Βιβλιο

Πολ Όστερ, η Αθήνα σε περιμένει με λατρεία!

Το τελευταίο του μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από το Μεταίχμιο και η A.V. μαθαίνει τα πάντα για το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς

Στέφανος Τσιτσόπουλος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οστερ-ο-πώρωση: θα πει πώρωση, λατρεία, έρωτας, εξάρτηση, αρρώστια με τον Πολ Όστερ. Οδός Ιπποκράτους, ανηφορίζω για να τη βρω κοφτά από Μαυρομιχάλη, απέναντι λάμπει η ανηφόρα που οδηγεί στου Λυκαβηττού τον σκούφο, και σαν εξαρτημένος που πλησιάζει κοντινά στο σημείο «διανομής» του στάφ, με πιάνει ολοένα και μεγαλύτερο τρέμουλο: σε λίγο θα κρατώ πρώτος το μεταφρασμένο στα ελληνικά τελευταίο του μυθιστόρημα: «4 3 2 1». Νούμερο 118, εδώ στεγάζεται ο εκδοτικός οίκος Μεταίχμιο. Εδώ η μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη και η επιμελήτρια Ειρήνη Χριστοπούλου θα μας παρουσιάσουν εν τάχει το νέο έπος.

Ναι, στα εβδομήντα του ο Πολ Όστερ έγραψε βιβλίο χιλίων διακοσίων δεκαέξι σελίδων. Κι επιτέλους, τέλος του μήνα θα κυκλοφορήσει κι εδώ. Κομπλέ. Ευτυχία, ανυπομονησία, μπαίνω.  Και μαζί μου μπαίνουν και δεκάδες άλλοι πάσχοντες από τούτη την ανίατη αγάπη, ναι, είμαστε πάμπολλοι οι Οστεροπωρωμένοι και Οστερόπληκτοι, είναι γεμάτος ο χώρος στο Μεταίχμιο. Κάθονται στο πάνελ. Προλογίζει ο εκδότης Νώντας Παπαγεωργίου. Για αυτό το Magnus Opus του υπέρτατου Αμερικανού στιλίστα. Σύντομος χαιρετισμός, ο λόγος στις κυρίες. Για το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς.

Στο μεταξύ όλος συγκίνηση κρατώ το άρτι διανεμηθέν «τούβλο». Κι ακούω ευλαβικά την Ξυλούρη να μιλά, αυτοβιογραφικά στην αρχή, για όλες εκείνες τις μέρες και τις νύχτες που, κοντά έναν χρόνο, βύθισαν πρώτη αυτή από όλους μας στη μετάφραση του έργου. Μαζί μου, με εξίσου θαυμαστικά κομμένη την ανάσα και οι συνάδελφοι Οστερόπληκτοι. Δίπλα μου κάθεται ο Θεοδόσης Μίχος από το popaganda.gr. Κοιταζόμαστε συνωμοτικά και, καθώς του ψιθυρίζω στο αυτί πως θα έχουμε για πάντα τον Μόρισεϊ, τον Όστερ και τη μεγάλη πόλη, συμφωνεί και συμπληρώνει... «Γιατί αυτό είναι το οστερικό σύμπαν. Τα βιβλία, η μουσική και η διαρκής επιστροφή μας σε αξίες, ανθρώπους, λέξεις και νότες που μας καθόρισαν». Και για εσάς, ω, Οστερόπληκτοι αναγνώστες, ορίστε τι πρόκειται να συμβεί στις ζωές σας, μιας και τις επόμενες μέρες το «4 3 2 1» θα κυκλοφορεί παντού στην Ελλάδα. Μέσα από τα λόγια της μεταφράστριας του, Μαρίας Ξυλούρη.

Στις 3 Μαρτίου του 1947 γεννιέται ο Άρτσιμπαλντ Φέργκιουσον
…ο μοναχογιός του Στάνλεϊ Φέργκιουσον και της Ρόουζ Άντλερ, και για αρκετά δευτερόλεπτα είναι «το νεότερο ανθρώπινο πλάσμα επί προσώπου γης» (σ. 47). Αυτό το αγόρι, ωστόσο, στη συνέχεια θα χωριστεί σε τέσσερα· αυτά τα τέσσερα αγόρια είναι πανομοιότυπα αλλά διαφορετικά – έχουν τους ίδιους γονείς, το ίδιο σώμα, το ίδιο γενετικό υλικό, καθένα όμως ζει σε άλλο σπίτι, σε άλλη πόλη, σε άλλες συνθήκες. Υπό την επίδραση αυτών των συνθηκών, οι ζωές τους όσο προχωρά το βιβλίο αρχίζουν να αποκλίνουν, κι ωστόσο, κατά τον συγγραφέα, θα εξακολουθούν να είναι το ίδιο άτομο, που διασχίζει τον ίδιο χρόνο αλλά όχι ακριβώς τον ίδιο τόπο και ζει τέσσερις διαφορετικές ζωές.

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του 4 3 2 1 και, ως έναν βαθμό, η εξήγηση της παράξενης αντίστροφης μέτρησης του τίτλου του (η πλήρης εξήγηση υπάρχει στο ίδιο το κείμενο)· αξίζει πάντως να σημειωθεί πως ο αρχικός τίτλος ήταν, απλούστατα, το επώνυμο του τετραπλού ήρωά του: Φέργκιουσον (έτσι, εξάλλου, τον αποκαλεί σταθερά ο αφηγητής· Άρτσι τον φωνάζουν οι οικείοι του). Ο συγγραφέας αποφάσισε να αλλάξει τον τίτλο τον Αύγουστο του 2014, όταν ο θανάσιμος πυροβολισμός του νεαρού μαύρου Μάικλ Μπράουν από τον λευκό αστυνομικό Ντάρελ Γουίλσον στο Φέργκιουσον του Μιζούρι οδήγησε σε εκτεταμένες ταραχές που πήραν την ονομασία «Η μάχη του Φέργκιουσον» και αναζωπύρωσαν τη συζήτηση για τα φυλετικά δικαιώματα στις ΗΠΑ – και, κατά έναν τρόπο, απέδειξαν πως δεν έχουμε απομακρυνθεί και τόσο από τον 20ό αιώνα, όπου είναι τοποθετημένο το μυθιστόρημα:

«Αρχικά, σχεδίαζα να πω το βιβλίο Φέργκιουσον – απλώς αυτό. Ε, γύρω στον ενάμιση χρόνο αφότου ξεκίνησα να το γράφω, συνέβη αυτό το απαίσιο γεγονός σε μια πόλη του Μιζούρι που ούτε την είχα ακουστά – το Φέργκιουσον. Και θα ήταν αδύνατον να εκδώσεις ένα βιβλίο σήμερα με αυτόν τον τίτλο χωρίς να μπερδευτεί ο κόσμος και να νομίσει ότι αφορά όσα συνέβησαν στο Μιζούρι.

»Ιδού, λοιπόν, η ιστορία που συνέχιζε να συμβαίνει όσο εγώ έγραφα ένα βιβλίο για πριν από πενήντα χρόνια, και οι αναλογίες ήταν απόκοσμες, πρέπει να πω. Και τόσα πράγματα που μας δίχαζαν πενήντα χρόνια πριν μας διχάζουν και σήμερα. Αυτό που δεν μάθαμε στη δεκαετία του εξήντα ήταν πως όσο νομίζαμε ότι η Αριστερά ήταν σε άνοδο, στην πραγματικότητα ανέβαινε η Δεξιά. Και τώρα, ξανά, η Δεξιά παίρνει τον έλεγχο της χώρας με τρόπους που οκτώ χρόνια πριν, όταν πήρε την εξουσία ο Ομπάμα, δεν θα φανταζόμασταν πως μπορούσαν να συμβούν»

Το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα
Κάποια χαρακτηριστικά του 4 3 2 1 ίσως να ταιριάζουν εκ πρώτης όψεως σε αυτά που έχουμε μάθει να περιμένουμε από βιβλία που διεκδικούν τον τίτλο του Μεγάλου Αμερικάνικου Μυθιστορήματος. Νομίζω όμως ότι το 4 3 2 1 προσπαθεί να επιτύχει έναν άλλο στόχο: να είναι ένα καλό μυθιστόρημα, με τον τρόπο που ο συγγραφέας του αντιλαμβάνεται το καλό μυθιστόρημα, φυσικά, αντίληψη που οπωσδήποτε δεν βρίσκει σύμφωνους τους πάντες – αλλά στο κάτω κάτω, όπως επισημαίνει και ένας Φέργκιουσον σχολιάζοντας σε έναν φίλο του τα καλοκαιρινά του αναγνώσματα, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να γράψεις ένα καλό βιβλίο:

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα τρία βιβλία. Όλα έχουν γραφτεί με τον δικό τους τρόπο, και όλα είναι πολύ καλά, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος να γράψεις ένα καλό βιβλίο. Πέρυσι, ο κύριος Ντέμπσι μάς έλεγε συνέχεια ότι υπάρχει ο σωστός τρόπος και ο λάθος τρόπος – το θυμάσαι; Μπορεί στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες, όχι όμως στα βιβλία. Τα βιβλία τα κάνεις με τον δικό σου τρόπο, κι αν ο δικός σου τρόπος είναι καλός τρόπος, μπορείς να γράψεις ένα καλό βιβλίο. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν μπορώ να καταλήξω ποιο μου άρεσε περισσότερο. Θα έλεγες πως θα ήξερα, αλλά δεν ξέρω. Μου άρεσαν όλα. Που σημαίνει, μάλλον, ότι κάθε καλός τρόπος είναι ο σωστός τρόπος». (σ. 257)

«Δεν υπάρχει μία και μοναδική πραγματικότητα... Υπάρχουν πολλές πραγματικότητες. Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός κόσμος. Υπάρχουν πολλοί κόσμοι, κι όλοι τρέχουν παράλληλα ο ένας με τον άλλον, κόσμοι και αντι-κόσμοι, κόσμοι και σκιώδεις κόσμοι, και κάθε κόσμο τον ονειρεύεται ή τον φαντάζεται ή τον γράφει κάποιος σε έναν άλλο κόσμο. Κάθε κόσμος είναι δημιούργημα ενός νου».

Το παράθεμα έχει ιδιαίτερη σημασία και για το 4 3 2 1. Μόνο που το 4 3 2 1 δεν ανήκει ακριβώς σε αυτό το είδος: στα βιβλία εναλλακτικής ιστορίας, η εκδοχή που προτείνει ο συγγραφέας δεν αφορά το άτομο, τόσο, όσο το ευρύτερο πλαίσιο (που στο 4 3 2 1 παραμένει, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σταθερό)· και η εναλλακτική εκδοχή δεν αντιπαραβάλλεται, απαραίτητα, με κάποια άλλη εντός του βιβλίου, αλλά με την Ιστορία όπως τη γνωρίζει ο αναγνώστης από τον πραγματικό κόσμο.

Ένα ερώτημα που πάντα απασχολεί τον Πολ Όστερ. Περί Θεού.
«Πού θες να καταλήξεις μ’ όλα αυτά, Άρτσι;

»Λέω πως δεν θα μάθεις ποτέ αν έκανες τη λάθος επιλογή ή όχι. Θα έπρεπε να έχεις όλα τα δεδομένα για να το μάθεις, κι ο μόνος τρόπος να έχεις όλα τα δεδομένα είναι να βρίσκεσαι σε δύο τόπους ταυτόχρονα – πράγμα αδύνατο.

»Και;

»Και γι’ αυτό πιστεύουν οι άνθρωποι στον Θεό». (σ. 340-342)

Πρόκειται για ερώτημα που επανέρχεται στο έργο του Όστερ από την αρχή. Ήδη στο πρώτο μέρος της Τριλογίας της Νέας Υόρκης, τη Γυάλινη πόλη, ο Ντάνιελ Κουίν, παριστάνοντας τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Πολ Όστερ, βρίσκεται, όταν καλείται να παρακολουθήσει τον Πίτερ Στίλμαν, μπροστά σε δύο πανομοιότυπους γέρους που θα μπορούσαν να είναι ο Πίτερ Στίλμαν. Αποφασίζει να ακολουθήσει τον έναν, όμως υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ο Πίτερ Στίλμαν στην πραγματικότητα να ήταν ο άλλος, αυτός που δεν ακολούθησε τελικά – και το ερώτημα, τι θα γινόταν αν είχε ακολουθήσει αυτόν; Στο επόμενο βιβλίο της Τριλογίας, τα Φαντάσματα, υπάρχει η απόφανση πως χαμένες ευκαιρίες και κερδισμένες ευκαιρίες αποτελούν και οι δύο, εξίσου, μέρος της ζωής, και μια ιστορία δεν μπορεί να κολλά στο τι θα μπορούσε να είχε συμβεί· μια άρνηση που το 4 3 2 1 τη μετατρέπει σε κατάφαση. Ο Φέργκιουσον καταλήγει ότι

«ο κόσμος ως είχε ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι παραπάνω από ένα κλάσμα του κόσμου, διότι το πραγματικό αποτελούνταν και από αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί αλλά δεν είχε συμβεί, ότι δεν υπήρχε ένας δρόμος καλύτερος ή χειρότερος από τους άλλους δρόμους, αλλά το βάσανο του να ζεις σε ένα και μόνο σώμα ήταν που ανά πάσα στιγμή έπρεπε να είσαι σ’ έναν δρόμο μονάχα, παρότι θα μπορούσες να είσαι σε έναν άλλον, πηγαίνοντας προς ένα ολότελα άλλο τόπο». (σελ. 1212)

Αυτή η διπλή παραλληλία –οι δυνητικές ζωές μας που προχωρούν παράλληλα μεταξύ τους και, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι κάπου όντως διασταυρώνονται, δεν μπορούμε να το ξέρουμε, και η ζωή μας που προχωρά παράλληλα με τις ζωές όλων των άλλων ανά πάσα στιγμή– εξυπηρετείται και μέσα από το περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου, αλλά και μέσα από τη δομή του (που καθιστά άκρως προβληματική, όπως θα έχει ήδη γίνει κατανοητό, την όποια απόπειρα να συνοψιστεί το βιβλίο): οι τέσσερις παράλληλοι Φέργκιουσον που γνωρίζουν τους ίδιους ανθρώπους, διασχίζουν τον ίδιο ιστορικό χρόνο, παρακολουθούν τα ίδια γεγονότα, περπατούν στους ίδιους τόπους· αλλά και οι διασταυρώσεις στην τροχιά της ζωής του καθενός τους ξεχωριστά.

Ένα μυθιστόρημα διάπλασης: Γιατί η παιδική ηλικία είναι η μόνη μας πατρίδα
Ως μυθιστόρημα που μιλά για την παιδική ηλικία και τη νιότη, την πορεία του ανθρώπου προς τον εαυτό του, το 4 3 2 1 είναι, βεβαίως, μυθιστόρημα διάπλασης, bildungsroman. Ακόμα: Ένα πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, ένα μυθιστόρημα συγγραφικής (αλλά και μεταφραστικής) διαμόρφωσης: πώς χτίζεται ο συγγραφέας από βίωμα σε βίωμα, από ανάγνωσμα σε ανάγνωσμα, από άκουσμα σε άκουσμα, από αναρώτηση σε αναρώτηση, από γραπτό σε γραπτό· ένα βιβλίο για το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, όχι όμως εν είδει εγχειριδίου ή συνταγολογίου, όχι εν είδει οδηγού γραφής, αλλά ως καταγραφή και σχολιασμός μιας ή περισσότερων δυνητικών διαδρομών προς ένα βιβλίο – η ίδια η συγγραφή (και η μετάφραση) ως μια αλληλουχία από επιλογές μεταξύ πολλών επιλογών που οδηγούν σε μια κατάληξη μεταξύ πολλών δυνητικών καταλήξεων: η ίδια η γραφή, όπως και η ζωή, μπορεί να ιδωθεί ως μια διαδρομή που χαράχτηκε επειδή ο συγγραφέας (και αντίστοιχα ο μεταφραστής) βρέθηκε σε συγκεκριμένα σταυροδρόμια και επέλεξε τον έναν δρόμο έναντι του άλλου. Με τη διαφορά βεβαίως ότι η γραφή, έστω κι αν αναγκαστικά θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλήξει και αυτή σε κάποιες αποφάσεις –αν μη τι άλλο επειδή η ζωή του γράφοντος είναι πεπερασμένη–, έχει μια μεγαλύτερη ευελιξία στη διερεύνηση αυτών των δυνητικών επιλογών· η λογοτεχνία μπορεί να είναι ως έναν βαθμό τουλάχιστον η διερεύνηση των δρόμων που δεν πήραμε με τρόπο που η ζωή δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει. Οι τέσσερις Φέργκιουσον θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα δεκαοκτώ ή είκοσι ή τριάντα· αλλά αυτό το μυθιστόρημα ενδεχομένως να είναι ανθρωπίνως αδύνατον να γραφτεί – όπως μάλλον θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να γραφτεί, με τους όρους που θέτει το 4 3 2 1 ως προς την ενδελεχή διερεύνηση και χαρτογράφηση του κόσμου των εκδοχών του ήρωά του, και ένα μυθιστόρημα που θα ακολουθούσε κάποιες, τουλάχιστον, από αυτές τις εκδοχές έως τα βαθιά γεράματα: κάποια στιγμή πρέπει να μπει ένα τέλος, επειδή οι ιστορίες και οι εκδοχές τους μπορεί να είναι άπειρες, όμως έχουμε μόνο μια πεπερασμένη ζωή για να τις αφηγηθούμε. Για να δανειστώ ένα παράθεμα από τη Χώρα των εσχάτων πραγμάτων,

«Όσο πιο κοντά στο τέλος φτάνεις, τόσο περισσότερα έχεις να πεις. Το τέλος δεν είναι παρά φανταστικό, ένας προορισμός που επινοείς για να συνεχίσεις, έρχεται όμως μια στιγμή που συνειδητοποιείς ότι ποτέ δεν θα τον φτάσεις. Ίσως αναγκαστείς να σταματήσεις, αλλά θα το κάνεις μόνο και μόνο επειδή δεν έχεις άλλο χρόνο. Σταματάς, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έφτασες στο τέλος».

«Γιατί τελειώνει αυτή η ιστορία, ας πούμε, πάνω κάτω στην ηλικία των 21 για τον Φέργκιουσον;» ρωτήθηκε ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στο NPR:

«Το σκέφτηκα αυτό –στην αρχή, όταν μου ήρθε η ιδέα–, ότι θα τους παρακολουθούσα για πολύ μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, άρχισα όμως να καταλαβαίνω ότι, ουσιαστικά, το βιβλίο είναι μια ιστορία ανάπτυξης. Ένας από τους φίλους μου που το διάβασαν και του άρεσε πάρα πολύ είπε ότι αυτό που περισσότερο του άρεσε ήταν ότι το βιβλίο εκφράζει την ιδέα του πώς είναι να είσαι τεσσάρων χρόνων και οκτώ χρόνων και δώδεκα, και τις τεράστιες διαφορές μέσα μας σε αυτές τις διαφορετικές φάσεις της ζωής μας. Και σκέφτηκα ότι μόνο μέχρι τις αρχές της ενήλικης ζωής ήθελα να πάω τους χαρακτήρες επειδή μετά από αυτό η όλη φύση του βιβλίου θα άλλαζε. Νομίζω ότι θα ήταν τελείως διαφορετικό έργο».

Οι Φέργκιουσον, οπότε, θα παραμείνουν για τον αναγνώστη νέοι για μια ζωή, που ίσως σημαίνει ότι δεν θα εγκαταλείψουν τις αρχές τους, ποτέ δεν θα γίνουν ξεπουλημένοι ενήλικες – γενναία αγόρια μέχρις εσχάτων: το μέλλον που θέλει να φαντάζεται ο Φέργκιουσον για τον εαυτό του και εκκρεμεί αν θα καταφέρει να το κατακτήσει:

«[Ο Θορό] είχε και την άγρια ανάγκη να είναι ο εαυτός του και μόνο ο εαυτός του ακόμα κι αν έτσι προσέβαλλε τους γείτονές του, το πείσμα της ψυχής που τόσο τραβούσε τον παντοτινά πεισματάρη Φέργκιουσον, τον έφηβο Φέργκιουσον, που έβλεπε στον Θορό έναν άντρα που είχε καταφέρει να παραμείνει έφηβος ολόκληρη ζωή, δηλαδή, έναν άντρα που ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει τις αρχές του, που ποτέ δεν είχε γίνει διεφθαρμένος, ξεπουλημένος ενήλικας – γενναίο αγόρι μέχρις εσχάτων, και ακριβώς έτσι ήθελε να φαντάζεται ο Φέργκιουσον και το δικό του μέλλον» (σ. 643-644).

Αν είναι αυτό αίτημα και του συγγραφέα για τον εαυτό του, αν το 4 3 2 1 εντάσσεται σε μια αμετανόητη και ακατάπαυστη διεκδίκηση της νεανικής ορμής, της νεότητας ως τήρησης των καταστατικών αρχών του εαυτού, αν είναι δήλωση και πράξη πίστης προς το ιδανικό της γραφής; Δεν ξέρω αν τελικά έχει σημασία, πάντως υποψιάζομαι πως ναι: ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει και τη συσσώρευση που χαρακτηρίζει το βιβλίο – μια συσσώρευση που συνήθως την περιμένουμε από συγγραφείς στο πρώτο έργο τους, που προσπαθούν να χωρέσουν στις σελίδες του τα πάντα, ό,τι αποσκευές έχουν φορτωθεί στη ζωή τους (να σημειώσω εδώ ότι ο συγγραφέας έγραφε με το άγχος μήπως δεν προλάβει να ολοκληρώσει το βιβλίο· μια βασική σταθερά του έργου και της σκέψης του, άλλωστε, είναι ότι ο θάνατος μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή). Αλλά στο κάτω κάτω, ο πραγματικός Όστερ, αυτός που ζει έξω από τις σελίδες, για τον αναγνώστη δεν έχει τόση σημασία, όπως δεν έχουν σημασία και οι προθέσεις του. Ο διάλογος γίνεται με τις λέξεις όπως τυπώθηκαν και με τον συγγραφέα που δημιουργείται όπως αυτές οι λέξεις διαβάζονται· εντέλει, με τον αντικατοπτρισμό του αναγνώστη στις σελίδες.

Μαρία Ξυλούρη, Μάρτιος 2018

Το μυθιστόρημα «4 3 2 1» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 26 Μαρτίου.