Βιβλιο

Γιατί ο Κανίβαλος έφαγε έναν Ρουμάνο;

Ο Δημήτρης Σωτάκης φωτίζει την υπόθεση του νέου του βιβλίου

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 637
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε μια παραθαλάσσια πόλη, στη φτωχική της πλευρά, την ταπεινή, μια τετραμελής οικογένεια Ρουμάνων μεταναστών στήνει εστία προσδοκώντας μια καλύτερη ζωή. Δείχνει πως την καταφέρνουν, καθώς ο Ζερίν, στα όρια της απόλυτης φιλανθρωπίας, τους βοηθά να ορθοποδήσουν. Έτσι ξεκινά το νέο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη. Και μετά ακολουθούν ανομολόγητα πράγματα και επιθυμίες, που καταλήγουν σε ένα σπλάτερ τέλος. Τον ρωτήσαμε διάφορα. Αλλά ίσως και το σημαντικότερο: Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς για να καταφέρει να ευτυχήσει;  

Πατρίδα του Ιονέσκο, τεκμηριωτή του θεάτρου του παράλογου. Γιατί όμως με τη Ρουμανία; Κι όχι, ας πούμε, με την Κολομβία ή το Μπουτάν; Με ποιο κριτήριο δηλαδή διάλεξες τη χώρα - φαντασιακό που πάνω της δομείται η επιθυμία του ήρωα Ζέριν για την κατάκτηση της ευτυχίας; Στην πραγματικότητα, δεν έχω ιδέα. Η επιλογή του Ρουμάνου ήταν μάλλον αποτέλεσμα μιας, κατά κάποιο τρόπο, απορριπτικής μεθόδου των υπολοίπων. Ο Κανίβαλος που έφαγε έναν Βέλγο; Έναν Γάλλο; Έναν Ολλανδό; Έναν Σουηδό; Τίποτα δεν μου φαινόταν πραγματοποιήσιμο, στη διαστρεβλωμένη, έστω, λογική, σύμφωνα με την οποία δόμησα όλη την ιστορία. Σίγουρα δεν ήθελα έναν κάτοικο της δυτικής Ευρώπης, δεν το ήθελα πεισματικά, αποδυνάμωνε για κάποιο λόγο την αξιοπιστία του κειμένου και δεν ταίριαζε στην ατμόσφαιρα. Από την άλλη, δεν μου άρεσε και η ιδέα ενός πολύ κοντινού μας γείτονα, όχι, δεν με έλκυε ούτε αυτή η ιδέα. Η Ρουμανία ήταν η απάντηση. Μου άρεσε και ηχητικά η λέξη, το μυθιστόρημα είχε βρει οριστικά το γεωγραφικό του προσδιορισμό. 

Χμ, ξέρω πως τα βιβλία σου κυκλοφορούν από τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Κίνα, έως τη Σερβία και την Τουρκία, όμως ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας: αν αυτό κυκλοφορήσει στη Ρουμανία, δεν θα είναι κάπως δύσκολο προς... κατανόηση από το εκεί αναγνωστικό κοινό; Θέλω να πω πως το θέμα-ιστορία έχει όλα τα φόντα για να «παρεξηγηθεί». Ο Ζέριν, κεντρικός ήρωας, μοιάζει τόσο αδίστακτος προκειμένου να αποκτήσει αυτό που θέλει, τη διάλυση δηλαδή μιας οικογένειας δύσμοιρων μεταναστών. Ψάχνουν μια καλύτερη ζωή, νομίζουν πως ο Ζέριν θα τους την προσφέρει, μα σχεδόν σαν διάβολος αυτός, τη διαλύει και την ανασυνθέτει όπως θέλει… Κι εγώ είμαι περίεργος τι εντύπωση θα δημιουργήσει ο τίτλος, αν κυκλοφορήσει στη Ρουμανία. Θεωρώ ότι ο Ζέριν μπορεί να γίνει αντικείμενο παρατήρησης από πολλές οπτικές γωνίες. Καταλαβαίνω ακριβώς τι λες, αλλά δεν είμαι σίγουρος για τις προθέσεις του. Εγώ, πολλές φορές, πιστεύω πως ό,τι έγινε, έγινε χωρίς δόλο. Έγινε επειδή ο Ζέριν ερωτεύτηκε μια ολόκληρη οικογένεια, επιθύμησε μια ζωή που ποτέ δεν κατάφερε να έχει, δεν υπήρχε από μέρους του η πρόθεση να διαλύσει μια οικογένεια, να την αποσυνθέσει, ούτε να καταβροχθίσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά έναν άνθρωπο. Από την άλλη, ναι, συνέβη κι αυτό. Αλλά πόσες φορές δεν γεννιέται μέσα μας μια κινητήριος δύναμη, η οποία ξεφεύγει απ’ τα χέρια μας και κατευθύνει εκείνη το βίο μας, αγνοώντας την ίδια μας την ύπαρξη; Κάτι τέτοιο, νομίζω, ότι συνέβη στην περίπτωση του δικού μου Κανίβαλου, η ίδια η ροή της πραγματικότητας παρέκαμψε τους ήρωες, ως όντα με δράση και βούληση. Και πάλι, όμως, διατηρώ και εγώ τις αμφιβολίες μου. 

Κατά βάθος, ο Ζέριν επιθυμεί παράφορα την ευτυχία. Αυτό τον οδηγεί και στην τρέλα, πίσω από τον παθιασμένο έρωτα για την Ιονέλα, τα παιδιά της, τη μικροαστική ζωή που επιθυμεί να βιώσει, κρύβεται μια βαθιά ψυχωτική συμπεριφορά: με το χρήμα του θεωρεί πως μπορεί να αγοράσει και να μεθοδεύσει τα πάντα. Μοιάζει να το καταφέρνει. Για ποιο λόγο «προικίζεις» τον κεντρικό σου ήρωα με τέτοια απάνθρωπα χαρακτηριστικά και τον «επιβραβεύεις»; Έχω την εντύπωση ότι, αν δεν τον επιβράβευα, μπορεί ηθικά να ήμουν κάπως πιο ανακουφισμένος, όμως το μυθιστόρημα δεν θα είχε την ίδια αξία. Έπρεπε να φτάσω μέχρι το τέλος, όφειλα να του οπλίσω το χέρι, να του γεμίσω το στομάχι. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν είναι απάνθρωπος, αν τουλάχιστον το καταλαβαίνει ποτέ, αφού στο δικό του μικρόκοσμο, πράττει για να αποδώσει δικαιοσύνη, δρα για να διορθώσει μια αδικία, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Έτσι –σου λέει– έπρεπε εκ προοιμίου να είναι η ζωή μου, συμφωνούν και οι υπόλοιποι γύρω μου, ακόμη και το θύμα, ας προχωρήσω, λοιπόν. Συνεπώς δεν πρόκειται ακριβώς για επιβράβευση, όσο για το στίγμα που ήθελα να δώσω γράφοντας αυτό το βιβλίο. Ποιοι είναι οι ρόλοι που καλούμαστε να υποστηρίξουμε στη ζωή μας, ζώντας περικυκλωμένοι από ανθρώπους; Τι σημαίνει είμαι πατέρας, είμαι γιος, εραστής, τι κρύβεται πίσω από μια περιποιημένη ανθρώπινη μάσκα και τι θα θυσιάζαμε προκειμένου να αποκτήσουμε την ευτυχία, φέρνοντάς την ακριβώς στα μέτρα μας;

Υπό το πρίσμα μιας «διεστραμμένης» οπτικής, έγραψες μια απόλυτα ερωτική ιστορία – προκειμένου να ανταμώσουν ιδανικά οι πρωταγωνιστές, κάνουν ανομολόγητα πράγματα. Κυριολεκτικά θυσιάζουν και θυσιάζονται. Το πας τέρμα προκειμένου να δώσεις στον αναγνώστη να νιώσει... τι; Όταν γράφω ένα βιβλίο, ο αναγνώστης δεν βρίσκεται ακριβώς στον καθρέφτη απέναντί μου, δεν στρογγυλοκάθεται δίπλα μου στο δωμάτιο, όμως κάπου είναι κρυμμένος, κάτω απ’ το κρεβάτι ή κοιτώντας με από την κλειδαρότρυπα. Θέλω να πω ότι δεν με αφορά ευθέως η παρουσία του, ωστόσο ξέρω ότι υπάρχει, ότι μπορεί και με παρακολουθεί. Κάπως έτσι λειτούργησα και με τον Κανίβαλο, αρχικά απόλαυσα εγώ ο ίδιος τη συγγραφή του βιβλίου, την ίδια την ιστορία όπως ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια μου, όμως την ίδια ώρα είχα τη γνώση ότι όλο αυτό είναι μια πρόταση, μια πρόκληση που θα κληθεί να ανταποκριθεί ο αναγνώστης με τις αισθήσεις του. Ήθελα, λοιπόν, να αισθανθεί ό,τι αισθάνθηκα εγώ, το μυστήριο, το φως και το σκοτάδι αυτής της παράξενης ιστορίας, να μπει, να βουτήξει στον πυρήνα της. Και ύστερα να δώσω το προσωπικό μου στίγμα, να μιλήσω για όλους εμάς, για τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τη ζωή μας, για τα όριά μας, το σύνορο που αναπαύονται τα όνειρά μας και τη ρεαλιστική ταχύτητα που αναπτύσσουμε για να τα πραγματοποιήσουμε. Αυτό ήθελα.