Βιβλιο

Χέρτα Μύλερ: Μια νύχτα που ενθουσίασε την Αθήνα

Η A.V. παρακολούθησε τη νομπελίστρια συγγραφέα στο ινστιτούτο Γκαίτε, να ξεγυμνώνει τον εαυτό της, αποδομώντας τον φασισμό κάθε χρωματικής απόχρωσης

Θάλεια Καραμολέγκου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η νομπελίστρια Χέρτα Μύλερ βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ανοίγοντας τις δράσεις της διοργάνωσης «Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018» του Δήμου Αθηναίων και όπως τόνισε χαρακτηριστικά «όμορφο είναι αυτό που πονά όταν μας αγγίζει».

Γεννημένη στο γερμανόφωνο Νίτσκιντορφ της Ρουμανίας, η Χέρτα Μύλερ μεγάλωσε στο δικτατορικό καθεστώς Τσαουσέσκου και αντιστάθηκε στην καταπίεση και την πολιτική τρομοκρατία με τον τρόπο ζωής της και το γράψιμό της. Για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο της αντίστασής της βραβεύτηκε το 2009 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Το 1987 της δόθηκε η άδεια να φύγει από τη χώρα. Εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο όπου έκτοτε ζει και γράφει.

Μοιάζει εύλογο το ερώτημα για το τι την οδήγησε ν’ αρχίσει να γράφει για τα ζητήματα που αφορούν την δικτατορία, ωστόσο η ίδια απαντά πως συνέβη τυχαία.

Η Μύλερ όταν ήταν πολύ νέα εργαζόταν ως μεταφράστρια σε ένα εργοστάσιο, η εργασία της βοηθούσε τους εργάτες να κατανοούν πώς θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα μηχανήματα και τα εξαρτήματά τους.

Η ίδια, εκείνη την περίοδο, είχε σχέσεις με ανθρώπους που παρακολουθούνταν από την σεκιουριτάτε και διάβαζαν βιβλία απαγορευμένα από το καθεστώς, το οποίο συχνά φρόντιζε να χάνουν τον δρόμο τους προς τους παραλήπτες. Την ίδια εποχή έχασε τον πατέρα της (ήταν στρατιώτης των SS, πράγμα που επηρέασε βαθιά τη σχέση τους, μεγιστοποιώντας τη μεταξύ τους αντιπαράθεση) και τότε ξεκίνησε μια πορεία ενδοσκόπησης. Έτσι αποφάσισε να γράψει το πρώτο της βιβλίο, κυρίως για να επεξεργαστεί μέσω της γραφής όλες τις μέχρι τότε εμπειριες της.

Το γράψιμο έγινε έτσι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της, ενώ συνέχισε και να μεταφράζει. Αν και η λογοκρισία ήταν πολύ ισχυρή, για όλους ανεξαιρέτως, συνειδητοποίησε πως όταν γράφει κανείς μπορεί να κρατηθεί από κάπου.

Η μητρική της γλώσσα είναι η γερμανική, όμως κοινωνικοποιήθηκε στη Ρουμανία και παρά το γεγονός ότι η γερμανική μειονότητα όπου μεγάλωσε μιλούσε γερμανικά. Άλλωστε πιστεύει ακράδαντα πως όλες οι γλώσσες έχουν μια μοναδική ομορφιά, εκτός βέβαια από την «ιδεολογική» γλώσσα. Τα γερμανικά πάντως κακοποιήθηκαν πολύ, όπως λέει, γι’ αυτό κι όταν γράφει κανείς πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα, γιατι μπορεί να βρεθεί σε πεδία τοξικά, που παραμένουν ως τις μέρες μας τέτοια.

Φυσικά κάθε γλώσσα έχει τη δική της οπτική για τον κόσμο, ακόμα και τα παραμύθια ξεκινούν διαφορετικά. Ήταν όμως αυτή η κρατική, ιδεολογική, ξύλινη γλώσσα που φρόντιζε για χρόνια να στερήσει τη δυνατότητα ν’ αναπτύξει κανείς ελεύθερα τον χαρακτήρα του.

Κι όταν την χρησιμοποιείς για χρόνια, τότε αρχίζεις και να την σωματοποιείς. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι  προσπαθούσαν να προστατευτούν, μια και όποιος ήταν καταδιωκόμενος ήταν πολύ μόνος.

Ακόμα και το να αυτοκτονήσει κανείς ήταν ανυπέρβλητο ταμπού. Κάποτε μια κοπέλα, μέλος του κόμματος, κρεμάστηκε και αμέσως δημιουργήθηκε σκάνδαλο. Την «απέκλεισαν» από το κόμμα δίχως καμία έκφραση λύπης για τον θάνατό της. Η μετά θάνατον τιμωρία ήταν αντάξια ενός προσώπου που αποτελούσε ντροπή για τον σοσιαλισμό μ’ αυτήν την πράξη της.

Πάντως οι μυστικές υπηρεσίες ζήτησαν από την Χέρτα Μύλερ να δουλέψει γι’ αυτές, αλλά η ίδια αρνήθηκε αταλάντευτα, γνωρίζοντας τις συνέπειες. Δεν ήθελε να επωφεληθεί με προνόμια, καταστρέφοντας άλλους ανθρώπους, αλλά να γίνει κάτι για το οποίο να φέρει αποκλειστικά η ίδια την ευθύνη. Ήξερε άλλωστε πως θα κατέρρεε άμεσα, μια και η επαφή της με τους ανθρώπους των μυστικών υπηρεσιών τής ήταν αφόρητη. Οι χειριστικές τους ικανότητες ήταν εκπληκτικές, είχαν εκπαιδευτεί έτσι ώστε να μπορούν να πείσουν ή να βλάψουν ανάλογα με την περίπτωση. Ο φόβος όμως δε μας κάνει απαραίτητα και δειλούς, υποστηρίζει η Μύλερ. Και, αν και την αποκαλούσαν «πόρνη» μια και ήταν η μόνη γυναίκα στην παρέα, δεν έκρυβαν και τον υφέρποντα  ρατσισμό τουςκαθώς συναναστρεφόταν και με  Άραβες φοιτητές.

Όταν ταξίδεψε στη Γερμανία δεν ένιωσε την παραμικρή αυτοπεποίθηση, η έννοια της πατρίδας είχε ήδη δηλητηριαστεί από τα χρόνια του εθνικοσοσιαλισμού, που έγινε κατάχρηση της λέξης. Αν κάτι έχει σημασία ειναι η συναισθηματική πατρίδα, η ιδεολογική είναι τρομακτική για τον άνθρωπο. Βλέποντας σήμερα τους πρόσφυγες, πρέπει να σέβεται κανείς  πολύ τέτοιους όρους.

Στο ερώτημα για το αν την απελευθέρωσε το γράψιμο από το παρελθόν της, η Χέρτα Μύλερ απαντά πως δεν μπορεί να ξέρει πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν έγραφε. Κανείς δεν ξέρει για τον εαυτό του πόσα μπορεί ν’αντέξει και γιατί. Άλλωστε δεν απείχε πολύ από την κατάρρευση, ευτυχώς όμως έλειπε το μικρό εκείνο κομματάκι που θα μπορούσε να την οδηγήσει ακόμα και στο ψυχιατρείο.

Οι απώλειες  προσώπων της οικογένειας ήταν οδυνηρές. Η μητέρα της έζησε πέντε χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας, αλλά όσο ήταν νέα δεν έκανε καμία αναφορά σε αυτήν την περιοδο της ζωής της, γιατί η σιωπή ήταν επιβεβλημένη για τα χρόνια του ’50.

Ως παιδί η Μύλερ βλέποντας την 30χρονη τότε μητέρα της, νόμιζε πως ήταν ήδη ηλικιωμένη κι αναρωτιόταν πώς κατάφερε να ζήσει τόσα χρόνια... Η αλήθεια είναι ότι όποιος έχει περάσει λιμό, δεν μπορεί να ξαναφάει σαν κανονικός άνθρωπος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, πάσχοντας από άνοια, η μητέρα της «ξαναμπήκε» στο στρατόπεδο εργασίας, γι’αυτό και έκρυβε ψωμί σε κάθε απίθανο μέρος του σπιτιού.

Τελικά όμως τι είναι η γλώσσα; Όχι πάντως αυτό που θυμάται κανείς. Όλα τα πράγματα έχουν μια εσωτερική πυξίδα και καμία γενίκευση δεν μπορεί να οδηγήσει σε έναν ορισμό. Η γλώσσα είναι τα πάντα, ακόμα και το να μη μιλάς και να μαζεύεις τα καλαμπόκια.

Όμως είναι και η ποίηση που βρίσκεται παντού: από τα παραμύθια μέχρι τις προλήψεις, γιατί η συμπύκνωση της ποίησης υπάρχει μέσα στη γλώσσα. Η ποίηση έχει τη δική της πραγματικότητα διότι στη γλώσσα έχουμε τη μεταφορά που θα πρέπει να τέμνει την πραγματικότητα, αλλά και τον δικό της ήχο. Τι είναι στ’ αλήθεια όμορφο;

Όμορφο είναι αυτό που πονά όταν μας αγγίζει. Εμείς πρέπει να αναζητήσουμε την ομορφιά, δεν υπάρχει ποτέ κάπου ως δεδομένη κατάσταση. Και έχει πάντα μια ανθρώπινη διάσταση: τη χρειαζόμαστε γιατί μας προστατεύει και μας δίνει τη δυνατότητα να παραμένουμε «ανθρώπινοι».

Μέσω του κολλάζ η Χέρτα Μύλλερ ανασκευάζει την ίδια τη γλώσσα με τα ιδιότυπα ποιήματά της. Στην αρχή είχε έναν σωρό από λέξεις πάνω σε ένα τραπέζι, λέξεις που έκοβε από εφημερίδες και περιοδικά, κι έφτιαχνε μικρά κείμενα που έστελνε στους φίλους της σαν καρτ ποστάλ. Όμως οι λέξεις πλήθαιναν τόσο πολύ που έπρεπε να τοποθετηθούν αλφαβητικά, έτσι ώστε αυτή η παραστατική εικόνα απέκτησε τη δική της δύναμη.

Ο ρυθμός είναι κάτι συμβατικό ασφαλώς, αλλά μπορείς να τον αποσπάσεις και ν’ αλλάξεις όλο το νόημα. Το αλισβερίσι της με τις λέξεις μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη εβδομάδα. Μαθαίνει έτσι όσα δεν μαθαίνεις από κανένα σχολείο: τι πραγματικά σημαίνουν οι λέξεις, το ότι δεν πρέπει να τις σπαταλάς, το ότι κάθε μεμονωμένη λέξη έχει τη δική της ηλικία και τη δική της ύπαρξη, το ότι δημιουργώντας νέες σύνθετες λέξεις συντελείς στη δημιουργία ενός νέου μικρού σύμπαντος.

Η μικροκαμωμένη και κομψή Χέρτα Μύλερ χαιρέτησε θερμά το ακροατήριο στο τέλος της συζήτησης, που έκλεισε με μια απροσδόκητη ερώτηση για το τι βιβλία διάβαζε όταν ήταν παιδί. Η απάντηση αντίκειται στις δικές μας εμπειρίες, τις γεμάτες από αυτονόητα πράγματα: δεν υπήρχαν βιβλία για τα παιδιά, όμως το κάθε παιδί, οπουδήποτε στον κόσμο και υπό οποιοδήποτε καθεστώς, έχει ένα και μόνο σύμμαχο. Την φαντασία του.


Στο βιβλίο της «Η πατρίδα μου ήταν ένα κουκούτσι μήλου», η Χέρτα Μύλερ γράφει για πρώτη φορά τόσο διεξοδικά για τα παιδικά της χρόνια στο ρουμανικό χωριό, για την ενηλικίωση και το ξύπνημα της πολιτικής συνείδησης, για τις πρώτες της επαφές με τη λογοτεχνία, τις συγκρούσεις με την κομμουνιστική δικτατορία και την πορεία της στη συγγραφή. Με την αναφορά στην άφιξή της σε μια άλλη χώρα ρίχνει ταυτόχρονα και μια ασυνήθιστη ματιά στη Γερμανία της δεκαετίας του 1980 και 1990, αλλά και στην κοινωνία που ζούμε σήμερα.
 
Στο Ινστιτούτο Γκαίτε, την Πέμπτη 22/3 συζήτησε μαζί της και συντόνισε το διάλογο με το ακροατήριο ο σκηνοθέτης Τίμων Κουλμάσης.

Τα βιβλία της Χέρτα Μύλερ κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη: «Ο άγγελος της πείνας» σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου, «Το αγρίμι της καρδιάς» σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου, «Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός» σε μετάφραση Κώστα Κοσμά, Συμμετοχή στο συλλογικό τόμο «Το τόλμημα της μνήμης»