- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ζουν στα Γιάννενα και συγγράφουν λογοτεχνία συγκλονιστική. Ποιοι είναι;
Ο Γιάννης Πάσχος, ο Δον Ντομίνγκο και οι μαγικές τους ιστορίες!
Η γοητεία του ορίζοντα. Το αίμα της μηλιάς. Οι ανιχνευτές αισθημάτων, οι σπόνδυλοι μιας ξύλινης σκάλας, η μαγεία της άνωσης και οι συντριβές των απογόνων της Βαβέλ. Μερικές έως και αρκετές λέξεις για ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Αν και θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μόνο δεκατέσσερις: «Μπορεί και να σου αλλάξει τη ζωή, άκου με και σπεύσε να το αποκτήσεις». Πάμε!
«Ο ήλιος εκείνη τη μέρα άργησε να δύσει, κι εγώ χαιρόμουν που ήμασταν και οι τρεις μαζί για πρώτη φορά και παρακαλούσα τον χρόνο να σταματήσει. Από μέσα μου, όμως, έκλαιγα με δάκρυα πνιχτά, αφανέρωτα, κι ένιωθα μεγάλη λύπη. Δεν μπορούσα να αποκόψω αυτή τη μαγική στιγμή της χαράς από το αύριο, κι από το μετά, δεν είχα τον τρόπο, την αντοχή και την εμπειρία. Τη θέρμη των σωμάτων των γονιών μου δεν μπορούσα να την απολαύσω, η αγάπη που με πλημμύριζε με τυραννούσε, με διέλυε, γιατί ήξερα ότι ήμουν μόνος, κατάμονος, μέσα στην έρημο».
Ο Γιάννης Πάσχος δεν ζει στη Σαχάρα, μα στα Ιωάννινα. Θεωρητικά εκεί κατοικούσε κάποτε και ο Δον Ντομίνγκο, που οι μαγικές του ιστορίες-διηγήματα κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις υπερκαλαίσθητες εκδόσεις «Περισπωμένη». Αν και δεν είμαι σίγουρος πόσα χρόνια έζησε στην Ήπειρο ο Δον Ντομίνγκο. Δεν μπορεί να γνώρισε στην Ήπειρο είτε τον Νορβηγό Μουνκ, πατέρα της «Κραυγής» ή τον Γιαπωνέζο μετρ των υδάτινων κυματισμών Χοκουσάι. Εννοείται πως ούτε και στη Σαχάρα. Αλλά την έκανε την τσάρκα του στον κόσμο ο Δον, όπως κι ο συγγραφέας. Που λόγω δουλειάς είναι πολυταξιδεμένος, συμβαίνει να τον γνωρίζω προσωπικά οπότε μπορώ να σας διαβεβαιώσω: ως καθηγητής Ιχθυολογίας, γνώστης μοριακής βιολογίας και μύστης της γενετικής των υδρόβιων οργανισμών, αναπόφευκτα ακόμα και τώρα που συνταξιοδοτήθηκε από το πανεπιστήμιο, χάνεται σε εσχατιές της παγκόσμιας ενδοχώρας. Χούι είναι το ταξίδι και το χάσιμο μέσα στις ζωές των ηπείρων και των παραλλήλων. Μα όταν επιστρέφει στην Ήπειρο, εξακολουθεί να βολτάρει στα πέριξ της διάσημης λίμνης, μελετώντας τις κινήσεις, τις μνήμες και τις ανακατατάξεις έμβιων και νερών.
Σε μια τέτοια κοινή μας βόλτα κάποτε, ο Γιάννης Πάσχος είπε κάτι που με συγκλόνισε. Πως δηλαδή το ψάρι είναι το πιο δυστυχισμένο πλάσμα στη γη. Δεν μπορεί να ουρλιάξει όταν το αγκίστρι ή το καμάκι του σκίζει γνάθο ή εντόσθια. Υποφέρει βουβά. Σε αντίθεση με μας τους ανθρώπους, αλλά και τα συνάδελφα ζώα, που έχουμε τον τρόπο να εξωτερικεύουμε τον πόνο. Με κραυγές, με λυγμούς, με επιφωνήματα. Εννοείται και τη χαρά. Με κελαρυστά γέλια. Και με λέξεις. Ειδικά για τις δικές μας, τις ανθρώπινες λέξεις-γλώσσα επικοινωνίας του ζωικού μας είδους. Που περιγράφουν, προωθούν, απαλύνουν ή επικεντρώνουν στο πρωτεύον: ο χρόνος μας, όσο αργά κι αν κυλά, είναι λίγος. Άρα κι όσα αφόρητα ή ευγενή και να μας φέρνει, δυσβάσταχτα ή καλοδεχούμενα, είναι προορισμένος να τελειώσει. Και να μας τελειώσει. Πριν από μας, τη μαμά, τον μπαμπά, το ψάρι, το ταξίδι, τη φιλία, την έρημο, τη μητρόπολη, την περιπέτεια, τα πάντα. Μόνο τα τσίπουρα και τα αργεντίνικα τανγκό, ο Μουνκ, ο Χοκουσάι και η λίμνη των Ιωαννίνων θα είναι αιώνια. Και οι λέξεις.
«Το μεγαλύτερο μαρτύριό μου ήταν όταν άρχισα να βλέπω. Όταν άρχισα να βλέπω τα λόγια των ανθρώπων. Τα λόγια σταμάτησα να τα ακούω και άρχισα να τα βλέπω. Τα έβλεπα να φυτρώνουν ταχύτατα, χωρίς δισταγμό, ή αργά, με μεγάλη επιφύλαξη, να διακλαδίζονται απροσδόκητα. [...] Έβλεπα την απότομη μεταμόρφωσή τους από φρικιαστικά δηλητηριώδη στόματα με γλώσσες φιδιών σε υπέροχα, αρωματικά άνθη που σε προκαλούσαν να υποκλιθείς μπροστά στην εξωπραγματική ομορφιά, σε μάγευαν, λαχταρούσες να τα αγγίξεις, να ρουφήξεις τα αρώματά τους και μετά, απότομα, να μεταμορφώνονται ξανά σε φρικιαστικές, δηλητηριώδεις παγίδες». Γιατί θα έχουμε για πάντα τις λέξεις. Τις λέξεις του Δον Ντομίνγκο. Εργαλεία και χρονομετρητές, καταγραφείς , εκσκαφείς, αλιείς. Ναι, «Στις μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο» ο Γιάννης Πάσχος αυτό κάνει με τις λέξεις του. Ελαφρύνει τη θλίψη και το βάρος των λογικών σκέψεων από το βάρος του αποτελέσματος του χρόνου. Τον στόχο από το βάρος της αποτυχίας. Οι ιστορίες του Δον Πάσχος Ντομίνγκο έρχονται για να απαλύνουν τις ψυχές των αναγνωστών. Να τις γεμίσουν μύθο, παιχνίδι και αστείρευτη επιθυμία για ανατροπή. Χρέος μας είναι!
Οι λέξεις όμως δεν είναι μόνο λέξεις, μέσα στην κάθε μία εμπεριέχεται και μία πράξη. Μία κίνηση. Μία δράση. Μια φίλη άλλωστε των δύο Δον, η ανθοδέτης Σόνια ντε Ρουέντες, της τρίτης από τις είκοσι μία ιστορίες, είναι κατηγορηματική ως προς τα επτά θαύματα του κόσμου. Δεν είναι ούτε οι Πυραμίδες της Βαβυλώνας ούτε ο Κολοσσός της Ρόδου ή οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας. «Είναι το φιλί στο ακρόχειλο, το ελαφρύ χάδι στο εσωτερικό μέρος του μηρού, τα μάτια, το ένστικτο, η αναμονή, τα βαμμένα δάχτυλα των ποδιών και η απουσία. Αυτό είναι το σύστημα από όπου ξεπηδούν και τα όνειρα. Όπως το κυκλοφοριακό σύστημα αποτελείται από την καρδιά, τις αρτηρίες και τις φλέβες, έτσι και τα όνειρα έχουν το δικό τους σύστημα».
Κι έτσι τάχιστα (!) μπήκες στον πυρήνα, το ζουμί και το απαύγασμα αυτού του βιβλίου. «Ξέρω καλά ότι η μάνα μου δεν ήταν μόνο η δική μου μάνα. Και ο πατέρας δεν ήταν μόνος δικός μου πατέρας. Μια ζωή θα αναζητώ τα αδέλφια μου». Παρηγορητικές ιστορίες για τις στιγμές που η ζωή σφίγγει περίεργα, τα περιθώρια αντίδρασης στενεύουν, αλλά ο Δον Ντομίνγκο έχει τη λύση. Τραγούδα άριες και φωτογράφιζε τον κόσμο. «Δεν ξεχνιέται εύκολα η μεγάλη ήττα. Πάντως, όμως, μου έρχεται στη σκέψη και παρηγοριέμαι η υπέροχη εκκίνησή μου. Έφυγα πρώτος, κέρδισα πολλά μέτρα μπροστά μου, ήμουν σίγουρος για τη νίκη μου, δεν είχα αντίπαλο και θα νικούσα εύκολα, αν υπήρχε κάπου το τέρμα ή κάτι που έμοιαζε με τέρμα, αν δεν είχα πατέρα και μάνα, αν δεν είχα παιδιά, αν δεν είχα αδέλφια, αν δεν είχα τη Σονόρα, αν δεν ανακάλυπτα τόσο ωραίες ιστορίες να θολώνουν ασταμάτητα τα μάτια μου από τα δάκρυα. Έβγαλα πάλι την ατζέντα μου και, χωρίς να το πολυσκεφτώ, τηλεφώνησα στον Κιμ Φίλμπυ, τον διεθνή έμπειρο κατάσκοπο, κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα κάποιου αιώνα άγνωστου και αταξινόμητου».
Θυμήσου την αρχή αυτή του κειμένου με τις δεκατέσσερις λέξεις, παιγμένες αλλιώς, μα με το ίδιο ρεζουμέ: Σπεύσε να αποκτήσεις αυτό το βιβλίο. Μπορεί και να σου αλλάξει την ζωή. Άκου με, πάμε!