- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ποιος είναι;
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου του 1952 στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να γίνει ζωγράφος αλλά στα είκοσι δύο του παράτησε αυτή του την φιλοδοξία και αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Αποφοίτησε από σχολή δημοσιογραφίας αλλά ποτέ δεν δούλεψε ως δημοσιογράφος. Ξεκίνησε να γράφει το 1974 αφήνοντας τις σπουδές Αρχιτεκτονικής στο τρίτο έτος. Εδώ και 39 χρόνια γράφει καθημερινά δέκα ώρες την ημέρα και πιστεύει ότι η συγγραφή χρειάζεται επιμονή, ενέργεια και δύναμη. Δεν έχει κάνει καμία άλλη δουλειά εκτός από την συγγραφική. Τα βιβλία του μεταφράζονται σε 60 γλώσσες. Ζει στην Κωνσταντινούπολη στο σπίτι που μεγάλωσε και είναι επισκέπτης καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Υόρκης. Το 2006 βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Βιβλία και δηλώσεις
Μια συγγραφική ιδιαιτερότητα που απολαμβάνει είναι το ότι φτιάχνει πολύ διαφορετικά –σε ύφος και τρόπο γραφής– μυθιστορήματα. Ενδεικτικά: το «Με λένε κόκκινο» είναι μια ιστορία μυστηρίου που λαμβάνει χώρα στην Κωνσταντινούπολη του 16ου αιώνα και πραγματεύεται ένα θέμα που το συναντάμε στον Παμούκ: την πολυπλοκότητα της ταυτότητας ενός έθνους που βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, την αυθεντικότητα και τις πολιτισμικές επιρροές. Το «Ινστανμπούλ» είναι ένα διπλό πορτραίτο: του εαυτού του –τα παιδικά και νεανικά του χρόνια– και της Πόλης στην οποία μεγάλωσε. Το «Χιόνι» είναι το μοναδικό πολιτικοποιημένο του βιβλίο. Εστιάζει στο θρησκευτικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό και πραγματεύεται τον εξτρεμισμό στη σύγχρονη Τουρκία.
Για τους Τούρκους ο συγγραφέας του μοναδικού τους Νόμπελ είναι ένα πρόσωπο που το θαυμάζουν και το μισούν. Η επιτυχία και οι πωλήσεις των βιβλίων, του έφεραν αναγνωσιμότητα και το τίμημα της επιτυχίας, όπως λέει, ήταν η αρνητική κριτική από τους διανοούμενους στη χώρα του. Θρυαλλίδα όμως για επιπλέον εχθρούς δεν ήταν τα βιβλία του –οι πολιτικοί συντάκτες έχει πει δεν διαβάζουν λογοτεχνία στη χώρα του– αλλά οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις του. Το 2005 δήλωσε στην Ελβετική εφημερίδα Der Tages-Anzeiger «ότι τριάντα χιλιάδες Κούρδοι και ένα εκατομμύριο Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους στη χώρα του και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό». Παρότι ο Τουρκικός Ποινικός Κώδικας προβλέπει με τον άρθρο 301/1 ποινή φυλάκισης έως και τρία χρόνια για τη δημόσια δυσφήμιση, ο Ορχάν Παμούκ δεν δικάστηκε γιατί όπως είπε οι διάσημοι στην Τουρκία δεν πηγαίνουν σε δίκη, οι μη διάσημοι, των οποίων οι περιπτώσεις δεν θα αντιπροσωπευτούν σε διεθνές επίπεδο, θα πάνε στο δικαστήριο. Ο Τουρκικός πάντως Τύπος του χάρισε τόση δημοσιότητα ώστε έκτοτε να κυκλοφορεί με σωματοφύλακες.
Μετά το Νόμπελ
Το 2008 κυκλοφορεί το «Μουσείο της Αθωότητας», ένα βιβλίο 800 σελίδων που πραγματεύεται έναν εμμονικό έρωτα, του Κεμάλ για τη Φισούν και διαδραματίζεται στην Τουρκία της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Ο Παμούκ περιγράφει το μυθιστόρημα ως μια απόπειρα να κατανοήσει τον πολιτισμό της χώρας του μέσα από τον έρωτα. Έναν έρωτα σε μια καταπιεστική κοινωνία, επιτηδευμένα εξευρωπαϊσμένη. Υπάρχουν δυο διαδρομές στο κείμενο: μια εσωτερική περιπλάνηση των ηρώων και μια διαδρομή τοπογραφική με στάσεις στη Κωνσταντινούπολη και την ιστορία της (Πραξικοπήματα, εικόνες του Βοσπόρου, μυρωδιές, χαλβαδόπιτες και κουλούρια από τους πλανόδιους πωλητές ρακί, υπαίθρια σινεμά με γκαζόζα Μελτέμ).
Ο Κεμάλ διεκδικεί τη Φισούν (και μαζί την ευτυχία που εκείνη θα του φέρει) και συλλέγει όλα τα αντικείμενα που την αφορούν, η εμμονή του συρρικνώνεται σε αντικείμενα που εκείνη έχει ακουμπήσει (σκουλαρίκια, γόπες, ζωγραφιές, αλατιέρες, κοκαλάκια κ.α) και αυτά αποκτούν μια παρηγορητική δύναμη.
Τα αντικείμενα αναδεικνύονται ως πρωταρχικής σημασίας. Αυτά είναι που συγκεντρώνουν και αναδεικνύουν τη μνήμη. «Τα πράγματα που έχουν μείνει πίσω από τις ευτυχισμένες στιγμές, κρύβουν, με επιμονή μεγαλύτερη από των ανθρώπων που μας τις πρόσφεραν, αναμνήσεις, χρώματα, απτικές και οπτικές ηδονές από εκείνες τις στιγμές» διαβάζουμε στο βιβλίο. Ο Κεμάλ φτιάχνει ένα Μουσείο Αναμνήσεων, όπως θα έκανε ένας ανθρωπολόγος, πιστεύοντας ότι αν εκθέσει τα αντικείμενα που έχει συλλέξει, θα δώσει νόημα στα χρόνια που έζησε
Ένα διαφορετικό Μουσείο
Αυτές τις μέρες όμως ο Παμούκ γιορτάζει και μια ακόμη επέτειο. Πρόκειται για τα πρώτα γενέθλια του αληθινού Μουσείου της αθωότητας. Στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1897 με κόκκινα τούβλα στη γειτονιά Τσουκουρτζούμα της Κωνσταντινούπολης.
Στο μουσείο εκτίθενται καθημερινά χρηστικά αντικείμενα που συναντάμε στην Τουρκία από το 1950 μέχρι τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα φόρο τιμή τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην γενέθλια πόλη του συγγραφέα. Η σκέψη για το μυθιστόρημα και το μουσείο ήρθαν παράλληλα. Ο Παμούκ ξεκίνησε να συλλέγει τα αντικείμενα αυτά προτού ξεκινήσει να γράφει το βιβλίο, συνέχισε τη συλλογή κατά τη διάρκεια της συγγραφής του και τα τελευταία αντικείμενα προστέθηκαν όταν το βιβλίο τελείωσε. Αυτό είναι το πρώτο μουσείο βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα και απέχει από τα κλασσικά μουσεία. Επιθυμία του Παμούκ είναι ο χώρος αυτός να μοιάζει μύχιος. Να κάνει τους επισκέπτες να «αισθανθούν» ότι εισέρχονται σε χώρο προσωπικό παρά να «δουν». Αυτή είναι μια δυσκολία για την διευθύντρια που καλείται να προστατεύσει τα εκθέματα και συγχρόνως να τα αναδείξει ως «πραγματικά».
Στην είσοδο βρίσκονται όλες οι γόπες από τα τσιγάρα που η πρωταγωνίστρια Φισούν κάπνισε ενόσω εκτυλισσόταν το μυθιστόρημα. Στους υπόλοιπους δύο ορόφους ο επισκέπτης θα ανακαλύψει 83 αντικείμενα που αντιστοιχούν στα 83 κεφάλαια του βιβλίου – από επιτραπέζια παιχνίδια, δακτυλήθρες μέχρι λάμπες γκαζιού, φωτογραφίες ποδοσφαιριστών και ηθοποιών εποχής και φυσικά τα σκουλαρίκια της πρωταγωνίστριας που μπορεί κάποιος να τα αγοράσει από το πωλητήριο. Όλα τα εκθέματα είναι στημένα με τρόπο σύγχρονο και με τη βοήθεια τεχνολογίας. Μια μίξη μυθοπλασίας και ντοκουμέντων που συνθέτουν ένα χρονικό της Κωνσταντινούπολης σε μια περίοδο μεγάλων πολιτισμικών αλλαγών.
40.000 άτομα επισκέφτηκαν το Μουσείο της αθωότητας στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του εκ των οποίων οι 6.500 απέφυγαν το εισιτήριο προσκομίζοντας το αντίτυπο του μυθιστορήματος. Η περιήγηση μπορεί να γίνει μοναχικά ή με την φωνή του Ορχάν Παμούκ στο audio guide.
Για τη συγγραφή
Ο Ορχάν Παμούκ έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις για τη λογοτεχνία, τη συγγραφή και τον τρόπο που εργάζεται.
«Ένας συγγραφέας πρέπει να έχει πολύ κενό, ανεύθυνο χρόνο, να διαβάσει ένα βιβλίο, να μην κάνει τίποτε, να κοιτάζει έξω από το παράθυρο και να φαντάζεται. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσω την πλοκή των βιβλίων μου»*.
Στη μόνη αναγνώστρια που επιτρέπει να διαβάζει και να σχολιάζει τις φρεσκογραμμένες σελίδες ενός νέου μυθιστορήματος είναι η εκάστοτε σύντροφος του. Αυτή τη στιγμή σύντροφός είναι μια συνάδελφός του, η Ινδή βραβευμένη με Μπούκερ Κίραν Ντεσάι.
Στο λόγο που έβγαλε στη Σουηδική Ακαδημία για τη βράβευση του έδωσε τον ορισμό για τη λογοτεχνία: είναι αυτό που δημιουργεί κάποιος όταν κλείνει την πόρτα κάθεται στο γραφείο του και αποσύρεται σε μια γωνία για να εκφράσει τις σκέψεις του.
Όλα τα βιβλία του Ορχάν Παμούκ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα
*απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσε ο Ορχαν Παμούκ στην Μαριλένα Αστραπέλλου, από το βιβλίο «Πρόσωπα» εκδ.Πόλις