάλλον της συνομιλίας με τον εαυτό μας, ως τον δημόσιο λόγο, την πολιτική και την οικονομία. Διαψεύσεις, διαγκωνισμοί και φιλοδοξίες διαπλέκονται με μια ένταση που θυμίζει πεδίο μάχης. Η διαφορά εδώ είναι ότι έχω την αίσθηση πως η αιτία δεν είναι το εκάστοτε πρόσωπο: ο βίαιος εργοδότης, ο οργισμένος σύντροφος, το απογοητευμένο παιδί, αλλά ακριβώς η σχέση εργοδότη-εργαζομένου, παιδιού-γονέα, συντρόφου-συντρόφου, που μεταμορφώνεται πλέον τόσο εύκολα και αναπάντεχα (σχεδόν μεμιάς) σε μια ύπουλη μάχη.

«Για εκείνον, ο χώρος δουλειάς έχει μεταβληθεί σε μια δεύτερη κυριολεκτική πραγματικότητα. Οι ώρες που περνάμε εδώ μας απανθρωπίζουν»: Σε μια άλλη πιο φυσιολογική οικονομική συνθήκη για την Ελλάδα, θα μπορούσες να πεις και παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω. Τώρα όμως που οι άνθρωποι μετρούν τα λεφτά τους, υπομένουν άπειρα περιστατικά τρέλας και παρενόχλησης από τον φόβο της ανεργίας. Θεωρητικά το ίδιο συμβαίνει και για τις τηλεφωνήτριες μα και για τον ΜΑΤατζή. Παγιδευμένοι για το μεροκάματο. Και σε αντίθεση με το παιδάκι που βάζει φωτιά στο σπίτι, ή τα άλλα που τα σπάνε στα Εξάρχεια, μιας κι εδώ έχουμε μια οργή πιο βαθιά ψυχαναλυτική, δείχνεις την Αθήνα πολύ βαριά. Ανίατα σχεδόν «άρρωστη». Υπάρχει ελπίδα; 
Είναι δύσκολη αυτή η απόκριση. Το πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αλλάζει η συγκρότησή μας ως πρόσωπα, έτσι ώστε να επιζούμε ως όργανα ενός ευρύτερου οργανισμού που ασθενεί. Η συνείδησή μας, ο αυθορμητισμός μας, οι επιλογές μας, διαμορφώνονται από το «οικοσύστημα» εντός του οποίου ζούμε. Αλλά επίσης το διαμορφώνουν. Δεχόμαστε αλλά και συνεισφέρουμε στο καλό και στο κακό. Εκεί ακριβώς βλέπω μια διέξοδο, μια δυνατότητα προς «ίαση»: στη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε μόνο δέκτες αλλά και πομποί. Το βιβλίο είναι υπό αυτή την έννοια και μια έκκληση, μια απόπειρα να φανταστούμε έναν διαφορετικό τρόπο δράσης: χειραφετημένο, εξατομικευμένο. Μια επαναφορά της πίστης στη φθαρμένη έννοια του ανθρωπισμού.

Ζευγάρια σε σχέση που βασανίζουν το ένα το άλλο. Μετανάστες που πουλούν το κορμί τους και φασίστες που τους χτυπούν αλλά τους ποθούν κιόλας. Πολύ παζολινικό. Διαβάζοντας το βιβλίο σου, κοιτώντας και τις φωτό, ξέρεις, σκεφτόμουν συνεχώς τον Παζολίνι. Και μιας και το έφερε η κουβέντα στην εικόνα και τη λογοτεχνία, υπάρχουν άλλα βιβλία και συγγραφείς ή φωτογράφοι -εδώ μπαίνει η Ναν Γκόλντιν- που τους θεωρείς ως «συγγενικούς προβληματισμούς»;
Για μένα, οι ιδιότητες του φωτογράφου και του συγγραφέα είναι συγγενείς και συμπληρωματικές. Δεν χρειάστηκε ποτέ να συγκεράσω συνειδητά αυτά τα δύο ενδιαφέροντα. Με ακολουθούν και τα δυο ως αυτονόητα εφόδια ζωής. Το αχνό κόκκινο περιβάλλον των εικόνων του βιβλίου, είναι για μένα μια αποτύπωση της «ομίχλης» που ρίχνει γύρω μας ο θυμός. Ο Παζολίνι είναι πολύ συχνά στο μυαλό μου, ιδιαίτερα εκείνη η φράση του από κάποιο ποίημα: «Η εξέγερση είναι πλέον ένα συναίσθημα», που συνοψίζει τόσο εύγλωττα την ανάγκη να στραφούμε εξεταστικά ένδον, προτού σηκώσουμε το βλέμμα να αντικρίσουμε τους άλλους. Ελπίζω να διατηρήσω κι εγώ ως συγγραφέας αυτή την πίστη στη γνώση του εαυτού... έστω κι αν γνωρίζω ότι θα μείνει ανεκπλήρωτη. Ελπίζω να καταφέρω να γράψω κι άλλο...

«Η Γη του Θυμού» του Χρήστου Χρυσόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, σειρά Ελληνική Πεζογραφία.